Για το πανεπιστήμιο του μέλλοντος

Για το πανεπιστήμιο του μέλλοντος

Ο παγκόσμιος κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός αμφισβητεί τα παραδοσιακά πανεπιστημιακά μοντέλα. Παράγοντες που δημιουργούν πιέσεις στο πανεπιστημιακό μοντέλο είναι η τεχνολογική μεταβολή (4η Βιομηχανική Επανάσταση και επανάσταση τεχνητής νοημοσύνης), οι οικονομικές κρίσεις (Μεγάλη Ύφεση, πανδημία Covid-19), η χρήση εξ αποστάσεως μεθόδων εκπαίδευσης και εργασίας, το οικονομικό κόστος της φοιτητικής ζωής.

Οι κυβερνήσεις, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα, οι εργοδότες και οι εκπαιδευόμενοι αναζητούν νέα μοντέλα φοίτησης που είναι προσανατολισμένα στις ανάγκες των φοιτητών και της αγοράς εργασίας.

Έτσι, το τρέχον ασταθές, αβέβαιο, περίπλοκο και διφορούμενο τοπίο δημιουργεί μια σειρά από σενάρια για το μέλλον των πανεπιστημίων. Ανεξάρτητα από το επικρατούν σενάριο, είναι πιθανό ο ακαδημαϊκός κόσμος να υποστεί μια δυναμική μεταβολή στο εγγύς μέλλον. Το ερώτημα είναι εάν και πώς προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό.

Το δυτικό πανεπιστήμιο έχει επιδείξει προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες και έχει συντελέσει καθοριστικό ρόλο, ιδίως, στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν τέσσερεις διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις για την πιθανή εξέλιξη της έννοιας του πανεπιστημίου: η παραδοσιακή με τη διατήρηση του υπάρχοντος status quo, η διοικητική, η αντίληψη του επανασχεδιασμού και η αντίληψη της απομείωσης της χρησιμότητάς του.

Η προέλευση του δυτικού πανεπιστημίου εντοπίζεται στα σχολεία των μοναστηριών και των καθεδρικών ναών των μεσαιωνικών χρόνων. Σταθμός θεωρείται η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Βερολίνου το 1810 όπου κυριαρχεί η θεμελιώδης άποψη ότι το πανεπιστήμιο είναι ανεξάρτητο από το κράτος και η κρατική παρέμβαση είναι περιορισμένη. Η άποψη αυτή εξακολουθεί να είναι ισχυρή και σήμερα.

Η διοικητική φιλελεύθερη άποψη που άρχισε να διαμορφώνεται περί τη δεκαετία του 1990 ήλθε ως απάντηση στην ανάγκη για τη βελτίωση της κοινωνικής αποτελεσματικότητας του πανεπιστημίου. Καθώς λοιπόν οι κυβερνήσεις, στα τέλη του 20ου αιώνα, προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν τη διαχείριση σε όλους τους οργανισμούς του δημόσιου τομέα, ο σκοπός, η δομή και οι λειτουργίες του πανεπιστημίου δοκιμάστηκαν, δημιουργώντας μια πανεπιστημιακή δομή αναδιοργανωμένη βάσει μιας φιλελεύθερης κατεύθυνσης. Ως αποτέλεσμα, το πανεπιστήμιο στον 21ο αιώνα βρισκόταν κοντά στις ανάγκες της αγοράς και μακριά από τον συγκεντρωτισμό του κρατισμού.

Η διοικητική φιλελεύθερη αντίληψη εφαρμόστηκε στα πανεπιστήμια από τις διοικητικές αρχές, μια νέα ομάδα προσωπικού που άρχισε να αναδύεται τη δεκαετία του 1970. Οι διοικητικές αρχές προσπαθούσαν να προσδώσουν επαγγελματικό χαρακτήρα στη δουλειά τους και κατέλαβαν ρόλους διαφορετικούς από εκείνους των λοιπών ακαδημαϊκών. Αυτή η περίοδος επίσης ανέδειξε την εμφάνιση των ακαδημαϊκών managers. Πρόκειται ακαδημαϊκούς που πέρασαν από τη διδασκαλία και την έρευνα σε ρόλους διαχείρισης και ηγεσίας.

Μαζί, οι διοικητικές αρχές και οι ακαδημαϊκοί managers κυριάρχησαν στις εσωτερικές αποφάσεις και τη χάραξη πολιτικής σχετικά με τη δομή, τις διαδικασίες, τη διαχείριση και τις εργασιακές πρακτικές του πανεπιστημίου που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της κοινωνικής νομιμότητάς του, όπως ορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ ακαδημαϊκών και διαχειριστών.

Η ενέργεια αυτή συνοδεύτηκε από μια σχετικά έντονη αντίδραση ενάντια στη διοικητική οργάνωση υπό το επιχείρημα ότι το πανεπιστήμιο και μια επιχείρηση δεν είναι ίδιας μορφής οργανισμοί ώστε να εφαρμόζονται πιστά οι διοικητικές αρχές καθώς επέρχεται απώλεια της συλλογικότητας και προκύπτουν ευκαιρίες ανάπτυξης «πελατειακών» σχέσεων με το φοιτητικό σώμα.

Σε κάθε περίπτωση πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι, ιστορικά, ο καθορισμός του σκοπού του πανεπιστημίου βρισκόταν στις κυβερνήσεις με τον πανεπιστημιακό θεσμό να γίνεται αντιληπτός ως δημόσιος οργανισμός, όπου η διατήρηση της ύπαρξής του εξαρτάται από την ικανοποίηση των κυβερνητικών απαιτήσεων η οποία συνεχίζει να επιβάλλει τις απόψεις της.

Η διοικητική φιλελεύθερη αντίληψη για το μέλλον του πανεπιστημίου εξακολουθεί να προβλέπει τη στενή σύνδεσή του με τους εθνικούς στόχους μολονότι η δομή και οι λειτουργίες του πανεπιστημίου προσιδιάζουν σε επιχειρηματικούς οργανισμούς, με τη νομιμότητα να παρέχεται από την κυβέρνηση. Έτσι, το πανεπιστήμιο πρέπει να είναι αποτελεσματικό και αποδοτικό σε αυτό που κάνει και αυτό είναι μετρήσιμο αλλά και ελέγξιμο.

Η αντίληψη του επανασχεδιασμού του πανεπιστημίου εμφανίστηκε τη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα αναδεικνύοντας ως βασικό πρόβλημα το οικοσύστημα στο οποίο είναι πλέον ενσωματωμένα τα πανεπιστήμια. Έτσι, αν θέλουμε να φανταστούμε νέες κοινωνίες γνώσης, πρέπει να τις δημιουργήσουμε σε ένα νέο οικοσύστημα, που διέπεται από τα ίδια κίνητρα, ανταμοιβές και κυρώσεις του πανεπιστημίου και είναι προσανατολισμένο στην απόδοση. Πρέπει δηλαδή να επεκταθεί ο χώρος της δημιουργίας γνώσης και της καινοτομίας πέρα από τα όρια των πανεπιστημίων και να διερευνήσουμε νέους τρόπους οργάνωσης.

Όσοι ενστερνίζονται την ανωτέρω αντίληψη επιδιώκουν να καθιερώσουν νέες μορφές εντός του ιδρύματος, πέρα από την εμβέλεια της διοικητικής αντίληψης. Οι νέες μορφές για τα πανεπιστήμια επιδιώκουν να επαναφέρουν το δικαίωμα ορισμού της βάσης της κοινωνικής τους νομιμότητας, εξακολουθώντας να είναι ενσωματωμένα στην ισχύουσα νομοθεσία και με την κρατική σχέση να παραμένει χωρίς όμως να είναι τόσο ισχυρή ή τόσο επεμβατική όσο η άμεση σχέση κυβέρνησης-πανεπιστημίου.

Σε αυτή την κατεύθυνση ήταν τα πρώτα μαζικά ανοιχτά διαδικτυακά μαθήματα (Massive Open Online Courses) που σχετίζονται με την ιδέα διαμόρφωσης ενός μέλλοντος χωρίς την ύπαρξη του παραδοσιακού πανεπιστημίου. Αυτή η ιδέα αμφισβητεί την αξία του πανεπιστημίου στην παρούσα μορφή του. Κάτι τέτοιο ενισχύεται και από το γεγονός ότι στις μέρες μας η εμπιστοσύνη στους δημόσιους θεσμούς δέχεται πλήγματα, η πρόσβαση στη γνώση είναι ανοιχτή σε όλους μέσω του διαδικτύου, παρατηρείται άνοδος του ατομικισμού και φθίνουσα κοινωνική πίστη στο δημόσιο καλό ενώ και τα κόστη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι αυξανόμενα.

Να σημειωθεί ότι οι νέες μορφές μάθησης, έρευνας, παραγωγής της γνώσης και πρόσβασης είναι δωρεάν ή με χαμηλό κόστος για τους φοιτητές. Η εξατομίκευση των μαθησιακών εμπειριών και αναγκών και η «έγκαιρη» παράδοση γίνονται όλο και πιο κοινά χαρακτηριστικά που ζητούνται από τους φοιτητές καθώς οι βασικές επιλογές μάθησης παρέχονται στο διαδίκτυο ή εκτός του πανεπιστημίου.

Στην Ελλάδα πάντως έχουμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα ορισμένες προκλήσεις:

(i) Να διασφαλιστεί η ελευθερία της διδασκαλίας και της έρευνας στα ΑΕΙ.

(ii) Να λυθεί το ζήτημα με το κρατικό μονοπώλιο της ιδιοκτησίας στην παροχή υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

(iii) Να αυξηθούν οι προσφερόμενες θέσεις στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε πολυγλωσσική βάση χωρίς απαραιτήτως να διευρυνθούν οι δημόσιες δαπάνες.

(iv) Να διασφαλιστεί η ισότιμη ανταγωνιστική σχέση στην προσφορά υπηρεσιών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό θα πρέπει να αφορά την προσφορά των γνώσεων αλλά και τα παραδιδόμενα εκπαιδευτικά προσόντα.

(v) Να διακοπεί η αλληλεξάρτηση εκπαιδευτικών προσόντων και επαγγελματικών προσόντων. Τα τελευταία θα πρέπει να διοικούνται αποκλειστικά από τις επαγγελματικές ενώσεις σε συνεργασίας με την πολιτεία όπου είναι απαραίτητο.

(vi) Να εξασφαλιστεί η διασύνδεση της εκπαίδευσης και της έρευνας με την παραγωγή χωρίς να διακόπτεται η ελευθερία της βασικής έρευνας και να εξασφαλιστεί η διάχυση των ερευνητικών αποτελεσμάτων στην κοινωνία.

 

*Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Ομ. Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών