Η ελληνική εκπαίδευση εκπέμπει SOS
Shutterstock
Shutterstock

Η ελληνική εκπαίδευση εκπέμπει SOS

Το Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών (PISA) είναι μια παγκόσμια μελέτη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) που αποσκοπεί στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων μέσω της μέτρησης των επιδόσεων των 15χρονων μαθητών στα μαθηματικά, στις φυσικές επιστήμες και στην ανάγνωση και διεξάγεται κάθε τρία έτη.

Οι αξιολογήσεις της PISA περιλαμβάνουν ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, αλλά και ερωτήσεις που απαιτούν ανάλυση και εφαρμογή γνώσεων σε πρακτικά προβλήματα, προκειμένου να αξιολογήσουν την ικανότητα των μαθητών να εφαρμόζουν τις γνώσεις τους σε πραγματικές καταστάσεις.

Οι πρόσφατες τάσεις έχουν δείξει σημαντική πτώση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών σε αυτές τις αξιολογήσεις, προκαλώντας ανησυχίες για την κατάσταση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ. 

Τα παρακάτω διαγράμματα (Διαγράμματα 1 έως και 3) δείχνουν τις επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στα τεστ PISA σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ από το 2006 ενσωματώνοντας και τα νέα στοιχεία (2023) που δημοσιεύθηκαν. 

Διάγραμμα 1. Βαθμολογία PISA στην ανάγνωση 

Πηγή στοιχείων: Πετράκης Π.Ε, Καυκά Η.Κ. (2024) Αποτίμηση και Διεθνής Συγκριτική Ανάλυση των Επιδόσεων της Ελληνικής Οικονομίας και Κοινωνίας και Προβλεπτική Εξέλιξη των Βασικών Κοινωνικοοικονομικών Δεικτών  2000 - 2035 (forthcoming) και επεξεργασία στοιχείων OECD (2023, available at: https://www.oecd.org/pisa/).

Διάγραμμα 2. Βαθμολογία PISA στα μαθηματικά 

Πηγή στοιχείων: Πετράκης Π.Ε, Καυκά Η.Κ. (2024) Αποτίμηση και Διεθνής Συγκριτική Ανάλυση των Επιδόσεων της Ελληνικής Οικονομίας και Κοινωνίας και Προβλεπτική Εξέλιξη των Βασικών Κοινωνικοοικονομικών Δεικτών  2000 - 2035 (forthcoming) και επεξεργασία στοιχείων OECD (2023, available at: https://www.oecd.org/pisa/). 

Διάγραμμα 3. Βαθμολογία PISA στις φυσικές επιστήμες 

Πηγή στοιχείων: Πετράκης Π.Ε, Καυκά Η.Κ. (2024) Αποτίμηση και Διεθνής Συγκριτική Ανάλυση των Επιδόσεων της Ελληνικής Οικονομίας και Κοινωνίας και Προβλεπτική Εξέλιξη των Βασικών Κοινωνικοοικονομικών Δεικτών  2000 - 2035 (forthcoming) και επεξεργασία στοιχείων OECD (2023, available at: https://www.oecd.org/pisa/). 

Από την παρατήρηση των διαγραμμάτων αυτών φαίνεται η διαχρονική (από την έρευνα του ΟΟΣΑ το 2006 έως και την τελευταία έρευνα με στοιχεία του 2022) και ιδιαίτερα σημαντική πτωτική πορεία της Ελλάδας και στα τρία εξεταζόμενα θέματα (ανάγνωση, τα μαθηματικά́ και η φυσική επιστήμη) συγκριτικά με το μ.ο. των χωρών του ΟΟΣΑ.

Με άλλα λόγια, φαίνεται ότι διαχρονικά οι Έλληνες μαθητές υπολείπονται του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ στην ανάγνωση, στα μαθηματικά́ αλλά και στις φυσικές επιστήμες και μάλιστα η θέση τους επιδεινώνεται κατά πολύ στο πέρασμα των ετών. 

Συγκρίνοντας τις μεταβολές που παρατηρούνται στην Ελλάδα και στο μ.ο. των χωρών του ΟΟΣΑ μεταξύ των ετών 2018 και 2022 συμπεραίνουμε ότι η μεγαλύτερη μείωση σε επίπεδο σκορ στη χώρα παρατηρείται στα μαθηματικά (-21 μονάδες) ενώ ακολουθεί η επίδοση στην ανάγνωση (-19 μονάδες) και στις φυσικές επιστήμες (-11 μονάδες). Αντίστοιχη μείωση του σκορ παρατηρείται και στο μ.ο. των χωρών του ΟΟΣΑ (μαθηματικά -15 μονάδες, ανάγνωση -10 μονάδες και φυσικές επιστήμες -2 μονάδες).

Από τη μελέτη της PISA επίσης προκύπτουν μια σειρά από ενδιαφέροντα συμπεράσματα για την Ελλάδα.

