Ποιος θα βγάλει τα αγκάθια των κόκκινων δανείων και του αναβαλλόμενου φόρου από τις τράπεζες;

Ποιος θα βγάλει τα αγκάθια των κόκκινων δανείων και του αναβαλλόμενου φόρου από τις τράπεζες;

Tην ίδια ώρα που ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου προβλέποντας ότι οι τράπεζες θα δεχθούν ισχυρό κεφαλαιακό πλήγμα γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επιτακτική τη δημιουργία της «κακής τράπεζας», η Κυβέρνηση δια του αρμόδιου υφυπουργού Γ. Ζαββού φαίνεται να απομακρύνεται από τη λύση αυτή η οποία σύμφωνα με την ΤτΕ, θα μπορούσε να εξισορροπήσει την κατάσταση.

Το ισχυρό «ατού» για τη δημιουργία μιας κακής τράπεζας, (ή Εταιρεία Διαχείρισης Ενεργητικού) επί το ορθότερο, εκτός από το προφανές που αφορά την δραστική μείωση των κόκκινων δανείων, είναι η αντιμετώπιση του αναβαλλόμενου φόρου, o οποίος θεωρείται από τις αγορές ως «κεφάλαιο χαμηλής ποιότητας». Τόσο η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο επικεφαλής του Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (SSM) Αντρέα Ενρία, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαβλέποντας την αύξηση των κόκκινων δανείων λόγω πανδημίας, συστήνουν την δημιουργία εθνικών Bad Banks, που σε συνδυασμό με το πρόγραμμα «Ηρακλής» θα μπορούσαν να απορροφήσουν τα πρόσθετα κόκκινα δάνεια τα οποία δημιουργεί η πανδημική κρίση.

Σήμερα ο αναβαλλόμενος φόρος αντιπροσωπεύει πάνω από το μισό των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, γεγονός που τις επηρεάζει αρνητικά.

Όμως στο οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης και πιο συγκεκριμένα ο αρμόδιος υφυπουργός Γ. Ζαββός, φαίνεται ότι σχεδιάζει εναλλακτικά εργαλεία τα οποία όπως υποστηρίζεται αρμοδίω,  θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογίας χωρίς την μεσολάβηση μίας εταιρείας διαχείρισης ενεργητικού. 

Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά, καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος το επόμενο έτος, χωρίς να ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε επιπτώσεις από την πανδημία, η συμμετοχή του αναβαλλόμενου φόρου (DTC στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών θα προσεγγίσει το 75% από 54,5% (περίπου 15 δισ. ευρώ) που είναι σήμερα, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών και θέτει σε συναγερμό τις εποπτικές αρχές της ΕΚΤ. Και όλα αυτά σε μια χρονιά που οι προσδοκίες της αγοράς και το συμφέρον της ελληνικής οικονομίας είναι να δοθεί οριστική λύση στο μεγάλο πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών.

Η δραματική αυτή επιδείνωση του ποσοστού της συμμετοχής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στο ύψος των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, προκύπτει εξαιτίας της διαδικασίας του μετασχηματισμού (hive down) που έχουν δρομολογηθεί (Alpha, Πειραιώς, Eurobank) προκειμένου να διευκολυνθούν στις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων.

Η Τράπεζα της Ελλάδος και ο Γ. Στουρνάρας έχουν προειδοποιήσει ότι η αποτύπωση των νέων κόκκινων δανείων 7 έως 10 δισ. ευρώ, που θα προκύψουν από τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, σε συνδυασμό με τη διενέργεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) που θα διεξαχθεί την άνοιξη του 2021, αλλά και τυχόν πρόσθετες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις λόγω της σταδιακής εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 και της εφαρμογής του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας (prudential backstop), θα λειτουργήσουν επιβαρυντικά ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια, ενώ ταυτόχρονα λόγω αρνητικής ή χαμηλής κερδοφορίας δεν διαφαίνεται πιθανή η δυνατότητα δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου.

Στην πρόταση που έχει καταθέσει στην Κυβέρνηση και στις τράπεζες ο διοικητής της ΤτΕ για τη δημιουργία της λεγόμενης «κακής τράπεζας» η οποία θα μπορούσε να απορροφήσει συνολικά 40 δισ. ευρώ, περιγράφεται αναλυτικά ο μηχανισμός με τον οποίο περιορίζεται σταδιακά και ο αναβαλλόμενος φόρος στο μετοχικό κεφάλαιο των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η εναλλακτική πρόταση

Το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης το οποίο άλλωστε προκρίνει την δημιουργία του ΗΡΑΚΛΗ ΙΙ για την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, φέρεται σύμφωνα με πληροφορίες να επεξεργάζεται δύο εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Η πρώτη εξ αυτών προβλέπει την δημιουργία options για την μεταβίβαση των δικαιωμάτων του Δημοσίου στην περίπτωση που η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτησης μετατραπεί σε κοινές μετοχές (μετά την εμφάνιση ζημιών). Η δεύτερη λύση προβλέπει την αντικατάσταση των κεφαλαίων των τραπεζών τα οποία αντιπροσωπεύει η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση με ένα swap αντίστοιχης αξίας.

Πρόκειται για μια μάχη «χαρακωμάτων». Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις που καταλήγουν σε δύο διαφορετικές προτάσεις, χωρίς μέχρι στιγμή να έχει επιτευχθεί η απαραίτητη σύνθεση που θα μπορούσε να δώσει την καλύτερη δυνατή λύση στο πρόβλημα. 

Η ώρα των μεγάλων αποφάσεων για το πως θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το μεγάλο πρόβλημα των κόκκινων δανείων πλησιάζει και δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για διαφωνίες, ούτε για καθυστερήσεις και για λανθασμένες επιλογές που θα μπορούσαν να κοστίσουν επιπλέον κεφάλαια στις τράπεζες και τους φορολογούμενους.