Σύγχυση έχει προκαλέσει στην ελληνική αγορά Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας η σταδιακή αποχώρηση ξένων επενδυτών, γεγονός που γεννά ερωτήματα για την αξιοπιστία και τη σταθερότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος στον κλάδο.
Το τελευταίο διάστημα, οι ξένοι «παίκτες» εγκαταλείπουν ένας - ένας την ελληνική αγορά των ΑΠΕ, στέλνοντας ηχηρό μήνυμα αποεπένδυσης για το εγχώριο ενεργειακό περιβάλλον.
Μετά την πορτογαλική EDPR, που αποχώρησε πρόσφατα από την Ελλάδα, σειρά πήρε η γερμανική ABO Energy, η οποία πούλησε τη θυγατρική της στη Helleniq Energy, σε μια κίνηση που – σύμφωνα με πηγές της αγοράς – δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό, αλλά μέρος ενός ευρύτερου «ντόμινο» εξόδων.
Το «αγκάθι» των περικοπών και των αρνητικών τιμών
Οι περικοπές ενέργειες στις αποζημιώσεις λειτουργούντων έργων αλλά και οι μηδενικές τιμές που αυξάνονται ολοένα και περισσότερο, έχουν αλλάξει το τοπίο αλλά και τους όρους του παιχνιδιού για τους παραγωγούς άρδην.
Το πρώτο πεντάμηνο του 2025, η απορριφθείσα — λόγω κορεσμού — ενέργεια από ΑΠΕ ανήλθε στις 875 GWh, δηλαδή σχεδόν το 9% της συνολικής «πράσινης» παραγωγής. Την αντίστοιχη περίοδο το 2024, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 3,5%. Η έκρηξη των περικοπών συνδέεται άμεσα με τη διαρκή αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος, η οποία «τρέχει» πολύ ταχύτερα από την αύξηση της ζήτησης και των επενδύσεων σε δίκτυα και αποθήκευση.
Ταυτόχρονα, οι ώρες κατά τις οποίες η τιμή της ενέργειας στην αγορά πέφτει στο μηδέν — ή ακόμα και σε αρνητικά επίπεδα — πολλαπλασιάζονται. Για όσες μονάδες δεν καλύπτονται από συμβάσεις τύπου Feed-in Tariff ή Power Purchase Agreements (PPAs), η νέα αυτή πραγματικότητα μεταφράζεται σε οικονομική ασφυξία. Πολλά έργα που στήθηκαν τα τελευταία χρόνια χωρίς μακροχρόνια εξασφαλισμένα έσοδα αντιμετωπίζουν πλέον σοβαρό πρόβλημα βιωσιμότητας.
Η αστάθεια αυτή οδηγεί ήδη σε ένα νέο φαινόμενο: συγκέντρωση της αγοράς στα χέρια λίγων και ισχυρών παικτών που διαθέτουν είτε συμβάσεις με μεγάλους καταναλωτές είτε την οικονομική δυνατότητα να απορροφήσουν τις ζημιές. Οι μικρότεροι παραγωγοί και οι ανεξάρτητοι επενδυτές βλέπουν τη θέση τους να αποδυναμώνεται σταθερά.
Γραφειοκρατία και αστάθεια αδειοδοτήσεων
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ένας ακόμα από τους βασικούς αποτρεπτικούς παράγοντες είναι η υπερβολική γραφειοκρατία. Παρά τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, η διαδικασία αδειοδότησης για νέα έργα ΑΠΕ παραμένει αργή και συχνά αδιαφανής.
Οι καθυστερήσεις στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων ή η ασυνέπεια στη διαδικασία των διασυνδέσεων με το δίκτυο οδηγούν σε απώλεια χρόνου και αύξηση του κόστους.
Ρυθμιστική αβεβαιότητα και παρεμβάσεις
Ένα ακόμη σημείο προβληματισμού είναι οι διαρκείς αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Οι επενδυτές κάνουν λόγο για έλλειψη συνέχειας στη στρατηγική του κράτους: από αλλαγές στους μηχανισμούς αποζημίωσης, μέχρι έκτακτες παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας που αλλοιώνουν τις προβλέψεις κερδοφορίας.
Η πρόσφατη απόφαση για την επιβολή πλαφόν στα έσοδα των παραγωγών ενέργειας, χωρίς επαρκή διαβούλευση, ερμηνεύτηκε από αρκετούς διεθνείς ομίλους ως ένδειξη έλλειψης σεβασμού στις επενδυτικές συμφωνίες και ενίσχυσε το κλίμα δυσπιστίας.
Πέραν των εσωτερικών προκλήσεων, η Ελλάδα φαίνεται να χάνει το συγκριτικό της πλεονέκτημα έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία προσφέρουν πλέον πιο ελκυστικά φορολογικά και χρηματοδοτικά κίνητρα, με σαφέστερους επενδυτικούς κανόνες. Σε αυτό το περιβάλλον, οι διεθνείς όμιλοι στρέφονται σε αγορές που προσφέρουν μεγαλύτερη προβλεψιμότητα και απόδοση.
Ζωηρό το εγχώριο ενδιαφέρον
Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά, το ενδιαφέρον για επενδύσεις δεν έχει σβήσει ολοκληρωτικά. Κορυφαίοι εγχώριοι παίκτες όπως η Helleniq Energy, η Motor Oil και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή συνεχίζουν να διευρύνουν την παρουσία τους στον κλάδο, ενισχύοντας το χαρτοφυλάκιό τους με νέα έργα ΑΠΕ.
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε την ψήφο εμπιστοσύνης έτερων μεγάλων ξένων «παικτών» που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, όπως η αραβική Masdar η οποία εξαγόρασε την TΕΡΝΑ Ενεργειακή, τη μεγαλύτερη εταιρεία ανάπτυξης ΑΠΕ στην Ελλάδα ή η αυστραλιανή Macquarie που διαθέτει το 50% της Principia.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν στελέχη της αγοράς, το γεγονός ότι το επενδυτικό σκηνικό μονοπωλείται πλέον σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικές επιχειρήσεις δεν αποτελεί απαραίτητα ένδειξη υγείας. Αντιθέτως, ερμηνεύεται ως έντονο σημάδι ότι οι διεθνείς επενδυτές αποθαρρύνονται από τις συνθήκες που επικρατούν. Όροι όπως «πολύπλοκη», «απρόβλεπτη» και «υψηλού ρίσκου» χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα για να περιγράψουν την ελληνική αγορά ΑΠΕ από το εξωτερικό.
Η σταδιακή αποχώρηση ξένων επενδυτών συνιστά σαφές προειδοποιητικό σήμα: μια αγορά που παρουσιάζεται ως στρατηγικός πυλώνας για την πράσινη μετάβαση, κινδυνεύει να χάσει το τρένο της ανάπτυξης εάν δεν υπάρξουν άμεσα διορθωτικές κινήσεις.
Η ανάγκη για ξεκάθαρο, σταθερό και προβλέψιμο ρυθμιστικό πλαίσιο, καθώς και για ένα μακρόπνοο στρατηγικό σχέδιο, είναι πλέον επιτακτική. Αν δεν αποκατασταθεί άμεσα η εμπιστοσύνη των επενδυτών, η ζημιά ενδέχεται να καταστεί μη αναστρέψιμη – με συνέπειες που δεν θα περιοριστούν μόνο στην αγορά, αλλά θα πλήξουν συνολικά τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό.
Να σημειώσουμε ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται στα χερσαία αιολικά ή τα φωτοβολταϊκά, αλλά επεκτείνεται και στα υπεράκτια αιολικά - έναν κλάδο που θα μπορούσε να απογειώσει την ενεργειακή μετάβαση της χώρας, αν δεν καθυστερούσε δραματικά η έκδοση της Υπουργικής Απόφασης για το Εθνικό Σχέδιο Ανάπτυξης.