Πώς επηρεάζουν τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα τα ελληνοτουρκικά

Πώς επηρεάζουν τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα τα ελληνοτουρκικά

Μπορεί η Τουρκία το τελευταίο δίμηνο να μην έχει προβεί σε μείζονα πρόκληση στρατιωτικού χαρακτήρα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή δεν μπορεί να πράξει με ευκολία αυτό που πράττει εδώ και χρόνια και ιδιαίτερα την τελευταία διετία ξεδιπλώνοντας την εξαναγκαστική της πολιτική και ουσιαστικά ροκανίζοντας τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.

Είναι απορίας άξιον γιατί απορούν κάποιοι για το γεγονός ότι η Τουρκία επαναφέρει ξανά την «επιθετική ρητορική» της απέναντι στη χώρα μας. Με άρθρο μας στο Liberal την 11 Ιουλίου είχε εκτιμηθεί ότι μετά την «καλοκαιρινή ανάπαυλα» η τουρκική επιθετικότητα (που απλά σιγόβραζε αυτό το διάστημα) θα μας έδινε ραντεβού για τον… Σεπτέμβριο σαν τους παλιούς χειμερινούς κινηματογράφους.

Αυτοί λοιπόν που απορούν, παραβλέπουν ηθελημένα ή όχι ότι μετά τους αφελείς μηρυκασμούς περί του «ήρεμου καλοκαιριού» που ακολούθησε τη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ την 14 Ιουνίου και την «έκδοση πιστοποιητικού καλής διαγωγής» στην Άγκυρα και στον Ερντογάν το πιο βασικό.

Μία μόλις μέρα μετά τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο, η Τουρκία με μία μανιφεστικού τύπου επιστολή στον ΟΗΕ, απευθυνόμενη ουσιαστικά στη Διεθνή Κοινότητα προέβαλλε για άλλη μία φορά με κατηγορηματικό τρόπο το πώς βλέπει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και ταυτόχρονα τόνισε εμφατικά όλο το φάσμα των αυθαιρέτων διεκδικήσεων της απέναντι στη χώρα μας.

Το τελευταίο δεκαήμερο η πολιτική ηγεσία της Τουρκίας απευθυνόμενη πρωτίστως στη διεθνή κοινότητα και δευτερευόντως στην τουρκική κοινή γνώμη έχει εξαπολύσει μία ιταμή εκστρατεία κατηγοριών κατά της Ελλάδος, προβάλλοντας συνάμα τις διεκδικήσεις που πηγάζουν από τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Λεπτομέρειες είχαν αναφερθεί σε άρθρο του Διπλωματικού Συντάκτη Νίκου Μελέτη στο Liberal την 10η Σεπτεμβρίου με τίτλο «Φρεσκάρει casus belli και «γκρίζες ζώνες» μετά το θερινό «διάλειμμα» η Άγκυρα».

Δυστυχώς, υπάρχει μία διαχρονική τάση να ξεφεύγουμε από τη δυσάρεστη πραγματικότητα που λέγεται τουρκική απειλή κατά των μειζόνων εθνικών συμφερόντων και της ασφαλείας της πατρίδας μας με διάφορους μύθους. Μπορεί στη συντριπτική της πλειονότητα η διεθνής κοινότητα να μην συμφωνεί με τις πολιτικές της Τουρκίας, αλλά αυτή ούτε στριμωγμένη ούτε απομονωμένη ήταν και είναι, όπως κάποιοι θα ήθελαν να πιστέψουμε. Εδώ μάλιστα έχει τέτοια σοβαρά ερείσματα μέσα στην ΕΕ που απέτρεψαν κυρώσεις εναντίον της.

Κατόρθωσε να εκμεταλλευτεί τη γεωπολιτική κατάσταση και τις συγκυρίες και με την ανοχή των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων να ασκεί έναν διαπεριφερειακό ρόλο από τη Λιβύη και τη Συρία μέχρι τον Καύκασο. Αυτόν τον ρόλο τον έχει παγιώσει, μας αρέσει δεν μας αρέσει και φυσικά αυξάνει την επιρροή της με άμεσο αντίκτυπο και στα λεγόμενα ελληνοτουρκικά.

Υπάρχει όμως ένα νέο δεδομένο που εκτιμώ ότι θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Η Τουρκία διεκδικεί σήμερα ρόλο στο Αφγανιστάν στο οποίο όμως έχει έντονη 20ετη πολιτική και στρατιωτική παρουσία μέσω του ΝΑΤΟ από το 2001. Η πρεσβεία της παραμένει σε πλήρη λειτουργία όλο αυτό το διάστημα με τον Τούρκο πρέσβη να είναι υπερδραστήριος ενώ παραμένουν 180 περίπου Τούρκοι στρατιωτικοί στην περιοχή του αεροδρομίου. 

Από τη μία πλευρά παίζει το χαρτί του κομβικού και απολύτως απαραίτητου συμμάχου στους Αμερικανούς και ταυτόχρονα προσπαθεί να αυξήσει την αξία των «μετοχών» της στο γεωπολιτικό χρηματιστήριο. Από την άλλη με τη βοήθεια του Πακιστάν που κυριαρχεί πλέον στα δρώμενα του Αφγανιστάν παίζει το χαρτί της πιστής ισλαμικής χώρας που μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της χώρας έχοντας αποκαταστήσει διαύλους επικοινωνίας με τους Ταλιμπάν. Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι οι Τούρκοι θα ζητήσουν από τη Δύση στρατηγικά ανταλλάγματα και όχι… ανταλλακτικά όπως κάνουν οι «προβλέψιμοι» Σύμμαχοι. Ήδη βλέπουμε μία αλλαγή ρητορικής στη Διοίκηση Μπάιντεν.

Οι διάφορες στρατηγικές συνεργασίες της Ελλάδος με χώρες της ΝΑ Μεσογείου αλλά και της ευρύτερης περιφέρειας σε διμερές, τριμερές, ή ακόμα και σε πολυμερές επίπεδο οι οποίες περιλαμβάνουν και ένα σημαντικό στρατιωτικό μέρος, δεν έχω σταματήσει να λέω ότι δεν είναι Συμμαχίες, όπως κάκιστα θεωρώ ότι αποκαλούνται γιατί δημιουργούν μία εικόνα διάφορη της πραγματικότητας. Πολύ σωστά έχουν γίνει με σκοπό τη λεγόμενη εξωτερική ή στρατηγική εξισορρόπηση αλλά ουδόλως υποκαθιστούν τις δικές μας υποχρεώσεις που αφορούν στην Ασφάλεια και την Άμυνα μας. Αυτές οι συνεργασίες είναι λογικό αναλόγως υποστήριξης των συμφερόντων των χωρών που συνεργάζονται λόγω της γεωπολιτικής ρευστότητας μπορεί να ατονούν ή να ενισχύονται.

Οι Διεθνείς Σχέσεις διέπονται από μία διάχυτη κυνικότητα. Τα συμφέροντα είναι αυτά που τις καθορίζουν. Θα πρέπει να αξιολογήσουμε λοιπόν ακόμα ένα νέο δεδομένο. Χώρες με τις οποίες συνεργαζόμαστε στρατηγικά στην ευρύτερη περιοχή βλέπουμε να αποδέχονται «την επίθεση γοητείας» της Άγκυρας και να μπαίνουν σε μία διαδικασία εξομάλυνσης των σχέσεων τους, για αμοιβαίο όφελος όπως συμβαίνει με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Είναι γνωστές όμως και οι διαβουλεύσεις που γίνονται εδώ και μήνες μεταξύ Τουρκίας και ενός ισχυρού δρώντος στην περιοχή μας, της Αιγύπτου. Μπορεί να πάρει καιρό αλλά και οι δύο χώρες παρά τις διαφορές τους σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων με κορυφή την τουρκική υποστήριξη στη Μουσουλμανική Αδελφότητα, ζωτικό θέμα ασφαλείας για το Κάιρο, επιθυμούν τη στοιχειώδη βελτίωση των σχέσεων τους που μετά την ανατροπή Μόσι βρίσκονται σε χείριστο επίπεδο. Ανάλογες διαβουλεύσεις γίνονται μεταξύ Τουρκίας και Σαουδικής Αραβίας. Το ότι αναπτύσσεται εκεί μία Ελληνική Πυροβολαρχία Patriot δεν εμποδίζει τη χώρα αυτή να διερευνά τη βελτίωση των σχέσεων της με τους Τούρκους. Είναι πολύ πιθανό μάλιστα να έχουμε στο επόμενο χρονικό διάστημα ανάλογες διαβουλεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας για τους ίδιους λόγους.

Βέβαια, όσοι είχαν δώσει πολύ μεγαλύτερη σημασία από αυτήν που έχουν αυτές οι στρατηγικές συνεργασίες και «επενδύσει» πολλά περισσότερα από αυτά που έπρεπε σύντομα θα απογοητευτούν και θα αισθανθούν ως απατημένες/οι σύζυγοι. Απλά τα όσα συμβαίνουν και τα όσα πρόκειται να συμβούν ας γίνουν μάθημα για όσους χρησιμοποιούσαν τη βαριά λέξη «συμμαχία» διότι σημαίνει «μάχομαι μαζί και για σένα». Ας θυμηθούμε και τι λένε οι φίλοι μας οι Ισραηλινοί «μην περιμένεις τους άλλους να πολεμήσουν τους δικούς σου πολέμους».

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα

Η χώρα μας θα πρέπει να συνεχίσει την ενίσχυση και την εμβάθυνση όλων αυτών των περιφερειακών στρατηγικών συνεργασιών ενώ αυτό που όντως εκτιμάται ότι θα προσδώσει σημαντική εξωτερική εξισορρόπηση είναι η επιτέλους στρατηγική αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία που για λόγους που δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς δεν έχει ακόμα γίνει όταν όλα ήταν έτοιμα πριν από έναν χρόνο. Η Γαλλία είναι μόνιμο μέλος του ΣΑ/ΟΗΕ, πυρηνική δύναμη και ισχυρότερη στρατιωτικά χώρα της ΕΕ με σημαντικές στρατιωτικές δυνατότητες να δράσει μακράν.

Να ξεκαθαρίσουμε όμως ότι άλλο είναι η στρατιωτική συνδρομή με δυνατότητες που δεν έχουμε (πληροφορίες δορυφόρους, Ηλεκτρονικό πόλεμο) και άλλο η ευθεία στρατιωτική εμπλοκή και μάχη για την οποία δεν υφίσταται τέτοιο θέμα. Ούτε μία τέτοια Συμφωνία αντίκειται καταστατικά στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ καθόσον υπάρχουν αρκετές τέτοιες συμφωνίες. Αυτά τα νέα δεδομένα που προαναφέρθηκαν ας ληφθούν σοβαρά υπόψη για ένα νέο «καλιμπράρισμα» (επιτρέψτε μου την έκφραση) της εξωτερικής μας πολιτικής με επίκεντρο την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας για την οποία δεν επιτρέπεται να έχουμε ευφραντικές ψευδαισθήσεις σχετικά με αυτήν.

Η γνωστή σχετική αναφορά του στοχαστή Παναγιώτη Κονδύλη έχει σε όσα προαναφέρθηκαν πλήρη εφαρμογή: «Καμία προστασία και καμιά συμμαχία δεν διασφαλίζει τελειωτικά όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Η αξία μιας συμμαχίας για μιαν ορισμένη πλευρά καθορίζεται από το ειδικό βάρος της πλευράς αυτής μέσα στο πλαίσιο της συμμαχίας. Ισχυροί σύμμαχοι είναι άχρηστοι σε όποιον δεν διαθέτει ο ίδιος σεβαστό ειδικό βάρος, εφ’ όσον ανάλογα με τούτο εδώ αυξομειώνεται το ενδιαφέρον των ισχυρών».

Ο τουρκικός αναθεωρητισμός απέναντι στη χώρα μας αποτελεί τον βασικό κορμό της υψηλής στρατηγικής της Άγκυρας, ανεξάρτητα από το αν το τουρκικό κράτος ελέγχεται από τους κοσμικούς «δυτικότροπους» Κεμαλιστές ή από τους Ισλαμιστές Νέο-Οθωμανούς. Το πρόβλημα ασφαλείας της Ελλάδος θα είναι υπαρκτό όσο οι Τούρκοι πιστεύουν ότι θα πρέπει να αποκατασταθούν τα θεωρούμενα «γεωγραφικά και ιστορικά λάθη» στο Αιγαίο και για την Κύπρο να επιτευχθεί επιτέλους και ο τελευταίος στόχος της στρατηγικής Νιχάτ Ερίμ που αφορά τον καθολικό πολιτικό έλεγχο της Μεγαλονήσου. Η πολιτική ανάσχεσης αλλά και η ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της χώρας πρέπει να υλοποιηθεί χωρίς άλλες καθυστερήσεις.

* Ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας»