Το συνταξιοδοτικό «καθρέφτης» των αντοχών της κυβέρνησης Μερτς
AP Photo/Markus Schreiber
AP Photo/Markus Schreiber

Το συνταξιοδοτικό «καθρέφτης» των αντοχών της κυβέρνησης Μερτς

Η αναμενόμενη αποχή της Αριστεράς από τη σημερινή κρίσιμη ψηφοφορία επί του συνταξιοδοτικού νομοσχεδίου στη Γερμανία έρχεται εμμέσως να διασώσει τον Φρίντριχ Μερτς από μία ταπεινωτική ήττα που θα μπορούσε να οδηγήσει μέχρι και σε πρόωρες κάλπες, όμως ταυτόχρονα αναδεικνύει την έκταση της πίεσης που δέχεται η κυβέρνηση από το εσωτερικό της, τις περιορισμένες αντοχές του «μεγάλου συνασπισμού» και στην πράξη την αδυναμία να προχωρήσουν οι ριζικές μεταρρυθμίσεις για τη στήριξη μίας οικονομίας που βρίσκεται σε «ελεύθερη πτώση».

Σε μία ανοιχτή αντιπαράθεση γενεών μέσα στους ίδιους τους κόλπους της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) έχει εξελιχθεί εδώ και εβδομάδες το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός του 2026 αποφεύγει ουσιαστικές τομές στο εξαιρετικά ευαίσθητο ζήτημα των συντάξεων, με τη νεότερη γενιά βουλευτών του κόμματος του να αμφισβητεί την κατεύθυνση της κυβέρνησης στο συνταξιοδοτικό και κατ’ ουσίαν τον ίδιο τον Φρίντριχ Μερτς. Στο φόντο αυτής της εσωκομματικής «ανταρσίας», η σημερινή ψηφοφορία στη Μπούντεσταγκ για το συνταξιοδοτικό νομοσχέδιο έρχεται να αποκαλύψει, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή από τον σχηματισμό του, πόσο εύθραυστος είναι ο συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών/Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) που «μετρά» μόλις επτά μήνες «ζωής» και έχει χάσει ήδη την εμπιστοσύνη της πλειονότητας των Γερμανών πολιτών όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις. Ο δε καγκελάριος Μερτς βρίσκεται δημοσκοπικά στο ναδίρ.

Μόνο χάρη στην απόφαση της Αριστεράς (Die Linke) να απόσχει από την ψηφοφορία φαίνεται να γλιτώνει ο Φρίντριχ Μερτς από μία ταπεινωτική ήττα που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην κατάρρευση του κυβερνητικού συνασπισμού και σε νέα προσφυγή στις κάλπες τη χειρότερη δυνατή στιγμή, όταν η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε δεινή κατάσταση και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ήδη δεύτερη κοινοβουλευτική δύναμη στη Μπούντεσταγκ, φθάνει να εδραιώνεται στην πρώτη θέση σε ομοσπονδιακό επίπεδο σε πολλές δημοσκοπήσεις. Δεν καταλαγιάζει ωστόσο, και για την ακρίβεια αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο, η πιο ουσιαστική ανησυχία: η αδυναμία της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε ουσιώδεις μεταρρυθμίσεις.

Το νομοσχέδιο, βασικός πυλώνας της συμφωνίας συγκυβέρνησης μεταξύ της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, προβλέπει τη διατήρηση του επιπέδου των συντάξεων στο 48% του μέσου μισθού κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου έως το 2031, με παράταση των εγγυήσεων και πέραν αυτής της ημερομηνίας. Η χρηματοδότηση βασίζεται στις υποχρεωτικές εισφορές του ενεργού εργατικού δυναμικού και στη συμπληρωματική στήριξη του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, ο οποίος τα τελευταία χρόνια καλύπτει συνεχώς μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών λόγω της δημογραφικής γήρανσης. 

