Στη σκιά και την αφάνεια, και εν μέσω διεθνούς αδράνειας, το Σουδάν βιώνει σήμερα από μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στη σύγχρονη παγκόσμια Ιστορία. Ο εμφύλιος και η πείνα σκοτώνουν τους Σουδανούς και οι πρόσφυγες και εκτοπισμένοι ξεπερνούν πλέον τα 14 εκατομμύρια. Περισσότεροι από 25 εκατομμύρια άνθρωποι -πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας- αντιμετωπίζουν οξεία επισιτιστική ανασφάλεια. Λιμός έχει ξεσπάσει ήδη σε δέκα περιοχές της χώρας, ενώ δεκάδες άλλες βρίσκονται σε κατάσταση άμεσου κινδύνου.
Έχουν πλέον συμπληρωθεί δύο χρόνια αφότου δύο στρατηγοί, αμφότεροι εμπλεκόμενοι στη γενοκτονία του Νταρφούρ, έριξαν ξανά το Σουδάν στην άβυσσο. Η εκτίμηση του πραγματικού αριθμού των θυμάτων από τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος ξέσπασε τον Απρίλιο του 2023, παραμένει εξαιρετικά δύσκολη λόγω της περιορισμένης πρόσβασης στις εμπόλεμες και απομονωμένες περιοχές και του γεγονότος ότι πολλοί θάνατοι δεν καταγράφονται επίσημα ή δεν αναφέρονται από τις τοπικές αρχές.
Βάσει μελέτης της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, μόνο στο Χαρτούμ είχαν καταγραφεί από τον Απρίλιο του 2023 έως τον Ιούνιο του 2024 πάνω από 61.000 θάνατοι από κάθε αίτιο -ένοπλη βία, ασθένειες και πείνα. Ερευνητές εκτιμούν ότι ο συνολικός αριθμός των θανάτων σε ολόκληρη τη χώρα μπορεί να αγγίζει έως σήμερα έως και τις 150.000.
Βία, θάνατος, πείνα και ασθένειες σε ασύλληπτη κλίμακα. Εκατομμύρια παιδιά υποφέρουν από οξύ υποσιτισμό. Ο εμφύλιος έχει τροφοδοτήσει τη χειρότερη ανθρωπιστική κρίση και τη μεγαλύτερη κρίση εκτοπισμού που μαίνεται σήμερα παγκοσμίως. Στα δέκα εκατομμύρια εκτιμάται ο αριθμός των εσωτερικά εκτοπισμένων, ενώ περίπου τέσσερα εκατομμύρια είναι οι πρόσφυγες σε γειτονικά κράτη. Στην τρίτη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της Αφρικής το ένα τέταρτο του πληθυσμού έχει ξεριζωθεί.
Οι ανθρωπιστικές οργανώσεις καταγγέλλουν ότι η παρεμπόδιση της διανομής της βοήθειας από τα αντίπαλα εμπόλεμα «στρατόπεδο» έχει καταστεί πλέον πάγια πρακτική. Την ίδια ώρα, η οξεία έλλειψη χρηματοδότησης, επιβαρυμένη και από τη διεθνή «κόπωση» των δωρητών, οδήγησε το Παγκόσμιο Επισιτιστικό Πρόγραμμα του ΟΗΕ στην αναστολή σχεδόν του 40% των επιχειρήσεών του στο Σουδάν. Οι ιατρικές υποδομές βρίσκονται σε κατάσταση πλήρους κατάρρευσης, με λιγότερα από το 20% των νοσοκομείων να παραμένουν λειτουργικά, ενώ λοιμώδεις νόσοι όπως η χολέρα και η ιλαρά εξαπλώνονται ανεξέλεγκτα.
Η χώρα ακροβατεί στο χείλος της κατάρρευσης αλλά η πάλη εξουσίας ανάμεσα στις στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις του Σουδάν αντί να κοπάζει εξαπλώνεται. Όμως ο πόλεμος απέχει μακράν από το να αποτελεί εσωτερική σύγκρουση, καθώς είναι εκτεταμένη η ανάμειξη εξωτερικών δρώντων προς εξυπηρέτηση γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων. Και την ίδια ώρα απουσιάζει μια συντονισμένη διεθνής προσπάθεια για τον τερματισμό του πολέμου και την αποστολή της απαραίτητης ανθρωπιστικής βοήθειας στον πληθυσμό.
Οι δύο αδίστακτοι στρατηγοί, πρώην σύμμαχοι που ερίζουν για την εξουσία, ήταν αμφότεροι εμπλεκόμενοι στη γενοκτονία στο Νταρφούρ κατά «παραγγελία» του δικτάτορα Ομάρ αλ-Μπασίρ. O ντε φάκτο αρχηγός του κράτους και επικεφαλής του Μεταβατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου, στρατηγός Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, και ο πρώην αναπληρωτής του και αρχηγός των παραστρατιωτικών Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF), στρατηγός Μοχάμεντ Χαμντάν Νταγκάλο (γνωστός ευρέως ως Χεμέντι), υπηρέτησαν τον Μπασίρ συνθλίβοντας προ δύο δεκαετιών την εξέγερση στο Νταρφούρ για να στραφούν μία 20ετία αργότερα από κοινού εναντίον του με το πραξικόπημα του 2021, αφότου οι Σουδανοί πολίτες είχαν βγει μαζικά στους δρόμους με αίτημα και ελπίδα για Δημοκρατία. Πήραν εκείνοι στα χέρια τους την εξουσία και δεσμεύτηκαν να την παραδώσουν, αλλά δεν το έκαναν ποτέ. Από σύμμαχοι έγιναν εχθροί διεκδικώντας την εξουσία, τίναξαν στον αέρα μία ήδη εύθραυστη διαδικασία μετάβασης σε πολιτική διακυβέρνηση και και οδήγησαν τη χώρα σε ιστορικών διαστάσεων ανθρωπιστική καταστροφή.
Προσοχή, σκληρό περιεχόμενο
Στα δύο χρόνια του πολέμου, τόσο οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) όσο και οι Ένοπλες Δυνάμεις του Σουδάν (SAF) έχουν κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου εις βάρος αμάχων, οι οποίοι παγιδεύτηκαν ανάμεσα σε δύο εμπόλεμες πλευρές.
Στις 7 Ιανουαρίου 2025, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν επίσημα ότι οι Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) του Σουδάν και οι συμμαχικές τους πολιτοφυλακές διέπραξαν γενοκτονία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Επιβάλλοντας κυρώσεις κατά του Χεμέντι ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, δήλωσε ότι οι RSF και οι σύμμαχοί τους ευθύνονται για συστηματική βία κατά αμάχων, περιλαμβανομένων των μαζικών φόνων ανδρών, αγοριών και βρεφών, καθώς και για σεξουαλική βία κατά γυναικών και κοριτσιών, βάσει εθνοτικής ταυτότητας.
Η κατηγορία -την οποία πολλοί θεωρούν βάσιμη- σηματοδοτεί ένα ακόμη θλιβερό ορόσημο: αυτό της διάπραξης διπλής γενοκτονίας στην ίδια περιοχή μέσα σε λιγότερο από 30 χρόνια.
Οι δειλές ελπίδες για μια διπλωματική διέξοδο, που είχαν γεννηθεί μετά την ανακατάληψη του Χαρτούμ από τον σουδανικό στρατό πριν από μερικές εβδομάδες, σταδιακά εξασθένησαν, και η βία εξακολουθεί να μαίνεται σε μεγάλο μέρος της χώρας. Προ λίγων εβδομάδων, περισσότεροι από 400 άνθρωποι δολοφονήθηκαν κατά αναφορές σε επιθέσεις των RSF στην Ελ Φάσερ, την τελευταία πρωτεύουσα επαρχίας στο Νταρφούρ που εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός του ελέγχου τους.
