Τις δημόσιες επενδύσεις πολλοί αγάπησαν, τους φόρους ουδείς
Πακέτο Μπάιντεν

Τις δημόσιες επενδύσεις πολλοί αγάπησαν, τους φόρους ουδείς

Χθες η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν παρουσίασε το σχέδιο για τη μεταρρύθμιση της φορολογίας των επιχειρήσεων με  στόχο να αντλήσει τα επόμενα 15 χρόνια  έως και 2,5 τρισ. δολάρια από κέρδη αμερικανικών εταιρειών που δηλώνονται στο εξωτερικό.

 «Τα έσοδα από φόρους βρίσκονται ήδη στο χαμηλότερο επίπεδο πολλών γενιών. Αν συνεχίσουν να υποχωρούν, θα έχουμε λιγότερα χρήματα να επενδύσουμε σε δρόμους, γέφυρες, ευρυζωνικές συνδέσεις και R&D» σημείωσε χαρακτηριστικά η υπουργός, για να συνεχίσει ότι «το σχέδιο θα βάλει τέλος στην παγκόσμια κούρσα προς τα κάτω στη φορολόγηση των εταιρικών κερδών».  

Ο εταιρικός φόρος  λοιπόν αν και δεν θα φτάσει το 35% της προ-Τραμπ εποχής, θα αυξηθεί από το σημερινό 21% σε 28%. Η πρόταση αυτή δεδομένου του «μέτρου» που τη χαρακτηρίζει και σε συνδυασμό με τα δύο εξαιρετικά γενναία πακέτα  του Προέδρου Βiden για τη στήριξη της αμερικανικής οικονομίας, είναι πολύ πιθανό να περάσει με σχετική ευκολία  από το Κογκρέσο. 

Το ίδιο ισχύει και για την πρόταση της κατάργησης των επιδοτήσεων για τις πετρελαϊκές εταιρείες -αν και μάλλον η τελική της μορφή θα είναι προσαρμοσμένη προς ένα σταδιακό μοντέλο κατάργησης- και της καθιέρωσης φορολογικών κινήτρων για την «πράσινη» ενέργεια.

Δεν πιστεύουμε όμως ότι θα ισχύσει το ίδιο με την πρόταση για έναν παγκόσμιο ελάχιστο φόρο της τάξης του  21% για τα κέρδη των πολυεθνικών.

Βλέπετε, το σχέδιο που παρουσίασε η Τζάνετ Γέλεν φιλοδοξεί να καταργήσει μια σειρά από κίνητρα για τη μεταφορά κερδών στο εξωτερικό μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Και αυτό είναι κάτι για το οποίο μάλλον θα πρέπει να δοθεί «μάχη».

Αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι ανάλογες προτάσεις θα συζητηθούν στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον σε επίπεδο G-20, η «μάχη» αυτή αναμένεται να λάβει παγκόσμιες διαστάσεις.

Όπως έξοχα σημείωσε σε άρθρο του στο Bloomberg o David Fickling, oι εταιρείες έχουν μειώσει τα λειτουργικά έξοδα στο πάνω μέρος των εκθέσεων των αποτελεσμάτων τους, «μετακομίζοντας» το μεταποιητικό τμήμα της δραστηριότητας τους όπου το κόστος εργασίας είναι χαμηλότερο, δηλαδή στην Κίνα και τις λοιπές αναδυόμενες οικονομίες.

Το ίδιο έχουν κάνει όμως και με το «κάτω μέρος»  των δηλώσεων αποτελεσμάτων τους, εκχωρώντας τα κέρδη τους σε δικαιοδοσίες χαμηλής φορολογίας, όπως οι Βερμούδες, οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, τα Νησιά Κέιμαν, η Ιρλανδία, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, η Σιγκαπούρη και η Ελβετία.

Ένα σημαντικό λοιπόν κομμάτι της κερδοφορίας των πολυεθνικών εταιρειών εξαρτάται από αυτές τις δύο κινήσεις. Γι’αυτόν ακριβώς το λόγο πιστεύουμε ότι η συγκεκριμένη πρόταση της φορολογικής μεταρρύθμισης του Μπάιντεν, θα αντιμετωπίσει έντονες αντιδράσεις και εξαιρετικά μεγάλη δυσκολία να περάσει ως έχει από το Κογκρέσο.

Η ισχύς εν τη ενώσει;

Η αντιμετώπιση των τακτικών των πολυεθνικών  αρχίζει και εξετάζεται ολοένα και συχνότερα σε επίπεδο  G20 και ΟΟΣΑ. Μάλιστα σύμφωνα με μελέτη του 2020 του ΟΟΣΑ, αν η μείωση της τακτικής  εκχώρησης των κερδών σε δικαιοδοσίες χαμηλής φορολογίας γίνει κάποια στιγμή πραγματικότητα, τότε τα κράτη θα κερδίζουν έως και 100 δισ. δολάρια ετησίως, τα οποία θα μπορούσαν να τα διαθέσουν σε υποδομές, κοινωνικό κράτος, ή  ακόμα και να ελαφρύνουν τα φορολογικά βάρη της μεσαίας τάξης.

Όπως όλα όμως τα πράγματα στη ζωή, τα πάντα είναι θέμα επιλογών και ισορροπιών. Μπορεί τα κράτη να μην μπορούν να υιοθετήσουν τους μηδενικούς συντελεστές των Νήσων Κέιμαν αλλά αν οριοθετήσουν λογικούς φορολογικούς συντελεστές, ίσως η αντίσταση που θα συναντήσουν από τις πολυεθνικές  να είναι μικρότερη.

Οι δημόσιες επενδύσεις σε  προγράμματα υποδομών και η υποστήριξη της Έρευνας και Ανάπτυξης είναι ένας ακόμα τρόπος να δελεάσουν τους αμερικανικούς κολοσσούς  να «βάλουν λίγο περισσότερο το χέρι στην τσέπη».

Αυτό που καλείται λοιπόν να κάνει η κυβέρνηση Βiden είναι να βρει τη χρυσή τομή προκειμένου να πείσει τόσο το Κογκρέσο, όσο και τους αμερικανικούς κολοσσούς, ότι το πρόγραμμα –μαμούθ των υποδομών που με τόσο ενθουσιασμό υποδέχτηκαν όλοι- συμπεριλαμβανομένων και των αγορών- πρέπει με κάποιο τρόπο να χρηματοδοτηθεί και η απάντηση δεν βρίσκεται αποκλειστικά στον  ελλειμματικό προϋπολογισμό των ΗΠΑ.

Το ερώτημα που θα πρέπει αριστοτεχνικά να φέρει στην επιφάνεια ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου είναι το εξής:  Τι ποσοστό της  τελευταίας μείωσης της φορολογίας από το 35% στο 21% και των «λοιπών» εξοικονομήσεων μέσω των φορολογικών παραδείσων έγιναν επενδύσεις ουσίας και τι ποσοστό  αγορές ιδίων μετοχών;  Μήπως ανάμεσα στις δύο απαντήσεις υπάρχει πράγματι «ζωτικός χώρος» για μια αντιστροφή στρατηγικής, προκειμένου να υλοποιηθεί ένα πρόγραμμα –πρότυπο που θα προχωρήσει την αμερικανική οικονομία στο επόμενο επίπεδο «διάχυσης» του βιοτικού επιπέδου σε ακόμα περισσότερους πολίτες;

Ανεξάρτητα αν η αύξηση της φορολογίας θα λειτουργήσει σαν αφορμή να προσγειωθούν κάποιες αποτιμήσεις,  σε μακροπρόθεσμο επίπεδο η δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, η προστασία του πλανήτη  και η υποστήριξη της Έρευνας και της Ανάπτυξης μόνο καλά έχουν να φέρουν στην αμερικανική οικονομία,  και κατ’επέκταση στις πολυεθνικές αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.

[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.