Πώς διαμορφώνονται οι αποτιμήσεις των τραπεζών με βάση την κερδοφορία του 2022

Πώς διαμορφώνονται οι αποτιμήσεις των τραπεζών με βάση την κερδοφορία του 2022

Ένα από τα βασικά ζητούμενα που φαίνεται σταδιακά να ικανοποιείται είναι η προβλεπτική ικανότητα της Αγοράς στα κέρδη των τραπεζών. Ο βαθμός των επισφαλειών έχει μειωθεί σημαντικά, το οργανικό κόστος είναι ελεγχόμενο και οι προβλέψεις πλέον δεν δημιουργούν έντονες διακυμάνσεις στους ισολογισμούς.

Σε μια επιχείρηση που έχει σταματήσει να χάνει χρήματα και τα κέρδη παρουσιάζουν μια αυξητική δυναμική η αποτίμηση οφείλει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, ειδικά όταν υπολείπεται σημαντικά της ενσώματης καθαρής αξίας.

Στις ανακοινώσεις των κερδών του α’ τριμήνου δόθηκαν πιο σαφείς κατευθύνσεις από τις διοικήσεις των τραπεζών που περιλάμβαναν το σύνολο των παραμέτρων της κερδοφορίας δίνοντας μια αίσθηση αυστηρότερου ελέγχου του τελικού αποτελέσματος. Βασικοί φορείς της αύξησης των τραπεζικών εσόδων είναι η παραδοσιακή μορφή των τραπεζικών εργασιών και δη οι χορηγήσεις.

Η προσδοκώμενη αύξηση σε καθαρές ροές του βιβλίου δανείων προσεγγίζει τα 10 δισ. ευρώ για φέτος. Με μέσο επιτοκιακό περιθώριο 1,53% στο α’ τρίμηνο οι τράπεζες θα πρέπει να αναμένουν περί τα 130 εκατ. ευρώ επιπλέον εισόδημα σε τόκους από τα νέα δάνεια συν άλλα 300 εκατ. ευρώ από την αύξηση των επιτοκίων το οποίο αναλογεί για το δεύτερο μισό της χρήσης.

Στον αντίποδα θα πρέπει να αναμένουμε σημαντική συρρίκνωση των πιστωτικών απομειώσεων οι οποίες κινούνται πλέον στην περιοχή του 0,56% –0,66% επί των καθαρών δανείων και είναι οι χαμηλότερες από το 2011. Αυτό σημαίνει ότι για το σύνολο της χρονιάς οι απομειώσεις θα βρεθούν στο χαμηλότερο σημείο από το 2010 οριακά υψηλότερες από το 1 δισ. ευρώ.

Με αυτές τις παραδοχές το σύνολο των συστημικών τραπεζών οδεύει σε επαναλαμβανόμενα καθαρά κέρδη 1,8 δισ. ευρώ το οποίο αντιστοιχεί σε απόδοση 8% επί της ενσώματης καθαρής θέσης. Επιμέρους υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις οι οποίες οφείλονται στον βαθμό προόδου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά και της απόδοσης που παρατηρείται στις γραμμές των εσόδων.

Σε όρους Τιμής προς Κέρδη οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται σε φθηνές αποτιμήσεις μεταξύ 4 και 7 φορών. Ο λόγος αυτής της έκπτωσης έχει να κάνει με την έμπρακτη αξιοπιστία των αριθμών. Όταν άρχισε να εμπεδώνεται ότι οι απώλειες κεφαλαίου τερματίστηκαν η ψαλίδα με την ενσώματη καθαρή θέση άρχισε να μειώνεται και να κλείνει η απόσταση από τις άλλες Ευρωπαϊκές τράπεζες.

Τώρα απομένει η επιβεβαίωση του ότι μπήκαμε στην εποχή όπου η απόδοση των κεφαλαίων έχει νόημα για τον μέτοχο. Λογικά όταν θα καλυφθούν τα ¾ της χρονιάς και διαχειριστικά θα έχουν μείνει λίγα πράγματα στην τύχη τους οι τράπεζες θα επιχειρήσουν το επόμενο βήμα κάλυψης της απόστασης με τις ώριμες Ευρωπαϊκές τραπεζικές αποτιμήσεις.

Πού βρίσκονται τα ΡΕ και τα Ρ/ΒV των Ελληνικών Τραπεζών