Στις 4 Μαΐου οι παραστρατιωτικοί των RSF διεξήγαγαν επίθεση με drones σε στρατιωτική αεροπορική βάση και άλλες εγκαταστάσεις κοντά στο αεροδρόμιο του Πορτ Σουδάν. Ήταν η πρώτη επίθεση των παραστρατιωτικών στην ανατολική αυτή πόλη-λιμάνι της χώρας, όπου βρίσκεται το βασικό αεροδρόμιο και το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων και εθεωρείτο μέχρι τότε το πιο ασφαλές μέρος.
Η κρίση στο Σουδάν αποσταθεροποιεί σημαντικά και τα γειτονικά κράτη. Πάνω από 1,5 εκατομμύριο Σουδανοί έχουν βρει καταφύγιο στο Τσαντ και στο Νότιο Σουδάν, επιβαρύνοντας τις ήδη εύθραυστες οικονομίες αυτών των χωρών. Στο Νότιο Σουδάν, η μαζική εισροή προσφύγων επιδεινώνει τα επίπεδα φτώχειας και αναζωπυρώνει τις εσωτερικές συγκρούσεις, απειλώντας την εύθραυστη ειρηνευτική συμφωνία που έχει επιτευχθεί. Παράλληλα, το Τσαντ αντιμετωπίζει αυξημένους κινδύνους ασφαλείας, καθώς πολιτοφυλακές που υποστηρίζουν τις Δυνάμεις Ταχείας Υποστήριξης (RSF) διασχίζουν τα σύνορά του, ενώ η Αίγυπτος ανησυχεί για διάχυση της κρίσης στην ευαίσθητη περιοχή του Σινά.
Η εξωτερική ανάμειξη
Η σύγκρουση στο Σουδάν έχει μετατραπεί σε μία από τις πλέον σύνθετες και ανοιχτές περιφερειακές κρίσεις, με πληθώρα εξωτερικών δρώντων να παρεμβαίνουν.
Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα φέρονται να υποστηρίζουν τις RSF, εξοπλίζοντας την ομάδα με προηγμένα όπλα, συμπεριλαμβανομένων μη επανδρωμένων αεροσκαφών τροποποποιημένων να φέρουν θερμοβαρικές βόμβες. Σε αντάλλαγμα, οι RSF φέρονται να παρέχουν μεγάλες ποσότητες χρυσού από τα κοιτάσματα του Νταρφούρ. Τα Εμιράτα αρνούνται κάθε ανάμειξη στον πόλεμο, ωστόσο η πρόσφατη ανακάλυψη διαβατηρίων της χώρας που έφεραν μαχητές των RSF έχουν εκληφθεί ως απόδειξη για το αντίθετο.
Η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία στηρίζουν τις Σουδανικές Ένοπλες Δυνάμεις (SAF), με στόχο την περιφερειακή σταθερότητα και την ασφάλεια της Ερυθράς Θάλασσας. Η Αίγυπτος θεωρεί την αστάθεια στο Σουδάν άμεση απειλή για την ασφάλειά της. Bρίσκεται στην πρώτη γραμμή της υποστήριξης του στρατού του Σουδάν από την αρχή του πολέμου τον Απρίλιο του 2023.
Η Σαουδική Αραβία διατηρεί μακροχρόνιους δεσμούς με το Σουδάν, που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1950, και έχει αναπτύξει στενές σχέσεις με τον στρατηγό Άμπντελ Φάταχ αλ Μπουρχάν. Τα πρωταρχικά συμφέροντα του Ριάντ είναι η διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας, η ασφάλεια κατά μήκος του διαδρόμου της Ερυθράς Θάλασσας και η προστασία των οικονομικών του επενδύσεων. Η Ερυθρά Θάλασσα αποτελεί κρίσιμο άξονα για την οικονομική ανάπτυξη της Σαουδικής Αραβίας, τόσο ως τουριστικός κόμβος όσο και ως ασφαλής διαδρομή για τη μεταφορά πετρελαίου, παρακάμπτοντας το ασταθές Στενό του Ορμούζ.
