Ο κίνδυνος μόνιμης ζημιάς και πώς θα την αποφύγουμε

Ο κίνδυνος μόνιμης ζημιάς και πώς θα την αποφύγουμε

Τα μέτρα περιορισμού των κρουσμάτων της επιδημίας του κορονοϊού είναι απαραίτητα, αλλά μειώνουν δραστικά την ζήτηση σε πολλούς τομείς, όπως στις συγκοινωνίες, τα εστιατόρια, τα ξενοδοχεία, την διασκέδαση. Δυστυχώς, τα μέτρα που καθυστερούν την εξέλιξη της επιδημίας (flattening the infection curve) προκαλούν μεγαλύτερη ένταση της ύφεσης (steepens the recession). Οι  άμεσες επιπτώσεις στο ΑΕΠ θα είναι βραχυχρόνιες και θα διαρκέσουν μερικούς μήνες. Εάν μειωθεί η οικονομική δραστηριότητα κατά 50% τον πρώτο μήνα και κατά 25% τους επόμενους δύο μήνες, τότε το ΑΕΠ θα μειωθεί κατά περίπου 8,5% σε ετήσια βάση. Εάν η οικονομική δραστηριότητα μειωθεί κατά 30% για ένα τρίμηνο, τότε η ετήσια μείωση του ΑΕΠ μπορεί να προσεγγίσει το 7,5%.

Αυτή είναι η άμεση ζημιά που θα προκληθεί στην οικονομία. Αλλά, υπάρχουν και οι έμμεσες ζημιές, οι οποίες πρέπει να περιοριστούν ώστε να μην προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στην οικονομία και μετατρέψουν μια απλή ύφεση σε παρατεταμένη ύφεση (depression). Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι θα υποστούν τις συνέπειες της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, με απολύσεις, πτωχεύσεις, και διάρρηξη των σχέσεων πίστης που διέπουν τις οικονομικές συναλλαγές. Για να αποφευχθούν αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις είναι απαραίτητο να κρατηθούν ζωντανές οι επιχειρήσεις και να διασφαλιστεί  ότι οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να λαμβάνουν τους μισθούς τους, ακόμα και εάν είναι περιορισμένοι στα σπίτια τους λόγω των απαγορεύσεων.  

Είναι σημαντικό να τονιστεί τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει η οικονομική πολιτική. Ο στόχος δεν είναι να αποφευχθεί η ύφεση που θα είναι έντονη, αλλά βραχύβια.  Η έμφαση πρέπει να είναι στην αντιμετώπιση των έμμεσων ζημιών, που προκύπτουν από τις σχέσεις και τις διασυνδέσεις μεταξύ των οικονομικών παραγόντων, και οι οποίες, εάν διαρραγούν, θα καταστρέψουν το υπόστρωμα της κοινωνίας και της οικονομίας και θα καθυστερήσουν και θα αποδυναμώσουν τους ρυθμούς ανάκαμψης της οικονομίας, όταν περάσει η κρίση.

Στο πλαίσιο αυτό οι προτεραιότητες είναι: (α) να διασφαλιστεί ότι οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να πληρώνονται τους μισθούς τους ακόμα και εάν βρίσκονται σε κατάσταση περιορισμού στο σπίτι τους, (β) βραχυχρόνια εισοδηματική υποστήριξη των εργαζομένων που απολύονται λόγω των έκτακτων μέτρων που επιβάλλει η πολιτεία, ούτως ώστε να μπορούν να πληρώνουν «τους λογαριασμούς», (γ) την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων για να αποφύγουν την πτώχευση, με μέτρα που διευκολύνουν τα δάνεια, την πρόσκαιρη απαλλαγή από φόρους και εισφορές, καθώς και την άμεση παροχή πιστώσεων, και (δ) την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος λόγω αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.  

Για την διαχείριση των έμμεσων ζημιών θα ήταν αποτελεσματικότερο να οργανωθεί ένα εφαρμοστικό πλαίσιο που να βασίζεται στην μεθοδολογία της ασφάλισης «διακοπής εργασιών» των επιχειρήσεων. Με αυτή την μορφή ασφάλισης  οι επιχειρήσεις δεν αποζημιώνονται για τις άμεσες ζημιές, αλλά για τις έμμεσες ζημιές που ακολουθούν την άμεση ζημιά, και αφορούν τις «σταθερές δαπάνες» της επιχείρησης για την περίοδο ανασυγκρότησης και επαναφοράς στην κανονική λειτουργία. Με την υιοθέτηση ενός τέτοιου μεθοδολογικού πλαισίου, αφενός οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις θα διευκολυνθούν να ποσοτικοποιήσουν τις απαιτήσεις τους και, αφετέρου, το Υπουργείο Οικονομικών θα μπορέσει να μοντελοποιήσει και να γενικεύσει την εφαρμογή του μέτρου, καθώς και τον εκ των υστέρων έλεγχο των διατεθέντων κονδυλίων.    

Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις θα συντάσσουν μηνιαίες αναφορές με τα ποσά των σταθερών δαπανών του μηνός (ενοίκια, πληρωμές κοινής ωφέλειας, μισθοί προσωπικού που βρίσκεται σε πρόσκαιρη αργία, τόκοι δανείων, και άλλα κόστη που είναι ζωτικά για την συνέχιση της ζωής της επιχείρησης ή που είναι απαραίτητα για την διατήρηση της επιχείρησης ακόμα και εάν αυτή έχει σταματήσει τις δραστηριότητές της). Το Υπουργείο Οικονομικών θα δημιουργήσει την κατάλληλη πλατφόρμα μέσω της οποίας θα διασταυρώνει τις πληροφορίες και θα εμβάζει τα αναλογούντα ποσά στην επιχείρηση, ενώ τα ποσά που αναλογούν στους εργαζόμενους θα καταβάλλονται κατευθείαν σε αυτούς.  Το κύριο πλεονέκτημα αυτής της πρότασης είναι ότι επιτρέπει στις επιχειρήσεις να αποφύγουν μια πτώχευση, για την οποία δεν έχουν καμία ευθύνη, ενώ θα μπορούν να βρίσκονται σε κατάσταση «χειμερίας νάρκης» για την περίοδο της κρίσης. 

Για την εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων θα χρειαστεί δημοσιονομικός χώρος που ευκταίο θα ήταν να προσεγγίσει τις προαναφερόμενες απώλειες στο ΑΕΠ, ούτως ώστε να αποφευχθεί μια έντονη ύφεση της οικονομίας το 2020. Μια πιο ρεαλιστική εκτίμηση είναι ότι το συνολικό κόστος του προγράμματος θα μπορούσε να ανέλθει στο 50% έως 60% της εκτιμώμενης μείωσης του ΑΕΠ. Δηλαδή, εάν αναμένεται ότι η κρίση θα διαρκέσει για ένα τρίμηνο και η οικονομική δραστηριότητα θα μειωθεί κατά 30%, τότε το κόστος του προγράμματος θα ανερχόταν στο 3, 75% έως  4% του ΑΕΠ. Η εξεύρεση τέτοιου όγκου πόρων είναι πλέον δυνατή με την μείωση του πλεονάσματος για το 2020 που επέτρεψαν οι πιστωτές της χώρας, καθώς και με τις υπόλοιπες ενισχύσεις που έχει ανακοινώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. 

Το προτεινόμενο σχήμα ενίσχυσης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη μόνο εάν η κρίση επιδημίας είναι βραχυχρόνια. Δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις άμεσες ζημιές από την κρίση και την ύφεση που θα προκληθεί. Αλλά θα ανακουφίσει τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις με την συνέχιση της ρευστότητάς τους κατά την περίοδο της κρίσης, γεγονός που θα επιτρέψει την ταχεία ανάκαμψη την επόμενη ημέρα, χωρίς την μόνιμη καταστροφή πνευματικού και οικονομικού κεφαλαίου.