Το παιχνίδι του «Σουλτάνου» και η προσπάθεια αποκλεισμού της Ελλάδας
Λιβύη

Το παιχνίδι του «Σουλτάνου» και η προσπάθεια αποκλεισμού της Ελλάδας

Στο νέο πεδίο αντιπαράθεσης των μεγάλων και των περιφερειακών δυνάμεων αναδεικνύεται η Λιβύη, καθώς η προσπάθεια ομαλοποίησης της κατάστασης στην κρίσιμη αυτή χώρα της Β. Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου σκοντάφτει στο εμπόδιο της επιδίωξης της Τουρκίας να χειραγωγήσει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις προκαλώντας έτσι αντανακλαστικές αντιδράσεις από όλες τις εμπλεκόμενες χώρες.

Η δεύτερη διάσκεψη του Βερολίνου που πραγματοποιείται στις 23 Ιουνίου και από την οποία με πρωτοβουλία των Γερμανών έχει αποκλεισθεί και πάλι η Ελλάδα, η οποία ως γειτονική χώρα της Λιβύης έχει δικαιωματικά θέση και ρόλο, θα επιδιώξει να ξεπεράσει την αποτυχία της πρώτης διάσκεψης της οποίας οι αποφάσεις έμειναν «κενό γράμμα».

Το Βερολίνο, το οποίο για λόγους όχι και τόσο «ανιδιοτελείς» καθώς θέλει να βάλει πόδι στην Αφρική, ελπίζει τώρα ότι με την αλλαγή στον Λευκό Οίκο και με την παρουσία του ίδιου του Αμερικανού ΥΠΕΞ Α. Μπλίνκεν στη δεύτερη Διάσκεψη θα μπορέσει να δρομολογήσει μια διαδικασία για την ειρήνευση στη Λιβύη και την ομαλή πορεία προς τις εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου.

Ο κ. Μπλίνκεν στην τηλεφωνική επικοινωνία του την Παρασκευή με την Λίβυα ομόλογο του Αλ Μανγκούς επέμεινε και αυτός στην ανάγκη αποχώρησης των ξένων δυνάμεων και τήρησης του χρονοδιαγράμματος για την διεξαγωγή των εκλογών στις 24 Δεκεμβρίου.

Η κα. Μανγκούς το τελευταίο διήμερο βρέθηκε στην Αίγυπτο, καθώς η κυβέρνηση Αλ Σίσι αποτελεί το κύριο στήριγμα των δυνάμεων που επιδιώκουν την ενοποίηση της χώρας και την πορεία προς τις εκλογές χωρίς την κηδεμονία της Τουρκίας.

Η Τουρκία δίνει μάχη για να μην συμπεριληφθεί στο ανακοινωθέν της διάσκεψης του Βερολίνου ρητή αναφορά στην αποχώρηση όλων των ξένων δυνάμεων, ώστε να νομιμοποιηθεί η συνέχιση της παρουσίας των τουρκικών δυνάμεων, που έτσι θα μπορέσουν να χειραγωγήσουν την εκλογική διαδικασία και να επιτύχουν την εκλογή φιλοτουρκικής κυβέρνησης στη χώρα.

Αυτό αποτελεί όμως κόκκινη γραμμή τόσο για τις δυνάμεις της Ανατολικής Λιβύης, αλλά και για το Κάιρο, ενώ αντίθετες είναι και οι ΗΠΑ, η Γαλλία και τα ΗΑΕ.

Η Γερμανία δεν ενδιαφέρεται τόσο για την τύχη της Λιβύης αλλά περισσότερο θέλει να προβάλει τον ηγετικό ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή αλλά και στο να εξασφαλίσει, μέσω της υποτιθέμενης διαμεσολάβησης, μερίδιο στον φυσικό πλούτο της χώρας και πρόσβαση των γερμανικών εταιριών εκεί που μέχρι τώρα ήταν προνομιακός χώρος για την Ιταλία και πλέον και για τις τουρκικές επιχειρήσεις.

Η Λιβύη όμως είναι το μεγάλο στοίχημα της Άγκυρας και του Τ. Ερντογάν που και με την τελευταία «απόβαση» τουρκικού κυβερνητικού κλιμακίου στην Τρίπολη, θέλησε να στείλει το μήνυμα ότι δεν είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί από το «λάφυρο» που θεωρεί ότι κέρδισε με τα δυο Μνημόνια που υπέγραψε με την κυβέρνηση Σάρατζ.

Μνημόνια που της εξασφάλισαν την στρατιωτική παρουσία στη χώρα, την καθοδήγηση των πολιτικών εξελίξεων και συγχρόνως την θεμελίωση του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας, έστω και με μια νομικά μετέωρη συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών, την οποία καμία άλλη χώρα της περιοχής δεν έχει αναγνωρίσει.

Η επιλογή της Τουρκίας να επιμείνει και να δώσει την μάχη για την Λιβύη, ταυτοχρόνως όμως της κλείνει τον δρόμο για την στρατηγικής σημασίας απόπειρα συμφιλίωσης και αποκατάστασης των σχέσεων αρχικά με την μεγαλύτερη αραβική χώρα με την Αίγυπτο αλλά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που θεωρούν ότι η τουρκική επιρροή στην Λιβύη και η στήριξη στο κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων αποτελεί μείζονα απειλή ασφάλειας, για τον αραβικό κόσμο.

Η τουρκική ηγεσία με κάθε τρόπο δηλώνει ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το μοναδικό «όπλο» που διαθέτει, που δεν είναι άλλο από την παραμονή των τουρκικών δυνάμεων στο λιβυκό έδαφος.

Κάτι που παραβιάζει τον βασικό όρο για την ομαλοποίηση της κατάστασης, που προβλέπεται και από τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για πλήρη αποχώρηση των ξένων δυνάμεων και των μισθοφόρων από το έδαφος της Λιβύης, με το επιχείρημα ότι οι δυνάμεις εκλήθησαν νομίμως από την «νόμιμη» κυβέρνηση της χώρας, την κυβέρνηση Αλ Σάρατζ.

Αυτό βεβαίως δημιουργεί την μεγάλη εμπλοκή καθώς καμία άλλη από τις περιφερειακές δυνάμεις που στηρίζουν τα άλλα στρατόπεδα στην Λιβύη δεν είναι διατεθειμένη να αποχωρήσει και να αφήσουν έτσι τη χώρα στο έλεος των δυνάμεων του Τ. Ερντογάν.

Ο στρατηγός Χαφτάρ ο οποίος παραμένει μια σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη επί του πεδίου, έστειλε το μήνυμα του τις προηγούμενές ημέρες όπου αφού συναντήθηκε με τον επικεφαλής των αιγυπτιακών μυστικών υπηρεσιών και έχοντας την πλήρη στήριξη του Καΐρου, σε μια επίδειξη δύναμης, στράφηκε εναντίον των ισλαμιστών που δρουν σχεδόν ανεξέλεγκτα στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας.

Χθες έγινε ένα σημαντικό βήμα με το άνοιγμα της παραλιακής οδού που συνδέει την Σύρτη με την Μισράτα, αν και υπάρχουν σκιές για το εάν δόθηκαν «λύτρα» στις ένοπλες ομάδες που ήλεγχαν μέχρι τώρα την κρίσιμη αυτή περιοχή.

Η αντίδραση της Ελλάδας και ο ρόλος του Καΐρου

ΟΙ εξελίξεις αφορούν άμεσα την Ελλάδα και με επίσημο τρόπο έχει εκφρασθεί η έντονη αντίδραση της χώρας μας για τον αποκλεισμό της από την διαδικασία της Διάσκεψης του Βερολίνου.

Κάτι που εκτιμάται ότι γίνεται με πρωτοβουλία της γερμανικής κυβέρνησης που θεωρεί ότι έτσι αποφεύγεται η μεταφορά στο εσωτερικό της Διάσκεψης μιας ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, επιλογή όμως που λειτουργεί πρακτικά ως ενθάρρυνση και παράγοντας αποθράσυνσης της Τουρκίας.

Η Αθήνα έχει προχωρήσει σε κινήσεις προς την πλευρά του ειδικού εκπροσώπου του ΟΗΕ για την Λιβύη Γ. Κούμπις, με τον οποίο είχε τουλάχιστον τρεις επαφές τις τελευταίες εβδομάδες ο κ. Δένδιας, προκειμένου και να καταστούν σαφείς οι ελληνικές θέσεις και ο προβληματικός χαρακτήρας της εμμονής των Γερμανών να αποκλείσουν την Ελλάδα από τις διαδικασίες για την ειρήνευση στην Λιβύη.

Συγχρόνως όμως με την επίσκεψη Μητσοτάκη στο Κάιρο, η ελληνική πλευρά θέλει να δώσει το μήνυμα ότι οι «διοικητικού» χαρακτήρα αποκλεισμοί του Βερολίνου δεν μπορούν ούτε να αποκρύψουν τον αποσταθεροποιητικό ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή, ούτε να εξαφανίσουν τον ρόλο που έχει η Ελλάδα και παραδοσιακά στην περιοχή αλλά και λόγω της θέσης της ως μέλους του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

Το «φρεσκάρισμα» της σχέσης με τον Αιγύπτιο πρόεδρο Ελ Σίσι είναι σημαντικό, σε μια περίοδο που έχουν υπάρξει αλλαγές και νέες προκλήσεις στην περιοχή.

Και η Αίγυπτος μπορεί σε μεγάλο βαθμό να καλύψει το κενό της απουσίας της Ελλάδας από την Διάσκεψη του Βερολίνου και στην διαμόρφωση των εξελίξεων στην Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς η στενή σχέση που έχει κτισθεί με επίπονες προσπάθειες και της τωρινής και της προηγούμενης κυβέρνησης έχει διαμορφώσει μια κοινότητα στρατηγικών συμφερόντων των δυο χωρών.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αιγύπτιος ΥΠΕΞ Σ. Σούκρι σε πρόσφατη συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Sada Al Balad (12 Ιουνίου) ήταν σαφής τόσο σχετικά με την διαδικασία επαναπροσέγγισης με την Τουρκία όσο και για τις σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο.

Ο κ. Σούκρι έθεσε συγκεκριμένους όρους για την αποκατάστασης των σχέσεων με την Τουρκία:

«…Αξιολογούνται οι τουρκικές πολιτικές και η έκταση της δέσμευσης της χώρας αυτής προς το διεθνές δίκαιο και τις εξωτερικές σχέσεις, ιδίως όσον αφορά τη μη παρέμβαση σε εσωτερικές υποθέσεις, τον αμοιβαίο σεβασμό και την οικοδόμηση σχέσεων βάσει του [αμοιβαίου] συμφέροντος».  

Επισήμανε ότι η χώρα του διερευνά την ετοιμότητα της Τουρκίας να δημιουργήσει σχέσεις με την Αίγυπτο σε σωστές βάσεις, καθώς και τη δέσμευσή της ως προς το διεθνές δίκαιο».

Και πρόσθεσε ότι η αιγυπτιακή πλευρά επεσήμανε «ορισμένες πολιτικές που θεωρεί ότι «δεν εξυπηρετούν τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή» όπως είναι «τα ζητήματα της Λιβύης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας που αφορούν άμεσα την ίδια την ασφάλεια και την σταθερότητα της Αιγύπτου».

Και ο κ. Σούκρι έστειλε καθησυχαστικά μηνύματα προς Αθήνα και Λευκωσία τονίζοντας ότι «δεν υπάρχει ανησυχία από την Ελλάδα και την Κύπρο όσον αφορά τις προσπάθειες προσέγγισης Αιγύπτου-Τουρκίας, καθώς υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ Αιγύπτου, Ελλάδας και Κύπρου και ότι οι δύο χώρες ενημερώνονται για όλες τις εξελίξεις στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και για τα κοινά συμφέροντα και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας...».