Κέντα-χρώμα ή τρία-φουλ; Ιδού το δίλημμα
Shutterstock
Shutterstock

Κέντα-χρώμα ή τρία-φουλ; Ιδού το δίλημμα

Η εξαιρετική ρετρό εκπομπή της ΕΡΤ «καλλιτεχνικό καφενείο» -την παρακολουθώ ανελλιπώς- με πηγαίνει πολλές δεκαετίες πίσω, τότε που μέσα στην ανεμελιά της νιότης μας κλεινόμασταν, τέτοιες μέρες σε ένα δωμάτιο και μέσα σε μια εφιαλτική ατμόσφαιρα από τα τσιγάρα, δοκιμάζαμε την τύχη μας. Πόκα και πάσης Ελλάδος.

Το καρέ χωρίς να ήταν κλειστό, δε δεχόταν πρόσωπα με τα οποία όλοι οι υπόλοιποι δεν είχαμε οικειότητα, διότι εμείς παίζαμε πρωτίστως για το κέφι μας, κάναμε σχόλια, καλαμπουρίζαμε, χωρίς παρεξήγηση. Παίζαμε για το άθλημα, όπως λέγαμε.

Άλλωστε τα χρήματα που παιζόταν ήταν λογικά για τη νεανική τσέπη μας. Εννοείται πως τα ξημερώματα, όταν επέστρεφα στο πατρικό μου, τα ρούχα έμεναν στο μπαλκόνι για να φύγει η τσιγαρίλα τουλάχιστον ένα 12ωρο.

Η πόκα είναι ένα τυχερό παιχνίδι, αναμφίβολα. Για αυτό και υπάρχει το αξίωμα «όποιος έχει το φύλλο, κερδίζει». Βέβαια, στα κτυπήματα απαιτείται μια τεχνική, ώστε να καλύψεις το φύλλο σου. Αν έχεις αποφασίσει να κάνεις μπλόφα να μην αποκαλυφτείς - αν έχεις το υπέρτατο φύλλο, να κρατήσεις μέσα στο κόλπο όσο το δυνατόν περισσότερους συμπαίκτες.

Όπως διάβασα σε ένα βιβλίο, ο καλός, ο έμπειρος παίκτης ξεχωρίζει από τον άπειρο, στη διαχείριση μιας βραδιάς με γκίνια. Ο πρώτος θα χάσει όσο το δυνατόν λιγότερα, ο δεύτερος, στη διαρκή προσπάθειά του να ρεφάρει, θα χάσει ένα μεγάλο ποσό.

Την τελευταία ημέρα του χρόνου δε θυμάμαι να τη γιορτάζαμε όπως τα τελευταία χρόνια, με αυτό το υπαίθριο πανηγύρι που αρχίζει από το μεσημέρι και τελειώνει αργά το βράδυ. Στην εποχή μου υπήρχαν τα ρεβεγιόν σε σπίτια, όπου κορίτσια και αγόρια πηγαίναμε με τα καλά μας ρούχα είτε για να χορέψουμε είτε για να παίξουμε την καθιερωμένη 21.

Φυσικά, τον καινούργιο χρόνο τον υποδεχόμασταν οικογενειακά, δε μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τις δε κοπέλες, η μητέρα τους, όταν έβγαιναν για το ρεβεγιόν, αντί για το καθιερωμένο «τι ώρα θα γυρίσεις;» τις συμβούλευαν ψιθυριστά στο αυτί «να μην αργήσεις, εγώ θα τ΄ ακούσω».

Την αλλαγή του χρόνου την ανήγγειλε η ΕΡΤ - δεν υπήρχαν άλλα κανάλια. Μετά το άνοιγμα της σαμπάνιας και την κοπή της βασιλόπιτας ακολουθούσε η βαρετή ανταλλαγή τηλεφωνικών ευχών με θείες, θείους, νονούς, ξαδέρφια κλπ. Το μαρτύριο τελείωνε κατά τη μια και μετά ελεύθεροι στα ρεβεγιόν.

Αυτή η πορεία ανακόπηκε στο χρόνο, όταν προέκυψε η οικογένεια με τις υποχρεώσεις της. Τα ρεβεγιόν ήταν πλέον με γονείς και συμπεθέρια, κουνιάδες και μπατζανάκηδες, παιδιά, ανίψια και δε συμμαζεύεται. Στο εντός έδρας, κατά τις 2 η ώρα, διακριτικά αποσυρόμουν για να ακούσω την άλλη μέρα από τη μάνα μου: «πάλι γάιδαρος ήσουν».

Κάπως έτσι πέρασαν δεκάδες πρωτοχρονιές, οι περισσότερες λαμπερές, με γλυκές αναμνήσεις, με καλούς φίλους. Δεν εύχομαι «καλή χρονιά, αίσιον και ευτυχές το 2024», γιατί και αύριο εδώ θα είμαι, στο liberal.gr.