Ελληνικές επιχειρήσεις και παραγωγική δυνατότητα
Οικονομία

Ελληνικές επιχειρήσεις και παραγωγική δυνατότητα

Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και ακραία πληθωριστικό περιβάλλον, γίνεται λόγος για επιχειρήσεις, που έχουν έρθει στα πρόθυρα του λουκέτου. Τα έξοδα αυξάνονται συνεχώς, ενώ οι ίδιες αυξήσεις δεν μπορούν να μεταφερθούν εξ’ ολοκλήρου στον τελικό καταναλωτή. Μοιραία, κάποιοι θα οδηγηθούν όντως στον αφανισμό των επιχειρήσεων τους. Όμως τελικά το πρόβλημα είναι ο πληθωρισμός ή η κακή διαχείριση της επιχείρησης;

Ορμώμενος από το τελευταίο επιχειρηματικό ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη, παρατηρώντας τον τρόπο που δουλεύουν οι μικρές επιχειρήσεις, πρόσεξα πως μεγάλο μέρος της παραγωγής γίνεται μέσα στον ίδιο το χώρο των καταστημάτων. Για παράδειγμα, το λαχματζούν που χρειάζεται ζύμη, θα ανοιχθεί εκείνη την ώρα, ενώ το κεμπάπ είναι ήδη περασμένο σε βέργα και αναμένει το ψήσιμο του, καρτερικά μέσα στο ψυγείο.

Όλα αυτά δείχνουν επιχειρηματίες που αντιλαμβάνονται πως το πρωταρχικό κριτήριο στον πολλαπλασιασμό του τζίρου στο τελικό ταμείο, είναι το πόσο θα καταφέρεις να μεταποιήσεις το προϊόν σου, πριν αυτό φτάσει στον επόμενο αγοραστή.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου, παρατηρούμε μια αέναη προσπάθεια να είναι το προϊόν «όσο πιο έτοιμο» γίνεται, κατάσταση η οποία απαιτεί όγκους για να αφήνει τους κατάλληλους τζίρους, οι οποίοι, είναι δύσκολοι να επιτευχθούν από ένα μαγαζί της γειτονιάς. Ενδεχομένως η προμήθεια έτοιμων παρασκευασμένων προϊόντων, να μειώνει το χρόνο παραγωγής στο ίδιο το κατάστημα και να απαιτεί λιγότερες εργατοώρες. Παρ’ όλα αυτά υπολείπεται σε ποιότητα και δεν καλύπτει τους πιο απαιτητικούς πελάτες οι οποίοι αναζητούν καλύτερη σχέση ποιότητας και τιμής.

Αρνούμαι να δεχτώ ότι ένα μίγμα αλεύρου χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη εισαγόμενο εκ Γερμανίας, δύναται να είναι ποιοτικότερο και γευστικότερο από μία μίξη του εκάστοτε μαγαζιού μεταξύ σίκαλης, δίκοκκου σίτου, κριθαριού και αλεύρου ολικής.

Επιπροσθέτως, διακρίνεται μία συνεχής προσπάθεια από μικρούς καλλιεργητές να αυξάνουν τους όγκους από τις σοδειές τους για να πετύχουν πολλαπλασιασμό του τζίρου τους, κάτι που θα μπορούσαν να πετύχουν με προστιθέμενη αξία πάνω στο προϊόν τους, μέσω της μεταποίησης.

Από την άλλη, πολύ βάρος δίνεται σε πιστοποιήσεις και βραβεύσεις των προϊόντων, που καταφέρνουν να στερούν ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου προς επένδυση στο στάδιο της μεταποίησης, ενώ κι ο άμεσα ενδιαφερόμενος καταναλωτής, σπάνια δίνει βάση σε τέτοιες ετικέτες.

Παράλληλα, ο ξαφνικός πλουτισμός των παραγωγών, τους παρασύρει στο όνειρο των εξαγωγών. Ωστόσο οι περισσότεροι από αυτούς, διαθέτουν κατά κύριο λόγο μονάδες με χαμηλή παραγωγικότητα  που εύκολα μπορεί να καταναλωθεί μέσα στα όρια των νομών τους ή της Ελλάδος.

Η χαμηλή παραγωγικότητα γεωργικών προϊόντων που «σύμφωνα με μελέτη της διαΝΕΟσις» αποδεικνύεται κι από το ποσοστό εξαγωγών, που αντιπροσωπεύουν μόνο το 10%. Την πρωτοκαθεδρία στις εξαγωγές κρατούν οι υπηρεσίες με ποσοστό 50%, πράγμα που επίσης αποδεικνύει την άρνηση της Ελλάδας και συνεπώς των πολιτών της να παράγει προϊόντα προστιθέμενης αξίας.

Διαστρέβλωση επίσης δημιουργεί και το φαινόμενο των κρατικών και κοινοτικών επιδοτήσεων. Επιδοτήσεις, που κατευθύνονται σε αχρείαστες επενδύσεις, υποχρεώνοντας τις επιχειρήσεις να αναλάβουν δεσμεύσεις για δράσεις, που δεν μπορούν ή δεν γνωρίζουν να φέρουν εις πέρας.

Αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον λοιπόν, αποτελεί μοναδική ευκαιρία για να βρούμε τρόπους να κάνουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις πιο παραγωγικές, αλλά και να δημιουργήσουμε νέες, που ως κύριο στόχο θα έχουν την παραγωγή νέων αγροτικών προϊόντων αλλά και τη μεταποίηση αυτών με στόχο να φτάνει ένα προϊόν στον καταναλωτή το οποίο θα είναι εξαιρετικά ποιοτικό με μία ευυπόληπτη συσκευασία.

Οι καταναλωτές πλέον είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν την ποιότητα στη σωστή τιμή και εκεί πρέπει να επικεντρώνεται η παραγωγή του αγροδιατροφικού τομέα. Οι «φαντεζί» συσκευασίες και τα πρόσθετα χρήματα προς τους μεσάζοντες δεν μας γλιτώνουν από κόπο, απλά μας προσθέτουν ένα έξτρα κόστος που και εμείς θα επωμιστούμε και θα κληθούμε να το προσαρμόσουμε στην τελική τιμή με αποτέλεσμα, αυτό να είναι οριακά ακριβό.

* Ο Χρήστος Αθανασόπουλος είναι επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του Αγροκτήματος Αθανασόπουλου στη Ναύπακτο