AT&T: Μια εταιρεία με πλούσιο μέρισμα που προβληματίζει τους επενδυτές

AT&T: Μια εταιρεία με πλούσιο μέρισμα που προβληματίζει τους επενδυτές

Χθες το απόγευμα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της AT&T (T NYSE) για το τελευταίο τρίμηνο και για το σύνολο του επιχειρηματικού έτους 2020. Δεν διέφεραν πολύ από τα αναμενόμενα από τους χρηματιστηριακούς αναλυτές.

Ο κύκλος εργασιών για το 2020 έφθασε τα 171,8 δισεκατομμύρια δολάρια, οι ελεύθερες ταμειακές ροές τα 27,5 δισ. ενώ τα καθαρά κέρδη ανά μετοχή έφθασαν τα 3,18 δολάρια, μειωμένα σε σχέση με το 2019 κατά 5%, 5% και 11% αντίστοιχα. Αυτά σε λειτουργικό επίπεδο, γιατί η εταιρεία κατέγραψε έκτακτες ζημιές 15,5 δισ. δολαρίων λόγω της απαξίωσης των παραδοσιακών τηλεοπτικών δραστηριοτήτων της (κυρίως της δορυφορικής Direct TV).

Για το 2021, η διοίκηση πρόβλεψε πως τα μεγέθη θα μείνουν σχεδόν αμετάβλητα και στην καλύτερη περίπτωση θα παρουσιάσουν οριακή αύξηση. Οι προβλέψεις για το 2021 δεν άρεσαν και πολύ στους επενδυτές, με αποτέλεσμα την πτώση της μετοχής κατά 2,05%. Στην τιμή κλεισίματος των 29,14 δολαρίων η εταιρεία έχει χρηματιστηριακή αξία 207 δις δολαρίων και η μερισματική της απόδοση αγγίζει το 7% (πριν τους φόρους).

Μα, υπάρχουν μεγάλες εταιρείες με τέτοια μερισματική απόδοση στην εποχή των μηδενικών επιτοκίων; Και όμως υπάρχουν, ειδικά όταν οι επενδυτές είναι δύσπιστοι απέναντι στις προοπτικές της εταιρείας και φοβούνται πως το μέρισμα μπορεί να μειωθεί στο εγγύς μέλλον.

Αυτή είναι η περίπτωση της AT&T, η οποία εδώ και χρόνια προβληματίζει την αγορά με τον μεγάλο δανεισμό και την πολυπλοκότητά της, απόρροια και τα δύο των μεγάλων εξαγορών που επιδίωξε και τελικά πέτυχε ο Randall Stephenson, διευθύνων σύμβουλος μέχρι την προηγούμενη άνοιξη και πρόεδρος του Δ.Σ. μέχρι πριν δύο μήνες.

Η πρώτη από αυτές, η εξαγορά της Direct TV που είχε δίκτυο δορυφορικής τηλεόρασης, είναι σαφές πως ήταν μεγάλη αποτυχία, αφού πριν 6 σχεδόν χρόνια πλήρωσε 67 δις δολάρια για να την αποκτήσει και τώρα προσπαθεί να την πουλήσει σε τιμή που δύσκολα θα φτάσει τα 20 δισ. Η δεύτερη, η εξαγορά της Time Warner Media, ολοκληρώθηκε το 2018, κόστισε πάνω από 80 δις και μάλλον έγινε σε κακή στιγμή, καθώς η πανδημία έπληξε καίρια τα έσοδα του τομέα παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών και τηλεοπτικών σειρών.

Ο καθαρός δανεισμός, μετά τις εξαγορές, έχει ανεβεί πολύ και πλησιάζει τα 150 δισ. δολάρια, προβληματίζοντας τους επενδυτές, οι οποίοι θέλουν να τον δουν να μειώνεται χωρίς όμως να αλλάξει η μερισματική πολιτική. Η εταιρεία διανέμει στους μετόχους περίπου 14 δις δολάρια το χρόνο σε μερίσματα, ενώ μέχρι την άνοιξη ξόδευε και αρκετά δισ, σε αγορές ιδίων μετοχών.

Τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα εξαιτίας των μεγάλων επενδύσεων που πρέπει να γίνουν αφενός για την ανάπτυξη του δικτύου 5G για τον τομέα κινητής τηλεφωνίας ο οποίος φέρνει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων και των κερδών και αφετέρου για την ενίσχυση του HBO Max που είναι η υπηρεσία μετάδοσης τηλεοπτικών προγραμμάτων μέσω του διαδικτύου (streaming). Μόνο για την αγορά ραδιοσυχνοτήτων για το δίκτυο 5G φημολογείται πως θα χρειαστεί να δανειστεί από τις αγορές σχεδόν 15 δις δολάρια.

Η εταιρεία έχει αυτή την στιγμή μία πολύπλοκη δομή. Οι διάφορες δραστηριότητες δεν είναι απολύτως συμπληρωματικές μεταξύ τους και έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, αποθαρρύνοντας επενδυτές που επιθυμούν να συμμετέχουν σε εταιρείες με ξεκάθαρο αντικείμενο. Οι τηλεφωνικές δραστηριότητες, οι οποίες πήγαν πολύ καλά μέσα στην πανδημία λόγω της αυξημένης χρήσης του διαδικτύου και της κινητής τηλεφωνίας, χαρακτηρίζονται από σταθερότητα και πολύ καλές ταμειακές ροές που θα μπορούσαν να μειώσουν εύκολα τον δανεισμό.

Η δραστηριότητα Streaming έχει αρχίσει να πηγαίνει καλύτερα, ειδικά μετά την πρόσφατη συμφωνία με την Roku για την μετάδοση των προγραμμάτων της μέσω της πλατφόρμας της Roku, όμως αντιμετωπίζει πολύ μεγάλο ανταγωνισμό από την Netflix, το Disney + και άλλες παρόμοιες υπηρεσίες και θα περάσουν χρόνια μέχρι να αποκτήσει αρκετούς συνδρομητές. Τα στούντιο παραγωγής τηλεοπτικών και κινηματογραφικών ταινιών έχουν πάθει μεγάλη ζημιά λόγω του κλεισίματος των κινηματογράφων και θα περάσουν πολλοί μήνες μέχρι να αρχίσει η ουσιαστική ανάκαμψη.

Ο τομέας Direct TV, παρόλο που δεν απαιτεί επενδύσεις και δεν προκαλεί ζημιές στην εταιρεία, χάνει συνεχώς συνδρομητές και η εταιρεία προσπαθεί να τον «ξεφορτωθεί» όπως προαναφέραμε.

Το ιδανικό για την AT&T είναι να απλοποιήσει την δομή της με ταυτόχρονη μείωση του δανεισμού της. Οι επενδυτές θα χαρούν αν η πώληση της Direct TV γίνει γρήγορα, έστω και με σχετικά χαμηλό τίμημα, και ελπίζουν πως θα πουληθούν και διάφορες περιφερειακές δραστηριότητες με σκοπό να μειωθεί ο μεγάλος δανεισμός και να περιοριστεί ο αριθμός των διαφόρων τμημάτων της εταιρείας.

Από κει και πέρα, το πιθανότερο είναι πως η διοίκηση και ο νέος διευθύνων σύμβουλος Jonh Stankey θα κινηθούν αμυντικά, προσπαθώντας να πετύχουν μία καλή τιμή για την Direct TV και να περιορίσουν όσο το δυνατόν τα έξοδα. Τουλάχιστον μέχρι να επιστρέψουμε σε μία πιο «κανονική» ζωή με τους κινηματογράφους σε λειτουργία και τις τηλεοπτικές διαφημίσεις αυξημένες, έτσι ώστε ο τομέας των στούντιο να πάψει να είναι βαρίδι για την επιχείρηση και οι πολύ μεγάλες ταμειακές ροές που παράγουν οι τηλεπικοινωνιακές δραστηριότητες να επαρκούν για τις επενδύσεις στο δίκτυο 5G και το streaming, την εξυπηρέτηση του δανεισμού και βέβαια την συνέχιση της καταβολής του πλούσιου μερίσματος.

Όσον αφορά στην μετοχή της εταιρείας, δύσκολα θα κινδυνέψει με περαιτέρω πτώση, εκτός αν ξαφνικά ανεβούν τα επιτόκια και η αγορά ανησυχήσει για την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δανεισμού. Επειδή το τελευταίο δεν είναι πολύ πιθανόν να συμβεί σύντομα, ένας υπομονετικός επενδυτής θα μπορούσε να επιλέξει να αγοράσει μετοχές και να πληρώνεται με ένα πολύ καλό επιτόκιο, μέχρι η διοίκηση να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο στρατηγικό σχέδιο για την απλούστερη λειτουργία της εταιρείας και την επιθετικότερη μείωση του δανεισμού.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.