Με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής στα ελληνικά πανεπιστήμια, ξεκίνησε και πάλι η συζήτηση για τις σχολές που προτιμούν ή όχι τα παιδιά. Πόσο χαμηλά έχουν πέσει τα φιλολογικά τμήματα, ποια είναι η μαθηματική σχολή με τέσσερις μόλις εισακτέους και τι θα γίνει με τις στρατιωτικές σχολές για τις οποίες το ενδιαφέρον έχει μειωθεί δραματικά.
Κοινό συμπέρασμα σε διαδίκτυο και ραδιόφωνα είναι πως τα παιδιά ευλόγως γυρίζουν την πλάτη στα πανεπιστημιακά τμήματα που δεν υπόσχονται εύκολη και αξιόλογη επαγγελματική αποκατάσταση. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται ένα διπλό λάθος που δεκαετίες τώρα υπονομεύει την παραγωγική ανάπτυξη της χώρας.
Πρώτον, αντί οι ενήλικες να ενθαρρύνουμε ένα παιδί να σπουδάσει ότι πραγματικά του αρέσει, του λέμε να επιλέξει αυτό που εμείς πιστεύουμε πως θα το εξασφαλίσει επαγγελματικά (που ανάθεμα δηλαδή και αν ξέρουμε τι μπορεί να είναι αυτό!).
Και δεύτερον, για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας η επαγγελματική αποκατάσταση εξακολουθεί να συνδέεται με διορισμό στο ελληνικό δημόσιο.
Οι δύο αυτές παραδοχές συμβάλλουν στο να αναπαράγουμε γενιές δυστυχισμένων πολιτών που όλα τους φταίνε, εργαζόμενους δίχως δημιουργικότητα και προοπτική που απλώς φυτοζωούν περιμένοντας τη σύνταξη (ή ένα θαύμα!).
Και είναι ευθύνη όλων μας το γεγονός πως για τις νέες γενιές, η «δουλειά» έχει αποκτήσει βασικά καταναγκαστικό χαρακτήρα και συνδέεται αποκλειστικά με χρήματα και με εργασιακά δικαιώματα. Τεράστιο λάθος!
Διότι, ο άνθρωπος που εργάζεται μόνο για την επιβίωση νομοτελειακά θα δυστυχήσει. Δεν γίνεται να περνάς τη μισή σου ημέρα για 40 χρόνια κάνοντας αυτό που δεν σου αρέσει - λες και σπας πέτρες σε αμερικάνικη φυλακή σαν του αδερφούς Ντάλτον.
Δεν εργαζόμαστε μόνο για τα χρήματα και δεν αγωνιζόμαστε μόνο για να μην μας πιει το αίμα το αφεντικό. Εργαζόμαστε και για να εξελιχθούμε ως προσωπικότητες, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας και οπωσδήποτε να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο που μας περιβάλλει, συνεισφέροντας κάθε μέρα ένα μικρό λιθαράκι δημιουργίας, ανθρωπιάς και καλοσύνης.
Και τότε είναι που γυρνάμε σπίτι υπερήφανοι και χαρούμενοι!
Και δεν απαιτούμε από πριν τα πάντα από τους πάντες, ως προϋπόθεση για να εμφανιστούμε στη δουλειά. Αλλά προσθέτουμε με ενθουσιασμό τη δική μας μοναδική αξία στο εργασιακό πλαίσιο που έχουμε επιλέξει, το οποίο στο τέλος θα έρθει να μας ανταμείψει. Και αν δεν το κάνει ο τωρινός μας εργοδότης, θα βρεθεί οπωσδήποτε άλλος που θα το κάνει. Νόμος. Δεν χάνεται ένας σπουδαίος εργαζόμενος.
Αλλά φυσικά ο νόμος αυτός δεν ισχύει στο σουρεάλ ελληνικό δημόσιο! Το οποίο, σαν άλλος Φάουστ, συνάπτει με κάθε του υπάλληλο την πιο κάτω άγραφη συμφωνία: «Εγώ θα σε πληρώνω κάτι λίγα έως την ημέρα που θα πεθάνεις και ιδιαίτερες απαιτήσεις δεν θα έχω. Συνεπώς, απαιτήσεις δεν δικαιούσαι να έχεις και εσύ! Θα κάνεις απλώς ότι εργάζεσαι, με τα ελάχιστα, μέσα σε βρωμερές αίθουσες και επάνω σε σκισμένες καρέκλες, δίχως να περιμένουμε κάτι αμφότεροι. Εγώ θα σου δίνω ότι μπορώ και εσύ θα συνεισφέρεις ότι θέλεις».
Ο διορισμός στο ελληνικό δημόσιο συνήθως περιλαμβάνει και ισόβιο συμβιβασμό με τη μιζέρια.
Η συζήτηση λοιπόν για το ποιες σχολές ελληνικών πανεπιστημίων προσφέρουν αξιόλογη επαγγελματική αποκατάσταση ή όχι, είναι μια τεράστια παγίδα για τους μαθητές και για το συλλογικό μας μέλλον. Στα παιδιά θα πρέπει μόνο να λέμε το εξής:
«Τι είναι αυτό που σου αρέσει παιδί μου; Σε μαγεύουν οι κινέζικες τσαγιέρες της δυναστείας των Μινγκ; Καταπληκτικό, τέλειο, αυτό να σπουδάσεις! Διότι, εφόσον σου αρέσουν τόσο πολύ θα γίνεις απίστευτα καλός. Και αν γίνεις ο κορυφαίος στις κινέζικες τσαγιέρες, θα έχεις πάντοτε τις καλύτερες προσφορές εργασίας από ολόκληρο τον κόσμο.
Αλλά πάνω απ’ όλα, θα περάσεις μια υπέροχη ζωή! Κάθε σου μέρα θα είναι γιορτή και θα το βρίσκεις δύσκολο να διαχωρίσεις την ώρα της δουλειάς από την ώρα της απόλαυσης. Ανεκτίμητο δεν είναι αυτό;».
* O Γιάννης Γιαννούδης είναι συνιδρυτής στο σχολείο Dorothy Snot & στη διαδικτυακή πλατφόρμα έμπνευσης thewhycommunity.com.