Έχασε την ευκαιρία να «λάμψει» στο διεθνές προσκήνιο ο Βίκτορ Όρμπαν υποδεχόμενος τους Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν στη Βουδαπέστη, όμως τα προβλήματά του είναι πολύ σοβαρότερα. Εδώ και 15 χρόνια, οι εκλογικές του νίκες ήταν προδιαγεγραμμένες - μαζί τους και η διολίσθηση στον αυταρχισμό και η διάβρωση του Κράτους Δικαίου στην Ουγγαρία. Οι οιωνοί είναι κάθε άλλο παρά ευνοϊκοί εν όψει των εκλογών του 2026. Η οικονομία πιέζει, η εκλογική του βάση μοιάζει να κουράστηκε και η αντιπολίτευση με μία νέα πολιτική φυσιογνωμία βγαίνει μπροστά στις δημοσκοπήσεις.
Λιγότερο από έξι μήνες πριν στηθούν οι κάλπες των βουλευτικών εκλογών, το αντιπολιτευόμενο Tisza υπό τον Πέτερ Μαγιάρ συγκεντρώνει περίπου 45% στην πρόθεση ψήφου έναντι 40% κυβερνώντος Fidesz. Παρότι τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων στην Ουγγαρία πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη, καθώς οι περισσότερες εταιρείες συνδέονται είτε με το κυβερνών κόμμα είτε με την αντιπολίτευση, η τάση είναι σαφής: για πρώτη φορά ο Βίκτορ Όρμπαν δεν θεωρείται φαβορί.
Το εκλογικό σύστημα, προσαρμοσμένο επί τούτου ώστε να ενισχύει το Fidesz, μπορεί να εξισορροπήσει τα ποσοστά στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ωστόσο η δυναμική δείχνει μετατόπιση. Μικρότερα κόμματα όπως η ακροδεξιά Our Homeland, η αριστερή-φιλελεύθερη Democratic Coalition και το Two-Tailed Dog Party, που είχε ξεκινήσει ως σατιρική πολιτική πρωτοβουλία, κινούνται κοντά στο όριο του 5% που απαιτείται για την είσοδο στο Κοινοβούλιο, γεγονός που τα καθιστά δυνητικά ρυθμιστές.
Η προεκλογική εκστρατεία ανεβάζει διαρκώς «ταχύτητα». Ο Πέτερ Μαγιάρ είχε πραγματοποιήσει ήδη από το καλοκαίρι την πρώτη εκτενή περιοδεία στη χώρα, ενώ ο Βίκτορ Όρμπαν επιταχύνει τη δική του εκστρατεία, επιδιώκοντας να επανασυσπειρώσει μια βάση που δείχνει ορατά σημάδια κόπωσης. Την περασμένη Πέμπτη έλαβαν χώρα οι πρώτες μεγάλες αντίπαλες συγκεντρώσεις στη Βουδαπέστη.
Η επιλογή των υποψηφίων του Tisza στις 106 μονοεδρικές περιφέρειες μέσω ανοιχτών προκριματικών εκλογών τον Νοέμβριο θα αποτελέσει τεστ οργανωτικής συνοχής. Μέχρι στιγμής, η δυναμική του κόμματος φαίνεται να οφείλεται κυρίως στη δημοτικότητα του ίδιου Μαγιάρ, πρώην στελέχους του Fidesz που αποχώρησε καταγγέλλοντας «διαφθορά και αυταρχισμό». Το φιλοδυτικής κατεύθυνσης κόμμα υπόσχεται να αναστρέψει χρόνια «εγκλωβισμού της Ουγγαρίας σε μια οικονομία στασιμότητας και σε ένα σύστημα όπου οι λίγοι ωφελούνται εις βάρος των πολλών».
Η πλατφόρμα του Tisza προβλέπει αυξήσεις στης δημόσιες δαπάνες για υγεία και παιδεία, φορολογικές ελαφρύνσεις για βασικά αγαθά και υψηλότερη φορολόγηση για τους πλούσιους, ανώτατο όριο θητείας του πρωθυπουργού στις δύο τετραετίες και μείωση των αποδοχών των βουλευτών. Οι λαϊκιστικές αποχρώσεις είναι εμφανείς κατά τους αναλυτές και αρκετές από τις προτάσεις αυτές παραμένουν ασαφείς ως προς την εφαρμογή τους. Στον πυρήνα του προγράμματος βρίσκεται η επαναπροσέγγιση με τη Δύση: αποκατάσταση σχέσεων με τις Βρυξέλλες, ξεμπλοκάρισμα των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ένταξη στο Γραφείο του Ευρωπαίου Εισαγγελέα (European Public Prosecutor’s Office). Εκφράζονται θέσεις γενικά πιο μετριοπαθείς -με εξαίρεση το ζήτημα της μετανάστευσης-, ενώ εκ μέρους στελεχών του κόμματος δεν αποκλείεται και η συμμετοχή της Ουγγαρίας στο ευρώ.
Στο καθοριστικό ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία, ο Πέτερ Μαγιάρ είναι υποστηρικτικός προς το Κίεβο, ωστόσο παρότι έχει χαρακτηρίσει τη Ρωσία «επιτιθέμενη» στον πόλεμο της Ουκρανίας, προτείνει σταδιακή απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια μέχρι το 2035 και δεν αποκλείει τη διατήρηση δίαυλων επικοινωνίας με τη Μόσχα.
