Σύμμαχοι, εχθροί και επιτήδειοι ουδέτεροι στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας
AP Photo/Nam Y. Huh
AP Photo/Nam Y. Huh

Σύμμαχοι, εχθροί και επιτήδειοι ουδέτεροι στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας

Στις πιο σκοτεινές του στιγμές, το Ισραήλ επιβεβαιώνει ακλόνητες συμμαχίες προεξάρχουσας αυτής με τις Ηνωμένες Πολιτείες και «ζυγίζει» διστακτικούς εταίρους, επιτήδειους ουδέτερους έως και εν τοις πράγμασι υποστηρικτές της τρομοκρατίας της Χαμάς. Η θηριωδία κατά αμάχων οδηγεί σε έναν ολομέτωπο πόλεμο κατά της οργάνωσης που με τις «ευλογίες» του θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν σφαγιάζει και απαγάγει παιδιά -μίας τρομοκρατικής οργάνωσης-πληγή και για τον ίδιο τον παλαιστινιακό λαό στην αποκλεισμένη Λωρίδα της Γάζας.

Καθώς η Μέση Ανατολή φλέγεται μετά την πρωτοφανή σε κλίμακα και αγριότητα επίθεση που εξαπέλυσε η Χαμάς, ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έχει εκφράσει κατ' επανάληψη την απόλυτη υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα, δεσμευόμενος ότι «θα έχει ο,τι χρειαστεί» για να υπερασπιστεί τους πολίτες και την επικράτειά του. 

Ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Άντονι Μπλίνκεν, μεταβαίνει σήμερα στο Τελ Αβίβ, όπου και έχει συγκροτηθεί κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης τη στιγμή που βρίσκεται προ των πυλών χερσαία επέμβαση στη Λωρίδα της Γάζας και ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου ελλοχεύει. Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο, και δεδομένου ότι τα ισραηλινά αντίποινα στη Γάζα είναι σαρωτικά, η Ουάσινγκτον έχει διαμηνύσει μέσω πολλαπλών διαύλων προς τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου να μείνει έξω από τον πόλεμο και να μην κλιμακώσει περαιτέρω με επιθέσεις στο βόρειο Ισραήλ.

«Μην το κάνετε» είναι η ξεκάθαρη προειδοποίηση που έχει απευθύνει ο Τζο Μπάιντεν προς κράτη ή μη κρατικούς φορείς που μπορεί να επιδιώξουν να εμπλακούν σε αυτό τον πόλεμο. Ως σαφές μήνυμα αποτροπής οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει κοντά στις ακτές του Ισραήλ το θηριώδες αεροπλανοφόρο «USS Gerald R. Ford» που συνοδεύεται από καταδρομικά και αντιτορπιλικά, ενώ παράλληλα στέλνουν επιπλέον πυρομαχικά στο Ισραήλ και βρίσκονται σε διαδικασία συνολικής ενίσχυσης της στρατιωτικής τους παρουσίας στη Μέση Ανατολή.

Η ανάπτυξη του «USS Gerald R. Ford» -η οποία και ήλθε τη στιγμή που στην Τεχεράνη ο πρόεδρος Εμπραχίμ Ραΐσί χαιρέτιζε την «αντίσταση» και υποδαύλιζε ξανά το μισός κατά του Ισραήλ αλλά αρνούνταν οποιαδήποτε ανάμειξη στην επίθεση- δεν βρήκε… σύμφωνο τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος εξαπέλυσε μία συνολική και άνευ προηγουμένου επίθεση κατά των Ηνωμένων Πολιτειών λέγοντας ότι στηρίζουν, εκπαιδεύουν και εξοπλίζουν τρομοκρατικές οργανώσεις που προκαλούν στη Μέση Ανατολή λουτρό αίματος. «Τι γυρεύει το αεροπλανοφόρο στη Γάζα;» είπε ο Ερντογάν για να κατηγορήσει τις ΗΠΑ ότι θα διαπράξουν σφαγές. 

Η ασυνήθιστα μετριοπαθής στάση που είχε επιδείξει αρχικά μπροστά στα γεγονότα ο Ερντογάν δεν «άντεξε» τελικά περισσότερο από ένα 24ωρο με την πρωτοφανή ολομέτωπη επίθεση στις ΗΠΑ να συμπληρώνεται με «πυρά» και κατά του Ισραήλ, το οποίο και κατηγόρησε για σφαγές στη Γάζα και επαίσχυντες μεθόδους που στερούνται κάθε ηθικής βάσης. Τα αντανακλαστικά του Ισραήλ είναι εκείνα «μιας οργάνωσης και όχι ενός κράτους, και ως εκ τούτου θα πρέπει να γνωρίζει πως «αν δεν συμπεριφερθεί ως κράτος θα καταλήξει να αντιμετωπίζεται σαν οργάνωση», ήταν η δήλωση-προειδοποίηση που προήλθε διά στόματος Ερντογάν.

Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς ήλθε όχι μόνο τη στιγμή που το Ισραήλ κινούνταν προς προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία υπό τη μεσολάβηση των ΗΠΑ -διαδικασία που επιχειρείται να τορπιλιστεί- αλλά τη στιγμή που και ο ίδιος ο Ερντογάν επιχειρούσε «ανοικοδόμηση» της διμερούς σχέσης Άγκυρας-Τελ Αβίβ.

Ο Τούρκος πρόεδρος παραμένει δημοφιλής στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη, λόγω της σκληρής ρητορικής για τις πολιτικές του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων. Η Χαμάς εξακολουθεί να διατηρεί γραφεία στην Τουρκία και, σε αντίθεση με πολλούς από τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, η Άγκυρα έχει αρνηθεί να την χαρακτηρίσει ως τρομοκρατική οργάνωση. Ο ηγέτης της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγε, μοιράζει δε ως επί το πλείστον τον χρόνο του μεταξύ Κατάρ και Τουρκίας. Εκατοντάδες διαδηλωτές υπέρ της Χαμάς βγήκαν στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης για να υποστηρίξουν τις επιθέσεις της οργάνωσης κατά του Ισραήλ. 

Εκ πρώτης όψεως, ο Ερντογάν φάνηκε να επιχειρεί να κρατήσει απέναντι στον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς μία στάση ανάλογη με εκείνη στην Ουκρανία, όπου προβάλλει ως συνομιλητής και των δύο πλευρών, μεσολαβητής και εν δυνάμει «ειρηνοποιός». Ωστόσο, είναι πολύ πιο δύσκολο να κρατήσει στην προκειμένη αυτές τις «ισορροπίες». Οι συνθήκες και οι συσχετισμοί -διεθνώς και στο εσωτερικό της Τουρκίας- είναι εντελώς διαφορετικοί. Εντούτοις και πάλι εκτιμάται ότι θα επιχειρήσει να προβάλλει ως μεσολαβητικός παράγοντας, ιδίως ως προς τις προσπάθειες απελευθέρωσης Ισραηλινών αμάχων που κρατούνται από τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας.

Πούτιν και Σι δεν «αγγίζουν» τη Χαμάς

Ο Τούρκος πρόεδρος έχει ενημερώσει παράλληλα ότι θα διαβουλευτεί για τις εξελίξεις και με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος έσπασε τη σιωπή του για την τρομοκρατική επίθεση που συγκλόνισε το Ισραήλ μόνο και μόνο για να επιτεθεί σε συγχορδία με τον Ερντογάν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πολιτική της Αμερικής στη Μέση Ανατολή έχει αποτύχει και ευθύνονται για τον πόλεμο που ξέσπασε, δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος που από τη μία πλευρά «βλέπει» με ικανοποίηση να αποσπάται η προσοχή της Δύσης από το μέτωπο στην Ουκρανία, από την άλλη όμως έρχεται και ο ίδιος σε δύσκολη θέση καθώς η Μόσχα παραδοσιακά προσπαθούσε να βαδίσει σε μία λεπτή διπλωματική γραμμή μεταξύ των συμμάχων της στη Μέση Ανατολή και του Ισραήλ, με το οποίο και διατηρεί ή διατηρούσε καλές σχέσεις.

Μετά την απρόκλητη εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, το καθεστώς Πούτιν κινήθηκε προς ενίσχυση της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ιράν, ορκισμένο εχθρό του Ισραήλ που οπλίζει και στηρίζει οικονομικά τη Χαμάς, με την Τεχεράνη να προμηθεύει με drones και βλήματα πυροβολικού τη ρωσική πολεμική μηχανή. Σήμερα, ο Πούτιν χαρακτηρίζει εντελώς ανεδαφικούς τους ισχυρισμούς περί εμπλοκής του Ιράν, ενώ λέει πως... «δεν καταλαβαίνει» γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες «φέρνουν αεροπλανοφόρα στην περιοχή».

«Η στάση της Ρωσίας στη σύγκρουση είναι περίπλοκη», σχολιάζει η Τατιάνα Στανόβαγια, ανώτερη συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Carnegie Russia Eurasia Center και ιδρύτρια της εταιρείας αναλύσεων R.Politik. «Από τη μία πλευρά, η Μόσχα μπορεί να βασιστεί στο ιστορικό της στην ενδοπαλαιστινιακή διαμεσολάβηση και στους δεσμούς της με τη Χαμάς για να αποκτήσει ερείσματα σε οποιαδήποτε ειρηνευτική διαδικασία. Βλέπει επίσης τη σημασία της ενίσχυσης των σχέσεών της με το Ιράν και τα αραβικά κράτη. Από την άλλη πλευρά, παρά τις πρόσφατες εντάσεις, η σχέση της Ρωσίας με το Ισραήλ, παραμένει ισχυρή και ρεαλιστική, που χαρακτηρίζεται από ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας, ένα βαθμό πρακτικού συντονισμού στη Συρία και κοινές απόψεις σχετικά με την ιστορική σημασία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το γεγονός ότι το Ισραήλ δεν έχει επιβάλει τις δυτικές κυρώσεις είναι επίσης αξιοσημείωτο», αναφέρει.

Η Ρωσία κατέχει μια κάπως μοναδική θέση στο γεωπολιτικό σκηνικό της Μέσης Ανατολής, έχοντας καταφέρει τα περασμένα έτη να εδραιώσει συμμαχίες με χώρες που είναι ή ήταν ορκισμένοι εχθροί -όπως το Ιράν και το Ισραήλ, αλλά και το Ιράν και η πετρελαιοπαραγωγός δύναμη της Σαουδικής Αραβίας (που επισφράγισαν προ μηνών μία ιστορική συμφωνία ομαλοποίησης σχέσεων υπό κινεζική μεσολάβηση, κάτι που εξέπληξε πολλούς, και πρωτίστως τις ΗΠΑ).

Στο πλαίσιο της εκστρατείας Πούτιν να επεκτείνει την επιρροή και την παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή, η Μόσχα έχει στηρίξει στρατιωτικά το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ στη Συρία (χώρα που, όπως και το Ιράν, δεν αναγνωρίζει το Κράτος του Ισραήλ) και σε αντάλλαγμα διατηρεί στρατιωτική παρουσία στη χώρα, ενώ έχει επιδιώξει να εμβαθύνει τους δεσμούς της -ή να επεκτείνει την εμβέλειά της- σε Λίβανο, Αίγυπτο και το Ιράκ.

Ως αποτέλεσμα της χλιαρής υποστήριξης Πούτιν στο Ισραήλ μπροστά στην τρομοκρατία της Χαμάς, ο Ίαν Μπρέμερ, ιδρυτής και πρόεδρος του Eurasia Group, εκτιμά μιλώντας στο δίκτυο CNBC ότι «η σχέση Ρωσίας-Ισραήλ, η οποία ήταν λογικά ισορροπημένη, θα υποστεί ρήξη».

Εκτός του Πούτιν, μία αποφασιστική δήλωση καταδίκης των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν κατά αμάχων δεν βρήκε να πει ούτε ο σύμμαχός του, Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ. Μετά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου, η κινεζική κυβέρνηση εξέδωσε αρχικά μια άνευρη ανακοίνωση, καλώντας «τα δύο μέρη να παραμείνουν ήρεμα, να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να τερματίσουν αμέσως τις εχθροπραξίες για την προστασία των αμάχων και την αποφυγή περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης», και υπογραμμίζοντας την ανάγκη να προχωρήσει η λύση των δύο κρατών.

Κατόπιν συνάντησης του Σι Τζινπίνγκ με τον επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στην αμερικανική Γερουσία, Τσακ Σούμερ, στο Πεκίνο τη Δευτέρα, η κινεζική κυβέρνηση ενίσχυσε τη δήλωση καταδικάζοντας τη βία και τις επιθέσεις εναντίον αμάχων, αλλά εξακολουθούσε να μην κατονομάζει τη Χαμάς την ώρα που Ηνωμένες Πολιτείες, Ευρώπη, μεγάλο μέρος της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής καταδίκαζαν απερίφραστα την ωμή βία και τρομοκρατία.

Η Κίνα επιχείρησε να παρουσιαστεί ως ουδέτερος παράγοντας (και) σε αυτή τη σύγκρουση, χωρίς να πείθει. Όταν ο Παλαιστίνιος πρόεδρος, Μαχμούντ Αμπάς, είχε επισκεφθεί το Πεκίνο τον Ιούνιο, ο Σι δεσμευόταν να συμβάλει με την «κινεζική σοφία και την κινεζική δύναμη» στην επίλυση της μακροχρόνιας σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων. Όμως, κατά τους αναλυτές που επικαλείται το CNN, οι αρχικές αντιδράσεις του Πεκίνου εκθέτουν την περιορισμένη επιρροή του, αλλά και την έλλειψη εμπειρίας και τεχνογνωσίας για να επιφέρει μία ουσιαστική αλλαγή, παρά την επίσημη προπαγάνδα που εμφανίζει την Κίνα ως τη νέα ειρηνοποιό δύναμη και την «εναλλακτική λύση» σε μία παγκόσμια τάξη υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ.

Όσο για τα κινεζικά κρατικά μέσα ενημέρωσης, όπως σχολιάζει το Foreign Policy κατέφυγαν στη συνήθη προσέγγισή τους για αβέβαια πολιτικά ζητήματα: Φταίνε οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα δελτία ειδήσεων στην Κίνα «έκλιναν» σταθερά προς την κατεύθυνση της ανάδειξης των βομβαρδισμών του Ισραήλ στη Γάζα παρά των επιθέσεων της Χαμάς, αλλά αναφέρθηκαν και στα δύο. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης έδωσαν τη μεγαλύτερη έμφαση, ωστόσο, στην «κακόβουλη» ανάμειξη της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή.