Τις πραγματικές διαστάσεις της υδατικής κρίσης, την αθέατη υπερκατανάλωση, τους κινδύνους τόσο για τον άνθρωπο, όσο και για την ποιότητα ζωής του αλλά και για το κρίσιμο στοίχημα της ατομικής και της συλλογικής ευθύνης, αναλύει στο Liberal.gr ο Δημήτρης Εμμανουλούδης, Καθηγητής Διευθέτησης Ορεινών Υδάτων και Διευθυντής Έδρας UNESCO CON-E-ECT στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Η λειψυδρία δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής και ξηροθερμικών συνθηκών. Όπως εξηγεί ο κ. Εμμανουλούδης, το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση νερού, η υπερκατανάλωση από τη γεωργία και τον τουρισμό, αλλά και η ψευδαίσθηση αφθονίας, οδηγούν την Ελλάδα, ακόμη και περιοχές παραδοσιακά «υδατοβριθείς», σε επικίνδυνα υδατικά ελλείμματα.
Η αντιμετώπιση της λειψυδρίας ξεκινά από τη συνειδητοποίηση της ατομικής ευθύνης και την καλλιέργεια υδατικής κουλτούρας. Σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, σε συνδυασμό με την εξοικείωση των πολιτών με την έννοια του «υδατικού αποτυπώματος» και την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων, μπορούν να κάνουν τη διαφορά.
Συνέντευξη στη Σόφη Λιάτη
Ο όρος «λειψυδρία» γίνεται όλο και πιο συχνά θέμα συζήτησης στη δημόσια σφαίρα. Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί αποτελεί σήμερα μία από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις μιας χώρας;
Διότι οι επιπτώσεις της λειψυδρίας είναι πολυάριθμες και ιδιαιτέρως επιβαρυντικές για το φυσικό περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία. Χαρακτηριστικά, η λειψυδρία οδηγεί σε ξηρασία και ως εκ τούτου στη σημαντική αύξηση του κινδύνου εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών, εξαιτίας της αυξημένης ευφλεκτότητας της βλάστησης.
Παράλληλα, ενισχύεται η απειλή καταστροφής γεωργικών καλλιεργειών όλων των ειδών, γεγονός που έχει άμεσες συνέπειες στην εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων, επηρεάζοντας δυσμενώς τόσο τον άνθρωπο όσο και τα ζώα. Επιπλέον, παρατηρούνται αρνητικές συνέπειες στην ομαλή ανάπτυξη της χλωρίδας και στην επιβίωση της πανίδας, φαινόμενα που ενδέχεται να συνοδεύονται από την εκδήλωση ασθενειών ή και μαζικούς θανάτους.
Σε ό,τι αφορά τον ανθρώπινο πληθυσμό, η λειψυδρία έχει σοβαρές επιδράσεις στη δημόσια υγεία, στην υγιεινή, στην ποιότητα ζωής και κατ’ επέκταση στην οικονομική ευημερία. Επιπρόσθετα, η υδατική ανεπάρκεια επηρεάζει δυσμενώς πλήθος δραστηριοτήτων και τομέων παραγωγής, όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία, ο κατασκευαστικός κλάδος και άλλες συναφείς υπηρεσίες.
Με δεδομένο ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στη 19η θέση παγκοσμίως στον δείκτη κινδύνου λειψυδρίας, πόσο κοντά θεωρείτε ότι είμαστε σε «υδρολογικό συναγερμό»; Υπάρχουν περιοχές που κινδυνεύουν περισσότερο;
Ο συναγερμός έπρεπε να έχει σημάνει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αυτό το οποίο πρέπει να αντιληφθούμε, είναι ότι το φαινόμενο «λειψυδρία» στο μέλλον θα μας απασχολεί όλο και περισσότερο και αυτό δεν σχετίζεται με τις πιθανές μελλοντικά πιο ξηροθερμικές συνθήκες εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής. Ακόμη και αν έχουμε ευνοϊκότερες υδρολογικά χρονιές στο μέλλον, σε σχέση με τις πρόσφατες, λειψυδρία θα υπάρχει διότι αυξάνεται συνεχώς ο πληθυσμός της γης, αλλά και αυξάνονται όλο και περισσότερο οι χρήσεις νερού από τον άνθρωπο. Το νερό του πλανήτη μας, είναι το ίδιο εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ο πληθυσμός όμως της γης και οι ανάγκες του σε λειτουργίες και διαδικασίες που σχετίζονται με νερό, είναι εκθετικά αυξανόμενα μεγέθη.
Όσον αφορά τις περιοχές της χώρας, η Πελοπόννησος, η Κρήτη, η Ανατολική Στερεά, οι Κυκλάδες και τα Δωδεκάνησα, έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως τις τελευταίες άνυδρες χρονιές, προβλήματα εμφανίστηκαν ακόμα και στην υδατοβριθή Μακεδονία (π.χ. Λίμνη Δοϊράνη).
Έχετε αναφέρει πως ακόμη και με καλές βροχοπτώσεις μπορεί να υπάρχει λειψυδρία λόγω υπερκατανάλωσης. Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σας, ο πιο «υδροβόρος» τομέας της ελληνικής κοινωνίας αυτή τη στιγμή;
Σαφώς είναι η γεωργία, η οποία καταναλώνει περίπου το 70% των διαχειριζόμενων υδάτινων πόρων της χώρας και βεβαίως ο τουρισμός, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με δεδομένο ότι τη χώρα μας επισκέπτονται τουρίστες των οποίων το πλήθος είναι περίπου τρεισήμισι φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας.
Μπορείτε να μας εξηγήσετε πώς γίνεται να έχουμε έναν «καλό χειμώνα» με αρκετές βροχοπτώσεις κλπ., και παρόλα αυτά να είμαστε σε συνθήκες λειψυδρίας; Ποιο είναι το κρίσιμο όριο μεταξύ επάρκειας και σπατάλης;
Η λειψυδρία δεν σχετίζεται απαραίτητα με συνθήκες ξηροθερμικές. Υπάρχουν, για να το πούμε απλά και είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτό αυτό, δυο ειδών λειψυδρίες. Η «λειψυδρία ανομβρίας» και η «λειψυδρία υπερκατανάλωσης».
Η πρώτη εμφανίζεται όταν έχουμε λίγες έως ανύπαρκτες βροχοπτώσεις και χειροτερεύει όταν συνοδεύεται και από υψηλές θερμοκρασίες.
Η δεύτερη εμφανίζεται ακόμα και σε περιοχές με σημαντικό ύψος βροχοπτώσεων και πλούσιους υδροφορείς, όπου όμως η ζήτηση του νερού στις περιοχές αυτές, υπερβαίνει την προσφορά σε νερό από τους επιφανειακούς υπόγειους υδροφορείς.
Και στις δυο περιπτώσεις το τελικό δεδομένο είναι ότι το νερό είναι ελλειμματικό είτε γιατί δεν προσφέρεται από τη φύση επαρκώς, είτε γιατί ενώ προσφέρεται επαρκώς καταναλώνουμε περισσότερο από αυτό που προσφέρεται.
Όσον αφορά το όριο που αναφέρετε, αν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένα κρίσιμο όριο με βάση τα παραπάνω, είναι το σημείο εκείνο για το οποίο το ισοζύγιο νερού γίνεται αρνητικό, γεγονός φυσικά που ισχύει και σε άλλους τομείς όπως π.χ. η οικονομία.
Βέβαια, το όριο αυτό μεταβάλλεται όπως γίνεται αντιληπτό κατά περίπτωση και δεν είναι σταθερό.
Η αφαλάτωση συχνά προβάλλεται ως λύση για τη λειψυδρία, ειδικά σε περιοχές όπως τα νησιά. Μπορεί όμως να αποτελέσει μέρος μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής;
Η αφαλάτωση είναι μια λύση η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται όταν δεν υπάρχει κάποια άλλη δυνατότητα προσφοράς νερού για πόση και ατομική χρήση οποιασδήποτε άλλης προέλευσης.
Οι λόγοι είναι γνωστοί και αφορούν κυρίως θέματα περιβαλλοντικής επιβάρυνσης στις περιοχές που υπάρχουν μονάδες αφαλάτωσης (ιδίως του παρακείμενου θαλάσσιου περιβάλλοντος), κατανάλωσης ενέργειας αλλά και γευστικής ποιότητας αυτού κάθε αυτού του αφαλατωμένου νερού, όταν πρόκειται για πόση.
Από την άλλη μεριά όμως, η χώρα μας ως χώρα ορεινή και με ιδιαίτερο ανάγλυφο, ακόμα και στις ημι-ορεινές ζώνες, προσφέρει εξαιρετικές θέσεις ίδρυσης – κατασκευής φραγμάτων που μπορούν να λειτουργήσουν ως ταμιευτήρες νερού, προσφέροντας έτσι τον πολύτιμο αυτό πόρο σε μεγάλες ποσότητες, ακόμα και σε περιοχές που δεν φημίζονται για τις σημαντικές βροχοπτώσεις τους.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι αυτό της νήσου Αστυπάλαιας. Στο νησί αυτό το οποίο βρίσκεται σε μια σχετικά άνυδρη ζώνη του Ν. Αιγαίου και με βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 300 – 350 χιλιοστά ετησίως, υπάρχει κατασκευασμένο ένα φράγμα – ταμιευτήρας, το οποίο ακόμα και μετά από τις τελευταίες δυο ξηροθερμικές χρονιές στη χώρα μας, έχει αποταμιευμένα 300.000 κυβικά νερού, τα οποία επαρκούν για να καλύψουν στο σύνολό τους τις ανάγκες του νησιού για όλη τη διάρκεια του έτους.
Σημειωτέον ότι βάσει ενημέρωσης από τη Δημοτική αρχή το 90% των συνολικών αναγκών σε νερό καλύπτεται από το φράγμα αυτό και μόνο το 10% από αφαλατωμένο νερό.
Γίνεται αντιληπτό συνεπώς, πόσο θα μπορούσε να αλλάξει το τοπίο της προσφοράς νερού στη χώρα, εάν κατασκευάζαμε τέτοια φράγματα – ταμιευτήρες και σε άλλες περιοχές με δυσμενείς υδρολογικές συνθήκες.
Μην ξεχνάμε ότι δυο τέτοιοι ταμιευτήρες, είναι αυτοί που δίνουν στην Αθήνα, τις μεγαλύτερες ποσότητες νερού για την υδροδότησή της.
Θεωρείτε ότι η καθιέρωση «τιμής νερού» που θα αντανακλά το πραγματικό κόστος των υδατικών απωλειών, θα μπορούσε να συμβάλει στην αλλαγή συμπεριφοράς των πολιτών και στη μείωση της υπερκατανάλωσης;\
Πριν φτάσουμε σε τέτοιου είδους πρακτικές, θα μπορούσαμε να έχουμε εισάγει άλλου είδους μέτρα, όπως αυτά που συμβάλλουν στη δημιουργία κουλτούρας ατομικής εξοικονόμησης νερού και για τους ενήλικες αλλά και για τα παιδιά. Ήδη δημιουργούνται διάφορα έξυπνα spot και ενημερωτικές καμπάνιες προς αυτή την κατεύθυνση και μάλιστα η ΕΥΔΑΠ πρόσφατα κυκλοφόρησε μια καμπάνια που την ονόμασε «Κλείσε την βρύση μέσα και έξω από το σπίτι» ή αλλιώς «25 τρόποι για να εξοικονομήσεις νερό».
Επιβάλλεται να αποκτήσουμε την κουλτούρα αυτή, είναι εύκολο και κυρίως ανέξοδο και αν την υιοθετήσουμε όλοι μας, τα αποτελέσματα θα είναι θεαματικά και φυσικά δεν θα χρειαστεί να φτάσουμε σε τιμωρητικά μέτρα παντός είδους.
Παρατηρείται ότι μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης εξακολουθεί να συνδέει τη λειψυδρία αποκλειστικά με την ξηρασία. Πόσο σημαντικό είναι να αλλάξει η αντίληψη αυτή και τι ρόλο μπορεί να παίξει η περιβαλλοντική εκπαίδευση για την ευαισθητοποίηση των πολιτών και την κατανόηση της ατομικής ευθύνης απέναντι στο νερό;
Σε προγενέστερη απάντηση εξηγήσαμε το γιατί η λειψυδρία δεν πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά με την ξηρασία. Και δυστυχώς η «λειψυδρία υπερκατανάλωσης» είναι η πιο ύπουλη από τις δυο περιπτώσεις, διότι επειδή συνδέεται με αφθονία βροχοπτώσεων και υδάτινων πόρων δεν αντιλαμβανόμαστε συχνά τον κίνδυνο εμφορούμενοι από την εντύπωση ότι οι υδάτινοι πόροι της περιοχής μας είναι ανεξάντλητοι.
Η κατανόηση της ατομικής ευθύνης στην οποία αναφέρεστε, θα γίνει πληρέστερη και σαφέστερη όταν κατανοήσουμε πόση ποσότητα νερού καταναλώνουμε καθημερινά, ο καθένας από εμάς, δηλαδή να κατανοήσουμε ή καλύτερα να μετρήσουμε ποιο είναι το ατομικό υδατικό μας αποτύπωμα (personal water footprint). Και υπάρχει η μετρητική διαδικασία για αυτό, μέσα από την οποία προκύπτει με σχετική ακρίβεια η άμεση και έμμεση κατανάλωση νερού από τον κάθε ένα από εμάς, η οποία φυσικά είναι διαφορετική κατά άτομο και ηλικία.
Ίσως η εξοικείωση με την έννοια αυτή και την εφαρμογή της, να πρέπει να ξεκινήσει από τα σχολεία μας.
Χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιρλανδία θέτουν ποσοτικούς στόχους για τη μείωση της κατανάλωσης νερού. Ακόμα και η Σουηδία, απαγορεύει σε κάποιες περιοχές το πότισμα με λάστιχο. Θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αντίστοιχα μέτρα στην Ελλάδα;
Τα μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης του νερού είναι πολλά και ποικίλα σε παγκόσμιο επίπεδο. Ορισμένα από αυτά αφορούν τη γεωργία (π.χ. εφαρμογή άρδευσης ακριβείας, εισαγωγή λιγότερο υδατοβόρων καλλιεργειών κλπ.), κάποια τον τουρισμό (π.χ. αποκλειστική χρήση αλμυρού νερού στις πισίνες, μείωση επιφανειών με τεχνητούς χλοοτάπητες κλπ.), και βεβαίως κάποια αφορούν τις καθημερινές πρακτικές των πολιτών (π.χ. ποτίσματα κήπων, καθαριότητα αυτοκινήτων κλπ.).
Σαφώς και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν όλα τα ανωτέρω και στη χώρα μας. Ήδη για μερικά από αυτά γίνεται προσπάθεια. Το θέμα είναι εάν θα εφαρμοστούν και τα υπόλοιπα και σε ποιο βαθμό.