Τζoρτζ Στάινερ: Ένας δάσκαλος της ανάγνωσης

Τζoρτζ Στάινερ: Ένας δάσκαλος της ανάγνωσης

Της Ελένης Γκίκα

 «Θα ήθελα να με θυμούνται ως έναν καλό δάσκαλο ανάγνωσης», είχε πει για την υστεροφημία του το 1994 στο The Paris Review.

Πέθανε χθες, στο σπίτι στου στο Κέιμπριτζ, στην Αγγλία, στα 90 του χρόνια, ο λόγιος διανοούμενος George Steiner. Εκτός του τεράστιου κριτικού και στοχαστικού του έργου, ο Στάινερ ήταν ο βασικός κριτικός λογοτεχνίας του περιοδικού New Yorker για 31 συναπτά έτη (1966-1997).

Κατά τη διάρκεια της σπουδαίας πορείας του, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία σε κορυφαία πανεπιστήμια και ασχολήθηκε με μία σειρά φιλοσοφικών θεμάτων όπως οι απαρχές του λόγου, η ηθική δύναμη της λογοτεχνίας και το μέλλον της αλήθειας. 

Τον θάνατο του γνωστοποίησε ο γιος του, Δρ. Ντέιβιντ Στάιντερ. 

Ο Τζορτζ Στάινερ γεννήθηκε το 1929 στο Παρίσι από Εβραίους γονείς αυστριακής καταγωγής. Η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αμερική το 1940 και, ήδη από τα πρώτα του παιδικά χρόνια, μιλούσε τρεις γλώσσες. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Σικάγο, του Χάρβαρντ και της Οξφόρδης με υποτροφία Rhodes. Αργότερα, δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία στα πανεπιστήμια του Κέμπριτζ, της Γενεύης και της Οξφόρδης και, ως κριτικός λογοτεχνίας, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής.

Πρώτο του βιβλίο ήταν η μελέτη «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (1958) ενώ ακολούθησαν τα έργα «Ο θάνατος της τραγωδίας», «Γλώσσα και σιωπή» και «Στο κάστρο του Κυανοπώγωνα: Σημειώσεις για τον επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας». Λογοτέχνης, δάσκαλος, λόγιος και κριτικός, διαδέχθηκε τον Έντμουντ Γουίλσον στον New Yorker, όπου έγραφε αδιάλειπτα από το 1966 έως το 1997, εντυπωσιάζοντας και προκαλώντας με την γκάμα αλλά και με την ιδιαιτερότητα των λογοτεχνικών του αναφορών. 

«Με εκπλήσσει, όσο κι αν φαίνεται αφελές σε άλλους, ότι μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον ανθρώπινο λόγο τόσο για να αγαπήσεις, να δημιουργήσεις και να συγχωρέσεις, όσο και για να βασανίσεις, να μισήσεις, να καταστρέψεις και να εξαφανίσεις», έγραφε στο βιβλίο του «Grammars of Creation». 

Στο «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» παρατηρούσε πως «η παλιά κριτική γεννιέται από τον θαυμασμό. Κάποιες φορές απομακρύνεται από το κείμενο για να εξετάσει τον ηθικό σκοπό του. Ερμηνεύει την λογοτεχνία σαν κάτι που δεν υπάρχει σε απομόνωση, αλλά στο κέντρο των ιστορικών πολιτικών ενεργειών. Πάνω από όλα, η παλιά κριτική είναι φιλοσοφημένη στην γκάμα και στο ταμπεραμέντο της».   

Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, παρέμεινε σταθερός σε αυτό το «άρθρο της πίστης», σχολιάζουν οι New York Times, κάνοντας αναφορά στο πλατύ πεδίο της έρευνάς του - από τον Χάιντεγκερ και την ελληνική τραγωδία, ως το σκάκι και την λογοτεχνική μετάφραση.

Ωστόσο είχε πει σε συνέντευξή του: «Πριν από οτιδήποτε άλλο είμαι ένας αναγνώστης. Κι αυτό που γεμίζει τη ζωή μου –κυριολεκτικά και μεταφορικά, εφόσον φέτος κλείνω 52 χρόνια ως καθηγητής- είναι να διαβάζω τα κείμενα άλλων. Στα γαλλικά έχουν μια ωραία έκφραση: «maitreapenser», ο δάσκαλος της σκέψης. Δεν θα τολμούσα να περηφανευτώ κάτι τέτοιο για τον εαυτό μου. Αυτό που θα ήθελα, όμως, είναι το «maitrealire», ένας δάσκαλος της ανάγνωσης.»

Μικρή βιογραφία μιας μεγάλης ζωής: George Steiner | 23 Απριλίου 1929 - 3 Φεβρουαρίου 2020

Ο Τζωρτζ Στάινερ γεννήθηκε το 1929 στο Παρίσι από Εβραίους γονείς αυστριακής καταγωγής. Η οικογένειά του μετανάστευσε στην Αμερική το 1940. Ήδη από τα πρώτα του παιδικά χρόνια μιλούσε τρεις γλώσσες· αργότερα σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη με υποτροφία Rhodes.

Δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία στα Πανεπιστήμια του Καίμπριτζ, της Γενεύης και της Οξφόρδης και συνεργάστηκε, ως κριτικός λογοτεχνίας με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες του καιρού μας. 

Πρώτο του βιβλίο ήταν η μελέτη «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (1958). Ακολούθησαν τα έργα «The Death of Tragedy» («Ο θάνατος της τραγωδίας», 1960, ελλ. εκδ. Δωδώνη), «Language and Silence» («Γλώσσα και σιωπή», 1967), «In Bluebeard's Castle: Some Notes Towards the Redefinition of Culture» («Στο κάστρο του Κυανοπώγωνα: Σημειώσεις για τον επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας», 1971, ελλ. εκδ. Scripta), «After Babel» («Μετά τη Βαβέλ», 1975, ελλ. εκδ. Scripta), «On Difficulty» («Περί δυσκολίας», 1978, ελλ. εκδ. Ψυχογιός), «Antigones» («Αντιγόνες», 1984, ελλ. εκδ. Καλέντης), «Real Presences» («Πραγματικές παρουσίες», 1989), «Heidegger» («Χάιντεγκερ», 1992), «No Passion Spent» («Αξόδευτα πάθη», 1996, ελλ. εκδ. Νεφέλη), «Grammars of Creation» («Γραμματικές της δημιουργίας», 2001), η σύντομη αυτοβιογραφία του «Errata» (1998) και το μυθιστόρημα «The Deeps of the Sea» («Τα βάθη της θάλασσας», 1996).

Στα ελληνικά θα βρούμε τα βιβλία του:

«Ο θάνατος της τραγωδίας», Δωδώνη (1988)
«Οι Αντιγόνες», Καλέντης (2001)
«Αξόδευτα πάθη», Νεφέλη (2001)
«Στον πύργο του Κυανοπώγωνα», Scripta (2002)
«Περί δυσκολίας», Ψυχογιός (2002)
«Μετά τη Βαβέλ», Scripta (2004)
«Errata», Scripta (2005)
«Νοσταλγία του απόλυτου», Άγρα (2007)
«Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης», Scripta (2007)
«Χάιντεγκερ», Εκδόσεις Πατάκη (2009)
«Ο Όμηρος και οι καθηγητές», Εκάτη (2009)
«Η σιωπή των βιβλίων», Ολκός (2009)
«Τα μαθήματα των δασκάλων», Scripta (2011)
«Επανεξετάζοντας την τραγωδία», Έρασμος (2014)
«Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι», Αντίποδες (2015)
«Περί λόγου, τέχνης και ζωής», Εκδόσεις Πατάκη (2016)
«Η σιωπή και ο ποιητής», Έρασμος (2019)

Αποσπάσματα από το έργο του:

«Κανένας, τίποτα δεν μπορεί να διεισδύσει αποδεδειγμένα στις σκέψεις μου. Όταν λέμε ότι κάποιος "διαβάζει" τις σκέψεις κάποιου άλλου δεν έχουμε τίποτα περισσότερο από ένα σχήμα λόγου. Τις σκέψεις μου μπορώ να τις κρύψω παντελώς. Μπορώ να συγκαλύψω και να παραποιήσω την εξωτερική τους έκφραση, όπως μπορώ να κάνω το ίδιο και για το ύφος του προσώπου μου ή για τη σωματική μου γλώσσα».
[ Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης | μτφρ: Σεραφείμ Βελέντζας | εκδόσεις Scripta ]

«Στον ορίζοντα αχνοφαίνεται η προοπτική οι βιοχημικές, νευρολογικές ανακαλύψεις να αποδείξουν ότι οι επινοητικές, γνωσιακές διαδικασίες της ανθρώπινης ψυχής έχουν εν τέλει υλική πηγή. Ότι ακόμη και η μεγαλύτερη μεταφυσική εικασία ή το εντελέστερο ποιητικό εύρημα είναι περίπλοκες μορφές της μοριακής χημείας.
Αυτό δεν είναι ανακουφιστικό όραμα για μια πεπαλαιωμένη, συχνά τεχνοφοβική συνείδηση όπως η δική μου. Έρχεται μετά τις “ανθρωπιστικές επιστήμες” που τόσο ζοφερά μας πρόδωσαν μέσα στη μακρά νύχτα του εικοστού αιώνα. Ωστόσο, μπορεί να είναι μια θαυμαστή περιπέτεια. Και κάπου, ένας εξεγερμένος τραγουδιστής, ένας φιλόσοφος μεθυσμένος από μοναξιά, θα πει “Όχι”. Δυο συλλαβές φορτισμένες με την υπόσχεση της δημιουργίας".]

[Θα κυκλοφορήσει από τις "Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης", σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά].

Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του:

«Διαβάζω σημαίνει συγκρίνω. Έστω και ασυνείδητα. Το σημαντικό είναι να μην φτιάχνουμε λίστες με μετοχές που ανεβοκατεβαίνουν. Αυτό ας το αφήσουμε καλύτερα στη επιτροπή του Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αυτό που λέω πάντα στους μαθητές μου είναι να έχουν το θάρρος των δικών τους παθών. Εάν ερωτευτούν κεραυνοβόλα έναν συγγραφέα, η συμβουλή μου είναι να ρουφήξουν το σύνολο του έργου του – ακόμη και τα αδύναμα κομμάτια. Να μη δώσουν δεκάρα για τη γνώμη των υπολοίπων. Να μη διαπραγματευτούν το πάθος τους. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρει εάν ο συγγραφέας είναι «ήσσων» ή «ξεχασμένος». Από τη στιγμή που τον ανακαλύπτουμε έχει ξεκινήσει μαζί του ένας διάλογος που θα κρατήσει σε όλη μας τη ζωή. Δε νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη αίσθηση από αυτήν. Κατά τη διαδικασία υποδοχής φοιτητών στο Κέμπριτζ τους ζητούσα να μου ονομάσουν έστω κι έναν συγγραφέα, χωρίς να ντρέπονται ακόμη κι αν επρόκειτο για αστυνομική λογοτεχνία. Το ουσιώδες ήταν να συναντήσουν ένα έργο κι ένα έργο να τους «συναντήσει». Τα υπόλοιπα είναι υπόθεση χρόνου.»

«Επειδή ακόμη ζούμε σε μια μεσαιωνική προ-επιστημονική εποχή, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράξενο, πιστεύουμε εύκολα σε ευλογοφανή τσιτάτα, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε την τέταρτη διάσταση. Χρησιμοποιούμε τις έννοιες χώρος και χρόνος του Αϊνστάιν χωρίς να ξέρουμε για τι μιλάμε. Αφήνω εκτός συναγωνισμού την ιδέα ότι η καρέκλα στην οποία κάθεστε είναι ένα σύνολο δεκάκις εκατομμυρίων υποατομικών σωματιδίων. Ζούμε και μιλάμε σαν να βρισκόμαστε στην περίοδο πριν απ’ το Γαλιλαίο. Είναι παράξενη η αίσθηση ότι χρησιμοποιούμε δεκάδες φορές μέσα στην ημέρα το τηλέφωνο –μια εφεύρεση τόσο παλιά- χωρίς την παραμικρή ελπίδα ότι κάποτε θα χωνέψουμε πώς λειτουργεί. Άρα υπάρχει και ένα άλλο εμπόδιο εδώ: η παροιμιώδης τεμπελιά μας να γνωρίσουμε το σύγχρονο κόσμο. Από μία άποψη, αυτό είναι και η νεωτερικότητα: η μοναξιά και η ανημπόρια του ανθρώπου μέσα σ’ έναν πρακτικό κόσμο. Το καλύτερο παράδειγμα, όμως, είναι η Αυστρία, όπου κανείς δεν παίρνει δίπλωμα οδήγησης, εάν δεν μπορέσει να επιδιορθώσει μια βλάβη ή να αλλάξει ένα λάστιχο! Αυτό στην Αγγλία θα ήταν αδιανόητο. Πρέπει να ομολογήσω ότι ένας από τους χειρότερους εφιάλτες μου είναι ο όρος «εσωτερική ανάφλεξη»: βγάζω νόημα απ’ το μοντάρισμα των δύο λέξεων, αλλά, πιστέψτε με, δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάμε όταν ανοίγω το καπό του αυτοκινήτου. Για να μην πολυλογώ: χωρίς τις στοιχειώδεις γνώσεις των μαθηματικών, ο κόσμος μας δεν είναι τίποτε άλλο από μυθοπλασία. Τίποτε άλλο από ένα παραμύθι με ξωτικά. Ο Καρλ Γιουνγκ –ένας στοχαστής που κατά τα’ άλλα ποτέ δεν μ’ ενθουσίασε– έγραψε το 1945 ότι δεν αργεί ο καιρός που ο κόσμος θα αναζητάει ιπτάμενους δίσκους από τον ουρανό.»

«Ο Χάιντεγκερ ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος και την ίδια στιγμή ένας από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Αυτή η αντίφαση, όπως ξέρετε, βρίσκεται στο επίκεντρο της προσωπικής μου αναζήτησης απ’ την αρχή της διαδρομής μου. Πώς γίνεται το πρωί να παίζεις λίντερ του Σούμπερτ στο πιάνο και το βράδυ να δουλεύεις στο Άουσβιτς; Είναι κάτι στο οποίο ούτε οι αποδομιστές ούτε οι λακανιστές μπόρεσαν ποτέ να δώσουν μια απάντηση. Από μία άποψη, ο Χάιντεγκερ ήταν ναζί πριν καν εμφανιστούν οι ναζί. Για να σώσει την καριέρα του είπε ένα τεράστιο ψέμα. Ήξερε τι συνέβαινε στη Γερμανία, αν και όχι μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Αλλά όλα αυτά δεν έχουν καμιά σημασία για τη φιλοσοφία. Μαζί με τον Βιτγκενστάιν και τον Χούσερλ είναι οι φιλοσοφικοί πυλώνες του 20ού αιώνα. Το Είναι και ο χρόνος είναι το Finnegans Wake της μεταφυσικής. Θυμάμαι, όταν άρχισα να διαβάζω την πρώτη παράγραφο στο πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1950. Δεν καταλάβαινα το παραμικρό, αλλά το μικρόβιο με είχε ήδη μολύνει. Συνέχισα, ξανά και ξανά. Αυτό είναι που μετράει. Και κάτι άλλο: μέχρι το τέλος ο Χάιντεγκερ διακήρυττε ότι μόνο η ελληνική και η γερμανική γλώσσα -μετά τον Καντ- μπορούσαν να παραγάγουν φιλοσοφία. Όταν βρίσκομαι στο αμφιθέατρο με τους φοιτητές μου φωνάζω ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός είναι σκανδαλώδης. Αλλά το βράδυ στο σπίτι ξεφυλλίζω αχόρταγα τις φράσεις του ψιθυρίζοντας ότι μάλλον έχει δίκιο. Μακάρι να καταλαβαίναμε γιατί συμβαίνει αυτή η αντίφαση. Ο Σελίν και ο Προυστ είναι οι δύο γίγαντες της γαλλικής λογοτεχνίας. Ο Έζρα Πάουντ ένα τρελό, αλλόκοτο πλάσμα, ένας βάρδος του αντισημιτισμού, αλλά τόσο σπουδαίος τεχνίτης.»

[από συνέντευξή του στον Δημήτρη Δουλγερίδη στο περιοδικό The books’ journal ]