Γιατί έπεσε το Χρηματιστήριο, γιατί δεν ανησυχούν οι διαχειριστές

Γιατί έπεσε το Χρηματιστήριο, γιατί δεν ανησυχούν οι διαχειριστές

Της Μαίρης Βενέτη

Η πρώτη εβδομάδα μετά τις εκλογές ξεκίνησε με έντονη πτώση, η οποία μάλιστα διευρύνθηκε χτες στην πλειοψηφία των τίτλων.

Μετά τις εντυπωσιακές επιδόσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών αμέσως μετά τις ευρωεκλογές που το έφεραν πέριξ των 900 μονάδων, δεν είναι λίγοι αυτοί που προβληματίζονται με την τρέχουσα συμπεριφορά της αγοράς μετοχών και ομολόγων. Οι αγορές προεξόφλησαν την νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές, οδηγώντας το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό κράτος σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα και 23% υψηλότερα το Χρηματιστήριο Αθηνών.

Τι έγινε και το κλίμα στην αγορά άλλαξε πριν καλά καλά ορκιστεί η νέα κυβέρνηση;

Οι αγορές είναι προεξοφλητικοί μηχανισμοί και ως εκ τούτου δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η αγορά έκοψε προς το παρόν ταχύτητα.

Καταρχήν, οι πολιτικές εξελίξεις είχαν ήδη αποτυπωθεί στις θετικές προοπτικές που έδωσαν πρόσφατα οι περισσότεροι διεθνείς οίκοι για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας.Γι' αυτό άλλωστε και δεν αναμένεται το αποτέλεσμα των εκλογών να έχει άμεσο αντίκτυπο στo τρέχον rating της χώρας μας.

Δεύτερον, οι αναλυτές δεν έχουν προχωρήσει σε αναπροσαρμογές των τιμών-στόχων, αφενός γιατί περιμένουν να «χωνέψει» η αγορά τα τρέχοντα επίπεδα και αφετέρου λόγω της αναμονής της νέας προεδρίας της ΕΚΤ.

Τρίτον, όσοι ασχολούνται με τις αγορές γνωρίζουν πολύ καλά τη φράση: Sell the fact.

Όπερ και εγένετο.

Οι προβληματισμοί του Χρηματιστηρίου Αθηνών

Ας δούμε όμως και κάποιους βαθύτερους λόγους του πρόσφατου volatility του ελληνικού χρηματιστηρίου.

Η νέα κυβέρνηση κάθε άλλο παρά εύκολο έργο έχει μπροστά της.

Στο επόμενο διάστημα, θα χρειαστεί πιθανότατα να αντιμετωπίσει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των μέτρων της δημοσιονομικής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης.

Μέτρα τα οποία αποδυνάμωσαν τον προϋπολογισμό και έθεσαν σε κίνδυνο τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος του τρέχοντος έτους, ύψους 3,5% του ΑΕΠ.

Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2019 θα μπορούσε να συναντήσει εμπόδια από τις εκκρεμείς δικαστικές αποφάσεις σχετικά με προηγούμενες κυβερνητικές αποφάσεις για τους μισθούς του δημόσιου τομέα, καθώς και των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού συστήματος του 2012, του 2015 και του 2016.

Εξέλιξη που θα μπορούσε αν μη τι άλλο να περιπλέξει τη συμμόρφωση με τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Επιπλέον η αγορά έχει αντικρουόμενα μηνύματα από την Ευρώπη όσον αφορά την επικείμενη διαπραγμάτευση για μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος.

Μπορεί ο νέος πρωθυπουργός να έχει καλές πιθανότητες να πετύχει την έγκριση της ΕΕ για λιγότερο απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους, με αντάλλαγμα βαθύτερες μεταρρυθμίσεις, αλλά προς το παρόν μιλάμε για πιθανότητες και όχι για βεβαιότητα.

Γιατί η πτώση έχει καλές πιθανότητες να είναι πεπερασμένη

Οι πολιτικοί κίνδυνοι κατά το διάστημα της τελευταίας τετραετίας έχουν μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα.

Το μερίδιο των ψήφων στα εξτρεμιστικά κόμματα έχει μειωθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2015 εξελίχτηκε σε μια φιλοευρωπαϊκή πολιτική δύναμη.

Στην ελληνική βουλή λοιπόν κυριαρχούν τα κόμματα που είναι υπέρ μιας σχέσης συνεργασίας με τους διεθνείς πιστωτές της Αθήνας και κυρίως υπέρ της Ευρώπης.

Η εξέλιξη αυτή παραμένει ο πιο σημαντικός παράγοντας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, την προσέλκυση επενδύσεων και εν τέλει για την ανάκαμψη της χώρας που θα αντικατοπτριστεί φυσικά και στην αγορά των μετοχών και ομολόγων.

Παράλληλα, η νέα κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για μείωση της γραφειοκρατίας και τήρηση αποκλειστικών προθεσμιών στην αδειοδοτική διαδικασία, κομβικό σημείο για την προσέλκυση και υλοποίηση επενδύσεων.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα της άλλωστε, στον τουρισμό και τη ναυτιλία αναμένονται επενδύσεις 20- 25 δισ. ευρώ, ενώ λιμνάζουν επενδύσεις πέριξ των 11 δισ. ευρώ.

Στον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση τροφίμων αναμένονται έργα 15-20 δισ. ευρώ, στην ενέργεια -ΑΠΕ, νέοι αγωγοί φυσικού αερίου κ.ά.- και το περιβάλλον επενδύσεις 9 δισ. ευρώ.

Στην έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη, στη βιομηχανία, στα logistics και μέσω Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα υπολογίζονται έργα 10 δισ. ευρώ, ενώ στον κατασκευαστικό κλάδο και στις υποδομές τα περιθώρια εκτιμάται ότι είναι ακόμα μεγαλύτερα, με τις σχετικές επενδύσεις να έχουν κοστολογηθεί στα 12 δισ. ευρώ μέχρι το 2023 από τη ΝΔ.

Όλα αυτά αναμένεται να αποφέρουν εως και 240.000 νέες θέσεις εργασίας εντός της επόμενης τετραετίας, αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης και εν κατακλείδι ροκάνισμα του λόγου Χρέους/ ΑΕΠ με ότι αυτό συνεπάγεται για τους επενδυτές των ελληνικών αξιών.