Η PISA υπολογίζει ένα δείκτη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής κατάστασης ο οποίος έχει σχεδιαστεί για να τοποθετεί όλους τους μαθητές σε μια κοινή κοινωνικοοικονομική κλίμακα, επιτρέποντας συγκρίσεις μεταξύ χωρών. Το 29% των Ελλήνων μαθητών βρισκόταν στο ανώτερο διεθνές πεμπτημόριο αυτής της κοινωνικοοικονομικής κλίμακας, κατατάσσοντάς τους μεταξύ των πιο ευνοημένων συμμετεχόντων παγκοσμίως.

Ωστόσο, αυτοί οι προνομιούχοι Έλληνες μαθητές σημείωσαν χαμηλότερη βαθμολογία από τους αντίστοιχους μαθητές σε χώρες όπως η Εσθονία και η Ιαπωνία. 

Όσον αφορά στο εσωτερικό της Ελλάδας, οι μαθητές χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες με βάση την κοινωνικοοικονομική κατάσταση, κάθε ομάδα περιλαμβάνει το 25% του 15χρονου μαθητικού πληθυσμού. Η πιο ευνοημένη κοινωνικοοικονομικά ομάδα (ανώτερο 25%) υπερέβη την πιο μειονεκτική ομάδα (κατώτερο 25%) κατά 76 μονάδες στα μαθηματικά, διαφορά μικρότερη από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ όπου η διαφορά ήταν στις 93 μονάδες.

Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι από το 2012 έως το 2022, το χάσμα επιδόσεων στα μαθηματικά μεταξύ των μαθητών με τα περισσότερα και τα λιγότερα κοινωνικοοικονομικά πλεονεκτήματα στην Ελλάδα μειώθηκε, ενώ το μέσο χάσμα στις χώρες του ΟΟΣΑ παρέμεινε σταθερό.

Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι το 12% των κοινωνικοοικονομικά μειονεκτούντων μαθητών στην Ελλάδα κατάφερε να σημειώσει βαθμολογία στο ανώτερο τέταρτο των επιδόσεων στα μαθηματικά (μέσος όρος ΟΟΣΑ 10%). Συμπερασματικά στην Ελλάδα, οι οικονομικοκοινωνικά υστερούντες κατορθώνουν να κλείνουν το χάσμα με τους πλέον ευνοημένους (όσον αφορά την επίδοση στα μαθηματικά).

Ένας από τους πρωταρχικούς παράγοντες που μπορεί να έχει συμβάλλει στην πτώση των βαθμολογιών του PISA είναι το ίδιο το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το πρόγραμμα σπουδών μπορεί να μην ευθυγραμμίζεται καλά με τις δεξιότητες και τους τομείς γνώσεων που αξιολογούνται από τον PISA. Υπάρχει η πιθανότητα η ελληνική εκπαίδευση να επικεντρώνεται περισσότερο στην απομνημόνευση και την αποστήθιση παρά στην κριτική σκέψη και τις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, οι οποίες είναι ζωτικής σημασίας στις αξιολογήσεις του PISA.

Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε εκτεταμένες επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της εκπαίδευσης. Οι περικοπές του προϋπολογισμού και οι μειωμένες δαπάνες για την εκπαίδευση μπορεί να οδήγησαν σε μεγαλύτερα μεγέθη τάξεων, λιγότερους πόρους για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς και λιγότερη υποστήριξη για τα εκπαιδευτικά προγράμματα.

Αυτή η οικονομική πίεση μπορεί να επηρέασε μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την ποιότητα της εκπαίδευσης και, κατά συνέπεια, τις επιδόσεις των μαθητών στις διεθνείς αξιολογήσεις.

Η ποιότητα της διδασκαλίας αποτελεί κρίσιμη συνιστώσα της επιτυχίας των μαθητών. Στην Ελλάδα, ενδέχεται να υπάρχουν προκλήσεις που σχετίζονται με την κατάρτιση και την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Η συνεχής παρακολούθηση των σύγχρονων διδακτικών μεθοδολογιών και η ενσωμάτωσή τους στην τάξη είναι απαραίτητη για τη δέσμευση και την κατανόηση των μαθητών, γεγονός που επηρεάζει άμεσα τις επιδόσεις τους σε αξιολογήσεις όπως η PISA.

Τα στοιχεία της PISA 2022 αποκαλύπτουν ότι στα εκπαιδευτικά συστήματα όπου οι ακαδημαϊκές επιδόσεις παρέμειναν υψηλές και η αίσθηση του ανήκειν των μαθητών βελτιώθηκε, οι μαθητές έτειναν να αντιλαμβάνονται το σχολικό τους περιβάλλον ως ασφαλέστερο και ήταν λιγότερο επιρρεπείς στον εκφοβισμό και σε άλλους κινδύνους.

Στην Ελλάδα, ωστόσο, οι ανησυχίες για την ασφάλεια εξακολουθούν να υφίστανται, ενώ αναφέρθηκαν επίσης περιστατικά εκφοβισμού (bullying), με το 19% των κοριτσιών και το 28% των αγοριών να το βιώνουν τουλάχιστον αρκετές φορές το μήνα (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 20% των κοριτσιών και 21% των αγοριών). Επιπλέον, το 2022, το 75% των μαθητών στην Ελλάδα ανέφεραν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα στο να κάνουν φίλους στο σχολείο.

Επιπλέον, η ικανοποίηση από τη ζωή των Ελλήνων μαθητών μειώθηκε, με το 19% να εκφράζει δυσαρέσκεια το 2022 σε σύγκριση με το 15% το 2018. Αυτό αντανακλά μια ευρύτερη τάση του ΟΟΣΑ, όπου το ποσοστό των μαθητών που είναι δυσαρεστημένοι από τη ζωή αυξήθηκε από 11% το 2015 σε 16% το 2018 και περαιτέρω σε 18% το 2022.

Οι κοινωνικές στάσεις απέναντι στην εκπαίδευση και οι πολιτισμικοί παράγοντες μπορούν επίσης να παίζουν σημαντικό ρόλο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να δίνεται λιγότερη έμφαση στη σημασία της εκπαίδευσης ή οι μαθητές μπορεί να αντιμετωπίζουν πιέσεις και περισπασμούς εκτός σχολείου που επηρεάζουν τη μάθησή τους.

Επιπλέον, ζητήματα όπως τα γλωσσικά εμπόδια που προκύπτουν για μαθητές που είναι μετανάστες μπορούν επίσης να συμβάλουν σε χαμηλότερες επιδόσεις. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των μεταναστών μαθητών αυξήθηκε στο 13% το 2022 από το 11% το 2012.

Οι μετανάστες μαθητές στην Ελλάδα εμφανίζουν γενικά ένα πιο αδικημένο κοινωνικοοικονομικό προφίλ σε σύγκριση με τους μη-μετανάστες μαθητές, με το 60% να αντιμετωπίζει κοινωνικοοικονομική δυσμένεια. Στα μαθηματικά και την ανάγνωση, οι μη-μετανάστες μαθητές υπερτερούν των μεταναστών κατά 40 και 46 βαθμούς αντίστοιχα, με σημαντικές διαφορές να διατηρούνται ακόμη και μετά την προσαρμογή για κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες (13 και 17 βαθμοί αντίστοιχα).

Επιπρόσθετα, στην Ελλάδα, αγόρια και κορίτσια παρουσίασαν συγκρίσιμες μέσες επιδόσεις στα μαθηματικά, ενώ τα κορίτσια ξεπέρασαν τα αγόρια κατά 25 μονάδες στην ανάγνωση.

Επιπλέον, το ποσοστό των χαμηλών επιδόσεων ήταν παρόμοιο μεταξύ αγοριών (46%) και κοριτσιών (48%) στα μαθηματικά. Ωστόσο, μεγαλύτερο ποσοστό αγοριών (44%) σε σύγκριση με τα κορίτσια (32%) σημείωσε βαθμολογία κάτω από το επίπεδο 2 στην ανάγνωση. 

Η αντιμετώπιση της πτώσης των επιδόσεων της PISA απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση. Αυτή περιλαμβάνει την αναθεώρηση του προγράμματος σπουδών ώστε να εστιάζει περισσότερο στην κριτική σκέψη και στις δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, την αύξηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση, τη βελτίωση των προγραμμάτων κατάρτισης των εκπαιδευτικών και την αντιμετώπιση ευρύτερων κοινωνικών και πολιτισμικών ζητημάτων που επηρεάζουν την εκπαίδευση.

Οι συνέργειες μεταξύ εκπαιδευτικών, φορέων χάραξης πολιτικής και κοινοτήτων είναι απαραίτητες για τη δημιουργία ενός πιο ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος που μπορεί να βελτιώσει τη θέση της Ελλάδας στις μελλοντικές αξιολογήσεις PISA.

Αυτή η πτώση των επιδόσεων για τους Έλληνες μαθητές αποτελεί ένα κάλεσμα αφύπνισης για το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας. Το ζήτημα είναι ουσιαστικό και είναι μια ένδειξη για βαθύτερα δομικά ζητήματα, όπως οι ανεπαρκείς επενδύσεις στην εκπαίδευση, η ανάγκη για πιο σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, η ενίσχυση της επαγγελματικής ανάπτυξης των καθηγητών και η ενσωμάτωση των μεταναστών μαθητών.

Επίσης, απαιτείται μια πιο ολιστική προσέγγιση που να ενθαρρύνει την ισότητα μεταξύ των φύλων και την κοινωνική συνοχή μέσα στο σχολικό περιβάλλον. Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων δεν είναι μόνο ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση των επιδόσεων στις διεθνείς αξιολογήσεις, αλλά και για τη διασφάλιση μιας πιο ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής εκπαιδευτικής εμπειρίας για όλους τους μαθητές στην Ελλάδα οι οποίοι θα αποτελέσουν την επόμενη γενιά πολιτών, επαγγελματιών και ηγετών της χώρας. Η εκπαίδευσή τους δεν είναι απλώς μια διαδικασία, αλλά μια επένδυση για το μέλλον της χώρας.

* Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ο Ομ. Καθηγητής στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

* Η Κυριακή Η. Καυκά είναι Επισκέπτρια Καθηγήτρια στη βαθμίδα του Επικ. Καθηγητή, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών