Η Τετάρτη που μας πέρασε, πρώτη μέρα του Οκτωβρίου, δεν ήταν καθόλου καλή για τους μετόχους της Freeport McMoran (FCX NYSE), μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την εξόρυξη χαλκού.
Η μετοχή σημείωσε πτώση σχεδόν 17% εξαιτίας των πολύ αρνητικών νέων από το μεγάλο ορυχείο Grasberg. Το συγκεκριμένο ορυχείο είναι το μεγαλύτερο της εταιρείας, βρίσκεται στην Ινδονησία και εκεί εξορύσσεται το 3% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού. Τα νέα ήταν σχετικά με ένα τραγικό δυστύχημα που έγινε στο Grasberg την 8η Σεπτεμβρίου, όταν μία κατολίσθηση λάσπης έφερε μέσα στο ορυχείο περίπου 800.000 μετρικών τόνων, προκάλεσε σοβαρές ζημιές και είχε σαν αποτέλεσμα και τον θάνατο δύο εργαζομένων, με την τύχη άλλων πέντε να αγνοείται ακόμα. Αυτό που προκάλεσε τη μεγάλη πτώση της μετοχής ήταν κυρίως το γεγονός πως μετά την κατολίσθηση, το ένα τρίτο του ορυχείου θα είναι εκτός λειτουργίας μέχρι περίπου τις αρχές του 2027, γεγονός που θα περιορίσει δραστικά τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας μέχρι τότε.
Σήμερα, όμως, δεν θα μας απασχολήσει η αμερικανική εταιρεία χαλκού αλλά η γενικότερη κατάσταση στην παγκόσμια αγορά χαλκού. Όπως είναι εύκολο να υπολογίσουμε, περίπου το 1% της παγκόσμιας παραγωγής του πιο σημαντικού βιομηχανικού μετάλλου στον κόσμο θα είναι εκτός μάχης για τουλάχιστον 18 μήνες από τώρα. Αυτό μπορεί να μην ακούγεται πολύ σημαντικό σε κάποιον δεν γνωρίζει πώς δουλεύουν οι παγκόσμιες αγορές μετάλλων, ειδικά όταν το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν είναι το μοναδικό που έχει εμφανιστεί τους τελευταίους μήνες στον τομέα της εξόρυξης χαλκού ανά τον κόσμο.
Σε άρθρο του Javier Blas στο Bloomberg, από την Πέμπτη 2 Οκτωβρίου, ο αρθρογράφος μας θύμισε πως φέτος τον Μάιο είχαμε μία πλημμύρα στο ορυχείο Kamua – Kakula στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τον Ιούλιο ένα ατύχημα στο ορυχείο El Teniente της Χιλής και νωρίτερα τον Σεπτέμβριο την εργασιακή αναταραχή στο ορυχείο Constancia του Περού. Πάνω σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί το δυστύχημα στο Grasberg και να αυξήσει ακόμα περισσότερο τις ανησυχίες για το κατά πόσο η παραγωγή χαλκού θα είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τη ζήτηση, η οποία αναμένεται να αυξάνεται σταθερά τα επόμενα χρόνια.
Φυσιολογικό επακόλουθο αυτών των προβλημάτων είναι λοιπόν η σημαντική ενίσχυση της τιμής του χαλκού στα διεθνή χρηματιστήρια. Στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, του οποίου οι τιμές φέτος είναι πιο αντιπροσωπευτικές της κατάστασης στη διεθνή αγορά, καθώς οι αντίστοιχες τιμές στο Σικάγο έχουν επηρεαστεί φέτος από τις συνεχείς εναλλαγές ειδήσεων σχετικά με το ζήτημα των δασμών, η τιμή της Παρασκευής ήταν η υψηλότερη για το 2025.
Στις 10.715 δολάρια/τόνο είναι 4% υψηλότερα από την τιμή που είχε πριν γίνουν γνωστά τα νέα από το Grasberg και περίπου 22% πάνω από την αρχή της χρονιάς. Όπως επισημαίνει ο Javier Blas, οι ανησυχίες σχετικά με την προσφορά θα μπορούσαν να φέρουν την τιμή του χαλκού πάνω και από το ιστορικό ρεκόρ των 11.104 δολαρίων/τόνο που είχε σημειωθεί την άνοιξη του 2024. Ο γνωστός αρθρογράφος δεν αποκλείει την πιθανότητα να δούμε τιμές και πάνω από τις 12.000, ίσως και ακόμα παραπάνω. Επισημαίνει, όμως, πως δεν πρέπει να ξεγελαστούμε και να πιστέψουμε πως έχει αρχίσει μία νέα ανοδική αγορά για τον χαλκό, ένα νέο bull market.
Ο Blas εκτιμά πως η μεγάλη ανοδική κούρσα του χαλκού, ο οποίος από τα 2.000 δολάρια/τόνο το 2000 έχει φθάσει στα σημερινά επίπεδα κυρίως λόγω της συνεχούς αύξησης της ζήτησης. Αυτή την περίοδο όμως δεν υπάρχει αύξηση αλλά στασιμότητα, καθώς ο μεγαλύτερος καταναλωτής στον κόσμο, η Κίνα που απορροφά περίπου το 52% της ετήσιας παραγωγής των παγκόσμιων ορυχείων δεν μεγαλώνει τις παραγγελίες του. Όσο, λοιπόν, δεν αυξάνεται η κινεζική όρεξη για το κόκκινο μέταλλο, δεν θα μπορέσουμε να μιλάμε για μία πραγματική bull market αλλά για μία ανοδική κίνηση που οφείλεται μόνο στη διαταραχή της προσφοράς.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως όσοι αγοράζουν τώρα χαλκό και θα τον πουλήσουν πιθανώς στις 12.000, θα στενοχωρηθούν επειδή τα κέρδη τους δεν θα οφείλονται στην αύξηση της ζήτησης. Όπως αντιλαμβανόμαστε, ο Blas μάλλον θέλει να επισημάνει στους επενδυτές της αγοράς χαλκού πως όσο δεν ανεβαίνει η ζήτηση, η ανοδική κίνηση του χαλκού θα είναι επισφαλής, αφού τα προβλήματα στα ορυχεία κάποια στιγμή θα αντιμετωπιστούν, κάποια άλλα ορυχεία που είναι τώρα εκτός λειτουργίας, όπως το παναμέζικο Cobre Panama αργά ή γρήγορα θα βρεθεί τρόπος να επαναλειτουργήσουν και δεν θα αργήσουν να τεθούν σε λειτουργία οι επεκτάσεις άλλων στη Μογγολία, τη Χιλή και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Κοιτώντας όμως πιο μπροστά, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι εκτιμήσεις των μεγάλων διεθνών εξορυκτικών επιχειρήσεων, των μεγάλων διεθνών βιομηχανιών και πλήθους χρηματιστηριακών αναλυτών αναφέρονται σε πολύ μεγάλη αύξηση της ζήτησης μέχρι το 2035. Οι πιο αισιόδοξες από αυτές υπολογίζουν τη ζήτηση για κατεργασμένο χαλκό να φθάνει τότε τα 50 εκατομμύρια τόνους ετησίως, από περίπου 25 που είναι σήμερα.
Ακόμα όμως και αν αυτός ο στόχος αποδειχθεί υπερβολικός, όλοι είναι σίγουροι πως η ζήτηση θα αυξηθεί σημαντικά. Αυτό εξηγεί και την προσπάθεια των μεγαλύτερων επιχειρήσεων της παγκόσμιας εξορυκτικής βιομηχανίας να αποκτήσουν πρόσβαση σε όσο περισσότερα ορυχεία χαλκού γίνεται. Την άνοιξη του 2024 είχαμε δει την προσπάθεια του διεθνούς «κολοσσού» BHP (BHP NYSE, LONDON, SYDNEY) να αγοράσει την Anglo American (AAL LONDON), με στόχο να κρατήσει μόνο τον τομέα χαλκού για να γίνει η μεγαλύτερη στον κόσμο στον τομέα.
Την ίδια τύχη είχε η προσπάθεια της Glencore (GLEN LONDON) να εξαγοράσει την καναδική Teck Resources (TECK NYSE, TECK-B TORONTO) , με περίπου τους ίδιους σκοπούς. Τελικά, οι δύο εταιρείες στόχοι κινήθηκαν πιο έξυπνα και αποφάσισαν στις αρχές του Σεπτεμβρίου να ενωθούν και να μπορούν πλέον να έρθουν στο ίδιο επίπεδο με τους μεγάλους του κλάδου. Είναι σχεδόν βέβαιο πως θα έχουμε και άλλες τέτοιες κινήσεις. Την Παρασκευή που μας πέρασε, η Karen Kwok του Reuters Breakingviews υποστήριξε σε άρθρο της πως η πιο έξυπνη κίνηση που μπορεί να κάνουν η Glencore και η Rio Tinto (RIO NYSE, LONDON, SYDNEY), οι οποίες είχαν εξετάσει το 2024 το ενδεχόμενο συγχώνευσής τους, είναι να προχωρήσουν τελικά σε αυτό το βήμα.
Η Kwak όμως δεν σταματά εκεί αλλά προτείνει στις δύο επιχειρήσεις να κάνουν ένα ακόμα βήμα και να διαχωρίσουν τις δραστηριότητές τους, δημιουργώντας δύο χωριστές εταιρείες, τη μία που θα ασχολείται με την εξόρυξη χαλκού και την άλλη με όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε αν οι διοικήσεις των δύο μεγάλων εταιρειών θα εμπνευστούν από το παραπάνω άρθρο, είμαστε όμως βέβαιοι πως θα δούμε αρκετές ακόμα εξαγορές και συγχωνεύσεις στον τομέα των εξορυκτικών εταιρειών, με τις πιο πολλές να είναι εστιασμένες στον χαλκό.
Η, προσωρινή κατά πάσα πιθανότητα, στασιμότητα στη ζήτηση από την Κίνα ίσως να δίνει σε όλες τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε αυτές τις κινήσεις μέσα σε ένα σχετικά ομαλό περιβάλλον, καθώς αν ο μεγαλύτερος παγκόσμιος καταναλωτής επιστρέψει δυναμικά στην αγορά, είναι πολύ πιθανόν οι μέτοχοι των εταιρειών στόχων να γίνουν πιο απαιτητικοί, δυσκολεύοντας την πραγματοποίηση αυτών των επιχειρηματικών συμφωνιών. Όπως είναι τα πράγματα αυτή τη στιγμή, μας φαίνεται πως ο χαλκός και οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εξόρυξή του θα μας προσφέρουν αρκετές συγκινήσεις τους επόμενους μήνες και χρόνια. Μπορεί να μην γυαλίζει σαν τον χρυσό και τα πολύτιμα μέταλλα, είναι όμως εξίσου, ίσως και περισσότερο σημαντικός από αυτά.