Για τους υποστηρικτές του νομοσχεδίου, αυτό αποτελεί ελάχιστη εγγύηση σταθερότητας στην τρέχουσα συγκυρία κατά την οποία η αύξηση του αριθμού συνταξιούχων και η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού δοκιμάζουν τη συνοχή του συστήματος και την ικανότητα του κράτους και της οικονομίας να διατηρήσουν την ισορροπία κοινωνικών παροχών, παραγωγής και ευημερίας  Στον αντίποδα, για τους νεότερους βουλευτές της CDU, συγκεντρωμένους στην Junge Union, η πρόταση αποτελεί επιβάρυνση χωρίς στρατηγικό ορίζοντα, παραβίαση της λογικής του ίδιου του κυβερνητικού προγράμματος και απειλή για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος.

Η κριτική τους εστιάζει στην παράταση των εγγυήσεων πέραν του 2031. Η νεότερη «φρουρά» των Χριστιανοδημοκρατών υποστηρίζει ότι η ρύθμιση υπερβαίνει τις δεσμεύσεις του συμφώνου του κυβερνητικού συνασπισμού και διατηρεί αλώβητο ένα σύστημα που, κατά την άποψή τους, δεν ανταποκρίνεται πλέον στις δημογραφικές πραγματικότητες. Επισημαίνουν επίσης ότι η ομαλή μείωση του επιπέδου της σύνταξης στο 47% του μέσου μισθού θα αποτελούσε εύλογη συνεισφορά των μεγαλύτερων, ώστε να μην μετατεθεί το βάρος ακέραιο στους νεότερους. Ο 28χρονος Γιοχάνες Φόλκμαν, εγγονός του πρώην καγκελάριου Χέλμουτ Κολ και βουλευτής στην περιφέρεια Λαν-Ντιλ στη δυτική Γερμανία, έχει αναδειχθεί σε κεντρική φωνή αυτής της ομάδας, αναφέροντας ότι το «πακέτο» Μερτς θα επιβαρύνει τη γενιά του με περίπου 120 δισ. ευρώ έως το 2040.

Συνολικά 18 βουλευτές του συντηρητικού μπλοκ, οι περισσότεροι νεότεροι σε ηλικία, έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα ψηφίσουν το νομοσχέδιο. Με δεδομένη την εύθραυστη πλειοψηφία των 12 εδρών σε σύνολο 630 στη Μπούντεσταγκ, οι διαρροές αυτές θα αρκούσαν για μια βαριά ήττα για τον Μερτς - το τρίτο και βαρύτερο πλήγμα μετά την αποτυχία κατά την πρώτη ψηφοφορία να λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης της Μπούνσταγκ για την ανάληψη της καγκελαρίας τον Μάιο -ένα πρωτοφανές γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας- και την αποτυχημένη προσπάθεια διορισμού δικαστή στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο τον Ιούλιο. Μία τέτοια ήττα θα υπογράμμιζε την αδυναμία του καγκελάριου να επιβληθεί στο ίδιο του το κόμμα και θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμη και την πτώση της κυβέρνησης

Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, η ανακοίνωση της Αριστεράς ότι οι 64 βουλευτές της θα απόσχουν από την ψηφοφορία λειτουργεί ως έμμεση διάσωση των σχεδίων της κυβέρνησης. Η αποχή μειώνει τον αριθμό των απαιτούμενων θετικών ψήφων για την υπερψήφιση του νομοσχεδίου στις 284, κατώφλι που η κυβέρνηση μπορεί να περάσει ακόμη και με τις όποιες απώλειες από τη νεότερη ομάδα της CDU. Αυτό που δεν διασώζεται ωστόσο είναι το γεγονός ότι τίθεται εν αμφιβόλω η ικανότητα της κυβέρνησης να προωθεί νομοθετικές πρωτοβουλίες.

Η ηγεσία της Αριστεράς, με επικεφαλής την Χάιντι Ράιχινεκ, ξεκαθάρισε ότι δεν προσφέρει στήριξη στον συνασπισμό αλλά ενεργεί για να αποτραπούν περικοπές που θα έπλητταν εκατομμύρια συνταξιούχους, κατηγορώντας το συντηρητικό μπλοκ ότι «παίζει παιχνίδια εξουσίας στις πλάτες των συνταξιούχων». Η προειδοποίηση αυτή συνοδεύεται από μία ακόμη αντιφατική διάσταση: η αποχή της Αριστεράς δημιουργεί την εντύπωση ότι η κυβέρνηση χρειάζεται τη βοήθεια ενός κόμματος που η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση θεωρεί πολύ ριζοσπαστικό για οποιαδήποτε θεσμική συνεργασία.

Στους Σοσιαλδημοκράτες την ίδια στιγμή, η στάση του Μερτς ερμηνεύεται ως υπέρμετρα επιθετική προς τους εταίρους, με τα στελέχη του SPD να θεωρούν ότι ήδη έχουν προσφέρει σημαντικές παραχωρήσεις στη διαπραγμάτευση του κυβερνητικού προγράμματος. Η συμπρόεδρος του κόμματος Μπέρμπελ Μπας είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ενδεχόμενη καταψήφιση του νομοσχεδίου θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυση της κυβέρνησης, κίνδυνο που η ίδια η CDU εν τω μεταξύ υποβάθμιζε. 

Το πολιτικό ρίσκο είναι εμφανώς μεγάλο λόγω της επιβράδυνσης της γερμανικής οικονομίας, η οποία έχει συρρικνωθεί τα έτη 2023 και 2024 και το 2025 καταγράφει ασθενική ανάπτυξη. Ο πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών Εργοδοτών (BDA), Ράινερ Ντούλγκερ, στηλιτεύει σε συνέντευξή του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung την αδυναμία της κυβέρνησης να προχωρήσει στις αναγκαίες βαθιές μεταρρυθμίσεις που είχε συμφωνήσει να υλοποιήσει. «Μέχρι στιγμής, δυστυχώς, δεν βλέπω τίποτε άλλο πέρα από 500 δισ. ευρώ χρέους. Το χρέος υπάρχει· οι μεταρρυθμίσεις όχι», αναφέρει.

Παράλληλα, ο Πέτερ Λάιμπινγκερ, πρόεδρος της Ένωσης Γερμανών Βιομηχάνων (BDI), προειδοποίησε αυτή την εβδομάδα ότι βασικοί βιομηχανικοί κλάδοι -από την αυτοκινητοβιομηχανία μέχρι τον χάλυβα και τα χημικά- βρίσκονται σε ένα «δραματικό σημείο καμπής», με κάθε μήνα καθυστέρησης στην προώθηση αποτελεσματικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων να συνεπάγεται «περισσότερες απώλειες θέσεων εργασίας και ευημερίας» και να συρρικνώνει τα περιθώρια κυβερνητικών δράσεων για το μέλλον. «Η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, αλλά η κυβέρνηση δεν αντιδρά με την απαιτούμενη αποφασιστικότητα», σημειώνει.

Γύρω από συνταξιοδοτικό διακλαδώνονται πολλές πιέσεις - δημογραφικές, πολιτικές και οικονομικές. Οι νεότεροι βουλευτές έχουν κερδίσει τη στήριξη περίπου 20 διακεκριμένων οικονομολόγων και κλάδων της επιχειρηματικής κοινότητας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το βάρος πέφτει δυσανάλογα στους εργαζομένους, ενώ το σύστημα, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν ενθαρρύνει την αναμόρφωση ούτε ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Στο παρασκήνιο, ο Μερτς προσπάθησε σε προ ημερών κλειστή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας των Χριστιανοδημοκρατών να εξασφαλίσει ενιαία στάση, δίνοντας έμφαση στους γεωπολιτικούς κραδασμούς διεθνώς και προειδοποιώντας για «δραματικές συνέπειες» σε περίπτωση καταψήφισης. Η παρέμβαση, ωστόσο, δεν φαίνεται να μετέβαλε τη στάση των «18». Ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης της ψηφοφορίας, η εικόνα που αναδύεται είναι εκείνη μιας κυβέρνησης που αγωνίζεται να συντηρήσει την ισορροπία της. Η άτυπη στήριξη της Αριστεράς μπορεί να αποφύγει μία άμεση κυβερνητική κρίση, όμως το ζήτημα της συνοχής του συνασπισμού και της δυνατότητάς του να νομοθετεί παραμένει ανοιχτό.