Επιπλέον, η Τουρκία, σύμφωνα με το Atlantic Council, διατηρεί περιορισμένη αλλά σημαντική επιρροή, με στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα στη χώρα, ιδίως μέσω επενδύσεων σε λιμένες και τη ναυτική παρουσία της στην Ερυθρά Θάλασσα.
Παράλληλα, η Τουρκία έχει ενισχύσει τις αεροπορικές δυνατότητες των Ενόπλων Δυνάμεων του Σουδάν. Μετά την επίσκεψη του αρχηγού των SAF, Άμπντελ Φατάχ αλ-Μπουρχάν, στην Τουρκία στα τέλη του 2023, το Κάιρο φέρεται να παρέδωσε τουρκικής κατασκευής μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar TB2 στις SAF. Οι παραδόσεις αυτές, που εν μέρει διευκολύνθηκαν από την προσέγγιση Αιγύπτου και Τουρκίας, περιλάμβαναν εκπαίδευση προσωπικού από το Σουδάν στην Αίγυπτο για τη χρήση των συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων. Αυτή η κίνηση αντανακλά τη στρατηγική της Άγκυρας να επεκτείνει την επιρροή της στο Κέρας της Αφρικής και την Ερυθρά Θάλασσα, αξιοποιώντας αμυντικές και οικονομικές συνεργασίες, μαζί με έργα υποδομής, για να εδραιώσει τη θέση της στο Σουδάν.
Αφάνεια και αδράνεια
Με τον πόλεμο να έχει εισέλθει πλέον στο τρίτο έτος, δεν διαφαίνεται μονοπάτι προς την ειρήνη. Όπως επισημαίνει η Λουτσία Ραγκάτσι του ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI), «οι αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις της σύγκρουσης θα μπορούσαν να αναδιαμορφώσουν το Κέρας της Αφρικής για δεκαετίες». Προς το παρόν, όμως, το Σουδάν εξακολουθεί να φλέγεται και ο κόσμος μένει θεατής.
Παρά την υπόσχεση παροχής βοήθειας ύψους 2,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη διάσκεψη της Γενεύης το 2024, οι δωρητές έχουν παραδώσει μόνο το 30% των υποσχόμενων κονδυλίων με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες του ΟΗΕ να μην μπορούν να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους. «Δεν πρέπει να υπάρχει ανταγωνισμός ανάμεσα στις κρίσεις. Όμως, δυστυχώς, με όσα συμβαίνουν παγκοσμίως, άλλες συγκρούσεις και ανθρωπιστικές κρίσεις που καταλαμβάνουν τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων, το Σουδάν δεν θα το έλεγα καν ξεχασμένο - αγνοείται», δηλώνει η Λένι Κίντζλι, υπεύθυνη επικοινωνίας του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος για το Σουδάν.
«Αναποτελεσματικές παραμένουν και οι διπλωματικές πρωτοβουλίες. Η Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη (IGAD), περιφερειακός οργανισμός οκτώ χωρών της Ανατολικής Αφρικής, παραλύει από εσωτερικές διαφωνίες, ενώ οι κυρώσεις που έχουν επιβάλει οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν φέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Στην όλη δραματική κατάσταση προστίθεται και ο παροπλισμός της USAID από τους Ίλον Μασκ και Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που έχει αναγκάσει τους φορείς αρωγής να μειώσουν τα προγράμματα στήριξης ακόμα και σε χώρες σε πόλεμο. Στην πράξη, αυτό σημαίνει πως στο Σουδάν τα θύματα σεξουαλικής βίας έχουν πάψει να λαμβάνουν την απαραίτητη στήριξη, τα προγράμματα τροφίμων και εμβολιασμών έχουν ανασταλεί και όλο και περισσότερα παιδιά πεθαίνουν από πείνα και ασθένειες. Και ο κόσμος, όπως καταγγέλλει η Ερίκα Γκεβάρα Ρόσας της Διεθνούς Αμνηστίας, «δεν ντρέπεται πια να γυρίζει αλλού το βλέμμα».