Mόνο δύο ολοκληρωμένες αιτήσεις στην πλατφόρμα των «κόκκινων δανείων»

Mόνο δύο ολοκληρωμένες αιτήσεις στην πλατφόρμα των «κόκκινων δανείων»

Του Χρήστου Ν. Κώνστα 

Η διαδικασία ομολογουμένως δεν είναι πολύ εύκολη. Απαιτεί μια χρήσιμη (και κρίσιμη) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ δανειολήπτη και τραπεζών ώστε να αξιολογηθεί σωστά η αίτηση για υπαγωγή στο καθεστώς προσωρινής προστασίας.

Η περιβόητη πλατφόρμα επιλογής των κόκκινων δανειοληπτών που δικαιούνται προσωρινής προστασίας, συμπλήρωσε ήδη 4 εβδομάδες λειτουργίας.

Σύμφωνα με επίσημη πηγή του Υπουργείου Οικονομικών συνολικά από την 1η Ιουλίου που ξεκίνησε η λειτουργία της πλατφόρμας (μία εβδομάδα πριν τις εκλογές) μέχρι και την περασμένη Παρασκευή 26/7/2019:

- Έχουν εισέλθει στην πλατφόρμα 46.395 χρήστες.

- Έχουν ξεκινήσει τη διαδικασία ετοιμασίας της αίτησης 11.703 χρήστες.

- Έχουν υποβληθεί 2 μόνον ολοκληρωμένες αιτήσεις οι οποίες έχουν μεταβιβαστεί στις τράπεζες

Οι τράπεζες είναι κατ'' αρχάς υποχρεωμένες να αξιολογήσουν αν, με βάση τα στοιχεία που οι ίδιες διαθέτουν, οι δανειολήπτες που έχουν υποβάλει αίτηση είναι επιλέξιμοι με βάση τις προδιαγραφές του νόμου που ψήφισε η προηγούμενη κυβέρνηση και εξακολουθεί να ισχύει. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που οι τράπεζες ζητούν από τους δανειολήπτες να προσκομίσουν στοιχεία που αποδεικνύουν την «επιλεξιμότητά» τους.

Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες του «L», οι τράπεζες και οι 18 εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων που έχουν αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, έχουν αποφασίσει να προσεγγίσουν με θετική διάθεση ακόμη και εκείνους τους δανειολήπτες που η πλατφόρμα απορρίπτει επειδή δεν πληρούν οριακά κάποιο από τα κριτήρια του νόμου (ύψος δανείου, εισόδημα, περιουσιακά στοιχεία).

Στους δανειολήπτες αυτούς θα προσφερθούν οι ίδιοι όροι ρύθμισης που θα ίσχυαν αν τελικά είχαν επιλεγεί από την πλατφόρμα.

Μέσα στον Αύγουστο, δηλαδή ένα μήνα μετά την υποβολή της αίτησης στην πλατφόρμα, οι τράπεζες στις οποίες υπάρχουν τα κόκκινα δάνεια θα καταθέσουν μία συγκεκριμένη πρόταση προς τον δανειολήπτη για μια ευνοϊκή ρύθμιση της οφειλής του.

Στη συνέχεια ο κάθε δανειολήπτης έχει περιθώριο ενός μηνός για να αποφασίσει κατά πόσο επιθυμεί να υπαχθεί στη ρύθμιση. Στη συνέχεια υπογράφει τη σχετική σύμβαση και ξεκινά η διαδικασία της επιδότησης. Μέσα σε ένα μήνα θα ξεκινήσει και η καταβολή της επιδότησης των μηνιαίων δόσεων, έως 25 χρόνια.

Αυτό σημαίνει ότι ο Αύγουστος είναι κρίσιμος μήνας για όσους έχουν επείγουσες υποθέσεις οφειλών, δηλαδή όσων αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο κάποιου πλειστηριασμού ή άλλων μέτρων κατάσχεσης. Αυτοί είναι άλλωστε και οι πρώτοι που έσπευσαν να μπουν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα.

Σε πρώτη φάση οι τράπεζες περιμένουν την πρωτοβουλία των δανειοληπτών. Από τα τέλη Αυγούστου, όμως, τόσο οι τράπεζες όσο και οι 18 εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, θα αρχίσουν να έρχονται σε επαφή με «επιλέξιμους» δανειολήπτες, ενημερώνοντάς τους ότι έχουν δικαίωμα να επωφεληθούν από τη ρύθμιση, το «κούρεμα», ενδεχομένως και την επιδότηση.

Η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους τόσο πλήρη και συγκεντρωμένα στοιχεία για τους οφειλέτες με χρέη σε καθυστέρηση.

Η ηλεκτρονική πλατφόρμα περιέχει ένα πλήθος πληροφοριών για τους δανειολήπτες που ζητούν ευνοϊκή ρύθμιση, όπως τα φορολογικά, περιουσιακά, οικογενειακά και άλλα στοιχεία που βοηθούν στην αξιολόγηση.

Από την πλευρά τους οι τράπεζες εξηγούν στους δανειολήπτες ότι δεν ενδιαφέρονται για την απόκτηση ακινήτων.

Προτείνουν την αποπληρωμή του δανείου σε 25 χρόνια. Για τις περιπτώσεις τις οποίες ο οφειλέτης υπερβαίνει το 80ό έτος της ηλικίας του, τότε είτε μειώνονται αντίστοιχα τα έτη ρύθμισης ή μπορεί να συμβληθεί κάποιος άλλος ως εγγυητής του δανείου. Το επιτόκιο βάσης είναι 2%, προσαυξημένο με το Euribor τριμήνου (σήμερα είναι αρνητικό).

Επίσης, προτείνουν διαγραφή οφειλής, εφόσον το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου ξεπερνά το 120% της εμπορικής αξίας της πρώτης κατοικίας.

Για την επιδότηση δόσης από το Δημόσιο, τα όρια κυμαίνονται για στεγαστικά δάνεια από το 20% έως και το 50% της μηνιαίας δόσης, ενώ στα επιχειρηματικά δάνεια, που έχουν ως υποθήκη την πρώτη κατοικία, το ύψος της επιδότησης καθορίστηκε ενιαία στο 30% της δόσης. Όσο μεγαλύτερο είναι το εισόδημα, τόσο μειώνεται το ποσοστό επιδότησης.