Απέναντί του, το Fidesz επαναφέρει τη γνώριμη συνταγή. Σειρά φορολογικών ελαφρύνσεων και κοινωνικών παροχών -απαλλαγή φόρου εισοδήματος για μητέρες με δύο ή περισσότερα παιδιά, μείωση ασφαλιστικών εισφορών για εργοδότες, προγράμματα φθηνών δανείων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αύξηση του κατώτατου μισθού το 2026- συνθέτουν ένα εκλογικό «πακέτο» που, κατά την έγκριτη εταιρία ανάλυσης πολιτικού κινδύνου Teneo, αυξάνει τις πιθανότητες «σημαντικής δημοσιονομικής εκτροπής».
Παράλληλα, η προπαγανδιστική μηχανή του Όρμπαν ξαναπιάνει δουλειά. Η «υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας» και οι «εξωτερικοί εχθροί» -από τον Τζορτζ Σόρος και τις «ζημιογόνες πολιτικές των Βρυξελλών» έως τη μετανάστευση και την «ιδεολογία LGBT»- επανακάμπτουν στο προσκήνιο. Εν όψει της κάλπης του 2026 στοχοποιείται μια νέα «απειλή»: η Ουκρανία, την οποία ο Όρμπαν παρουσιάζει ως χώρα που σύρει την Ουγγαρία σε πόλεμο με τη Ρωσία και διαβρώνει την ευρωπαϊκή σταθερότητα. Ο Μαγιάρ, με τη σειρά του, εμφανίζεται από τα ελεγχόμενα κρατικά μέσα ως «μαριονέτα των Βρυξελλών» - αφήγηση που, όπως σημειώνει η Teneo, συμπίπτει εντυπωσιακά με ανακοινώσεις της ρωσικής υπηρεσίας πληροφοριών.
Ανάλυση της Κάθριν Μπάτλερ στις σελίδες του Guardian υπογραμμίζει ότι η Ουγγαρία, «το μόνο ουσιαστικά μονοκομματικό κράτος της ΕΕ», δείχνει για πρώτη φορά να ανακαλύπτει ξανά την πολιτική. Ο Μαγιάρ, σημειώνει, φυσικά «δεν είναι μεσσίας» - είναι «αποστάτης» του Fidesz, όμως αποτελεί τον πρώτο πραγματικό αντίπαλο του Όρμπαν εδώ και μία 15ετία. Ο πολιτικός αναλυτής Πέτερ Κρέκο του think-tank Political Capital μιλά στη βρετανική εφημερίδα για «ρωγμές στην απόλυτη αυτοπεποίθηση του καθεστώτος». Παράλληλα, η Ζουζάνα Σελένι, ακαδημαϊκός και πρώην βουλευτής, διαπιστώνει «κόπωση από τον ορμπανισμό» ακόμη και στην επαρχία - εκεί όπου παραδοσιακά το Fidesz κυριαρχούσε.
Η κατάσταση της οικονομίας ενισχύει την αίσθηση αδιεξόδου. Ο πληθωρισμός παραμένει από τους υψηλότερους στην Ευρώπη, η ανάπτυξη βαλτώνει και η Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να διατηρήσει υψηλά επιτόκια για να συγκρατήσει το φιορίνι. Όπως σημειώνει το Reuters, το χάσμα μεταξύ της καθημερινότητας των πολιτών και του κυβερνητικού αφηγήματος μεγαλώνει: «Όσο ο Όρμπαν μιλά για παγκόσμιες συνωμοσίες, οι πολίτες συζητούν για τιμές τροφίμων, νοσοκομεία και διαφθορά».
Παρά τα σημάδια φθοράς, ο Όρμπαν παραμένει σαφώς υπολογίσιμος. Έχει κερδίσει τέσσερις συνεχόμενες εκλογές με ευρεία πλειοψηφία, ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης και τους θεσμούς, ενώ δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του κράτους για εκλογικό όφελος. Όπως υπενθυμίζει το Carnegie Europe, «η Ουγγαρία λειτουργεί ως εργαστήριο του σύγχρονου αυταρχικού λαϊκισμού - και οι μηχανισμοί επιβίωσής του παραμένουν εντυπωσιακά ανθεκτικοί».
Από την άλλη, για πρώτη φορά οι αντοχές του συστήματος Όρμπαν δοκιμάζονται σοβαρά. Είτε οδηγήσει σε αλλαγή εξουσίας είτε απλώς σε βαθιά ρωγμή, η επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα είναι κάτι παραπάνω από μια εσωτερική υπόθεση. Η Ουγγαρία, που για χρόνια υπήρξε εργαστήριο του ευρωπαϊκού λαϊκισμού, μπορεί να αποδειχθεί τώρα και το πρώτο του πεδίο φθοράς. Το αν θα είναι και το τέλος του ορμπανισμού, παραμένει ανοιχτό, όμως αν δε δύει, σίγουρα ξεθωριάζει το... «άστρο» του Βίκτορ Όρμπαν.
