Οι αγορές υποτιμούν την απειλή του κορονοϊού

Οι αγορές υποτιμούν την απειλή του κορονοϊού

Οι αγορές ποντάροντας πιθανότατα στον  «Από μηχανή θεό» των Κεντρικών Τραπεζών κινήθηκαν την προηγούμενη  εβδομάδα με αφοπλιστική αδιαφορία απέναντι στις ειδήσεις ότι ο 2019-nCoV εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων ταχύτερα από ό,τι άλλοι κορονoϊοί που προήλθαν από τα ζώα, ή ότι σύμφωνα με τον καθηγητή  Γκάμπριελ Λέουνγκ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, ο νέος κορονοϊός μπορεί τελικά να μολύνει έως το 60% της ανθρωπότητας.

Οι κίνδυνοι υποτιμούνται προφανώς, καθώς η νομισματική πολιτική παραμένει ισχυρός καθοριστικός παράγοντας των τιμών των assets και οι συνεχείς ενέσεις ρευστότητας από τις Κεντρικές Τράπεζες προσφέρουν βασική στήριξη στις αγορές μετοχών.

Ήδη άλλωστε στην Κίνα παρεμβάσεις έχουμε και μάλιστα γενναίες, με  το υπουργείο Οικονομικών να έχει δώσει το πράσινο φως στις τοπικές κυβερνήσεις να πωλήσουν περισσότερα από 1,8 τρισεκατομμύρια γιουάν (258 δισεκατομμύρια δολάρια) χρέους πριν καν  εγκριθεί ο ετήσιος προϋπολογισμός. 

Το υπουργείο ανακοίνωσε επίσης στοχευμένες περικοπές φόρων για να βοηθήσει τις εταιρείες και τα νοικοκυριά που επλήγησαν από τον ιό, εν μέρει απαλλαγές από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και  παράταση για πληρωμές φόρων.

Η αλήθεια είναι ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει και πολλά περιθώρια ,καθώς το timing της νέας επιδημίας ήταν το χειρότερο δυνατό μιας και η επιβράδυνση λόγω της σινοαμερικανικής διαμάχης είχε ήδη επισκεφτεί τον ασιατικό γίγαντα.

Ο συνεχιζόμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας, οδήγησε εδώ και μήνες πολλές εταιρείες στην απόσυρση της παραγωγής τους από την Κίνα, μεταφέροντας τις αλυσίδες εφοδιασμού τους σε άλλες χώρες της περιοχής της Ασίας, όπως για παράδειγμα στο Βιετνάμ.

Η εμφάνιση του νέου κορονοϊού πιθανότατα να οδηγήσει σε αποφάσεις περαιτέρω  μείωσης της εξάρτησης από την Κίνα, έναντι να διαφοροποιθούν οι αλυσίδες εφοδιασμού και να καταστούν ανθεκτικότερες. 

Όμως και ο τόπος της πρωταρχικής εκδήλωσης της επιδημίας ίσως ήταν ο χειρότερος δυνατός, καθώς η Wuhan και η υπόλοιπη επαρχία Hubei-οι οποίες έχουν απομονωθεί εδώ και εβδομάδες- αντιπροσωπεύουν το 9% της συνολικής κινεζικής αυτοκινητοβιομηχανίας, σύμφωνα με την S&P Global Ratings.
 

Στο τέλος της ημέρας, όλοι θα πληγούν

Δεν είναι όμως μόνο η Κίνα που πληρώνει τον λογαριασμό της νέας επιδημίας.

Η  αυτοκινητοβιομηχανία παγκοσμίως βρίσκεται αντιμέτωπη εδώ και δύο εβδομάδες με προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. 

Από  την προηγούμενη εβδομάδα η στήλη επισήμανε ότι  η Hyundai ανέστειλε την παραγωγή της σε γραμμή συναρμολόγησης λόγω  έλλειψης εξαρτημάτων, ενώ για τον ίδιο λόγο η Fiat Chrysler, μιλάει  ανοιχτά για πιθανό κλείσιμο εργοστασίου στην Ευρώπη.

Επιπλέον, να υπενθυμίσουμε ότι η General Motors, η Nissan, η Renault, η Honda και ο ιδιοκτήτης της PSA Group της Peugeot έχουν όλα τα μεγάλα εργοστάσια στη Wuhan.

Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία δε, πλήττεται στο σύνολο της, καθώς είναι ιδιαίτερα εκτεθειμμένη στην Κίνα.

Σκεφτείτε ότι η Κίνα αντιπροσωπεύει περίπου το 40% των παγκόσμιων πωλήσεων επιβατικών αυτοκινήτων της VW και περίπου το 30% για τη Daimler και τη BMW.

Ωστόσο, η εμβέλεια των επιπτώσεων εκτείνεται πολύ πέρα από τον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας. 

Ως εκ τούτου, η Γερμανία ως  βασικός εξαγωγικός εταίρος της Κίνας παρουσίασε ήδη τα χειρότερα στοιχεία για τη βιομηχανική παραγωγή μετά τον Ιανουάριο του 2009, παρασύροντας φυσικά όλη την Ευρωζώνη.

Την προηγούμενη Τετάρτη, η Eurostat ανακοίνωσε βουτιά στη βιομηχανική παραγωγή κατά 2,1% σε μηνιαία βάση έναντι 1,6% που είχαν προβλέψει οι οικονομολόγοι και κατά 4,1% σε ετήσια βάση, έναντι εκτίμησης για πτώση 2,3%.

Βεβαρημένη η εικόνα και από το μέτωπο του επενδυτικού κλίματος, καθώς τον Φεβρουάριο, ο δείκτης Sentix υποχώρησε  στις 5,2 μονάδες από τις 7,6 μονάδες τον Ιανουάριο.

Την χαριστική βολή μας την έδωσε η ΕΚΤ, στην τελευταία έκθεση της για το δανεισμό, σύμφωνα με την οποία  υπάρχει υποχώρηση στη ζήτηση δανείων, κυρίως αυτών που προορίζονται για επενδυτικούς σκοπούς.

Εαν προσθέσουμε το γεγονός ότι πέραν της νέας επιδημίας, η Ευρώπη εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ένα «μπουκέτο» κινδύνων, όπως για παράδειγμα η αυξημένη πιθανότητα για extra αμερικανικούς δασμούς αλλά και για εμπορικές διαταραχές μετά το Brexit, κατανοούμε ότι η ζώνη του ευρώ βρίσκεται αντιμέτωπη ακόμη και με στασιμότητα!

Αν αυτή η εκτίμηση φαντάζει υπερβολική, τότε σκεφτείτε ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη εξέπληξε αρνητικά τις αγορές στο δ’ τρίμηνο του 2019, καθώς ήταν μόλις 0,1%, δηλαδή ο βραδύτερος της τελευταίας επταετίας. 

Επιπλέον σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η γερμανική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί μόλις κατά 0,4% το 2020 και 0,9% το 2021.

Σε αντίθεση με τους επενδυτές που οδήγησαν χτες  τον γερμανικό δείκτη DAX σε νέα υψηλά, ήτοι στις 13795 μονάδες, πολύ φοβόμαστε ότι οι άνωθεν εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ θα είναι  το «καλό σενάριο», καθώς η γερμανική οικονομία έχει ήδη δυο φορές γλυτώσει στο «τσακ» την ύφεση, με τους παράγοντες ασυνέχειας να συνεχίζουν να αυξάνονται.

Οι παράγοντες ασυνέχειας για όλο το παγκόσμιο σύστημα.

Η παγκοσμιοποίηση μπορεί μεν να  έχει «εμπλουτίσει» τις αλυσίδες εφοδιασμού, ταυτόχρονα όμως τις έχει καταστήσει πλήρως αλληλοεξαρτώμενες. 

Μέσα από αυτή την οπτική γωνία, η παύση λειτουργίας και οι καθυστερήσεις στην παραγωγή πολλών κινεζικών εργοστασίων, έχουν τη δυναμική  να προκαλέσουν μια βαριά συμφόρηση σε πολλές γραμμές παραγωγής.

Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα θα ξεφύγουν σύντομα των ανταλλακτικών των αυτοκινήτων, καθώς τα περισσότερα ηλεκτρονικά είδη ευρείας κατανάλωσης, ή κατασκευάζονται στην Κίνα, ή έχουν κάποια εξαρτήματα που κατασκευάζονται στην Κίνα. Ένα πλήθος προϊόντων λοιπόν, όπως  iPhone, gadgets, κονσόλες παιχνιδιών, ανταλλακτικά αυτοκινήτων και οθόνες LCD ενδέχεται σύντομα να εμφανίσουν ελλείψεις.

Ο κίνδυνος αυτός  δεν έχει αποτιμηθεί στις αγορές μετοχών, έχει όμως πλήρως αποτιμηθεί στη ναυτιλία, καθώς η Κίνα αποτελεί την κύρια πηγή φορτίων για τη ναυτιλιακή βιομηχανία.

Και φυσικά το γεγονός ότι ένας  από τους μεγαλύτερους καταναλωτές ενέργειας παγκοσμίως έχει βγάλει off ένα μεγάλο μέρος της μεταποιητικής του δραστηριότητας, έχει οδηγήσει το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και το LNG σε πτωτική τροχιά, με τους εξαγωγείς των προϊόντων αυτών να έχουν να αντιμετωπίσουν μαζί με τη ναυτιλία  ένα εξαιρετικά δύσκολο πρώτο τρίμηνο του 2020.

Το ίδιο ισχύει και για τις αεροπορικές εταιρείες.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας -International Civil Aviation Organization – ICAO-οι  εκτεταμένες ακυρώσεις αεροπορικών πτήσεων εξαιτίας της επιδημίας του κορονοϊού αναμένεται να προσγειώσουν από 4 έως 5 δισ. δολάρια τα έσοδα του κλάδου παγκοσμίως.

Μάλιστα ο  Οργανισμός προειδοποίησε ότι ο κορονοϊός, θα έχει σημαντικά μεγαλύτερες επιπτώσεις από την επιδημία του SARS το 2003, καθώς ήδη 

50 αεροπορικές εταιρείες έχουν περιορίσει σημαντικά τις δραστηριότητές τους, ενώ ακόμη 70 έχουν αναστείλει πλήρως τις διεθνείς πτήσεις τους από και προς την ηπειρωτική Κίνα, με αποτέλεσμα να έχει μειωθεί κατά 80% η αεροπορική μεταφορική δυναμικότητα των διεθνών αερομεταφορέων από και προς τη χώρα και κατά 40% η αντίστοιχη μεταφορική δυναμικότητα των κινεζικών αεροπορικών εταιρειών.

Οι επενδυτές όμως όπως είπαμε και στην αρχή δεν έχουν αξιολογήσει και κάτι άλλο: Ότι όλα αυτά  συμβαίνουν την στιγμή που η κινεζική ανάπτυξη βρισκόταν ήδη υπό πίεση.

Δυστυχώς υπάρχει και κερασάκι: Η δύναμη  του δολαρίου των ΗΠΑ, το οποίο πλησιάζει κομβικές ζώνες στα ζεύγη του με πολλά νομίσματα, συσφίγγοντας οικονομικά τις συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα στις αγορές offshore χρηματοδότησης. 

Συμπερασματικά, δεν ξέρουμε για πόσο χρονικό διάστημα η γενναιοδωρία των Κεντρικών Τραπεζών θα μπορεί να αντισταθμίζει όλες αυτές τις εξελίξεις και ανησυχίες, όμως,  όσο και να πλέουμε στα αχαρτογράφητα νερά της αέναης και ανεξάντλητης ρευστότητας, κάποια στιγμή θα πέσουμε πάνω στον τοίχο των θεμελιωδών αδιεξόδων. 

Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.

Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.