Τη συγκέντρωση της μεγαλύτερης αμερικανικής δύναμης πυρός από την εισβολή του 1989 στον Παναμά σηματοδοτεί η άφιξη του αεροπλανοφόρου Gerald R. Ford στην Καραϊβική, ενόσω ο Λευκός Οίκος εξετάζει το εάν και πώς θα «περάσει» από την «επιχείρηση κατά των ναρκωτικών» σε δράση για την ανατροπή του καθεστώτος του Νικολάς Μαδούρο. Μαζική στρατιωτική κινητοποίηση κηρύσσεται στη Βενεζουέλα και ανασύρονται «εγχειρίδια» ανταρτοπολέμου. Η πετρελαϊκή «εξίσωση» και το κεφάλαιο Γουιάνα.
Η κινητοποίηση του Gerald R. Ford, συνοδευόμενου από πλήρη ομάδα κρούσης με εννέα μοίρες αεροσκαφών, δύο αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke (τα USS Bainbridge και USS Mahan) και το πλοίο διοίκησης αεράμυνας USS Winston S. Churchill, είχε προαναγγελθεί εβδομάδες πριν από τον Αμερικανό υπουργό Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ. Από τη στιγμή όμως που το μεγαλύτερο και τεχνολογικά πιο προηγμένο αεροπλανοφόρο στον κόσμο εισήλθε στη ζώνη ευθύνης της Νότιας Διοίκησης των ΗΠΑ (SOUTHCOM) «χτύπησαν» κόκκινο τα σενάρια για πιθανή στρατιωτική δράση. Συνολικά περίπου 15.000 Αμερικανοί στρατιωτικοί βρίσκονται σήμερα στην Καραϊβική.
Πριν από την ανάπτυξη του USS Gerald R. Ford, σημαντικό τμήμα των ναυτικών δυνάμεων των Ηνωμένων Πολιτειών είχε ήδη μεταφερθεί στην περιοχή, περιλαμβάνοντας την αποβατική ομάδα Iwo Jima και την 22η Εκστρατευτική Μονάδα Πεζοναυτών, με δύναμη άνω των 4.500 πεζοναυτών και ναυτών. Στην ίδια δύναμη συμμετέχουν τρία αντιτορπιλικά, ένα υποβρύχιο επίθεσης, ένα πλοίο ειδικών επιχειρήσεων, ένα καταδρομικό με κατευθυνόμενους πυραύλους, καθώς και αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τύπου P-8 Poseidon. Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναπτύξει δέκα μαχητικά αεροσκάφη F-35 στο Πουέρτο Ρίκο, το οποίο έχει αναδειχθεί σε κεντρικό κόμβο της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Καραϊβική.
Επισήμως, η προεδρία Τραμπ αποδίδει τη συγκέντρωση δυνάμεων στην αποκαλούμενη «εκστρατεία κατά των ναρκωτικών» που έχει θέσει σε εφαρμογή από το Σεπτέμβριο με αεροπορικά πλήγματα κατά σκαφών που χαρακτηρίστηκαν «πλοία διακίνησης» με δεκάδες νεκρούς. Ωστόσο, είναι σαφές πώς η όλη στρατηγική και η πρωτοφανής δύναμη πυρός στην Καραϊβική στοχεύει στην απομάκρυνση του Νικολάς Μαδούρο. Αυτό που δεν είναι σαφές είναι ο τρόπος και σε ποιο βαθμό θα μπορούσαν εν τέλει να κλιμακώσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανίζεται να μην έχει λάβει την τελική του απόφαση, ζυγίζοντας επιλογές και κινδύνους.
Βάσει δημοσιευμάτων του αμερικανικού Τύπου, στο Πεντάγωνο έχουν καταρτιστεί σχέδια που στοχεύουν να στρέψουν το στρατό και τους πολίτες της Βενεζουέλας κατά του Νικολάς Μαδούρο και φέρονται να εκτείνονται από αεροπορικά πλήγματα σε βάσεις που λειτουργούν και ως εργαστήρια παραγωγής κοκαΐνης έως άμεσες ενέργειες εναντίον στρατιωτικών μονάδων που περιβάλλουν τον πρόεδρο της Βενεζουέλας - και σε μία από τις πιο ακραίες εκδοχές την κατάληψη αεροδιαδρόμων καθώς και τον έλεγχο των πετρελαϊκών υποδομών της χώρας. Στους υπερμάχους της σκληρής γραμμής ανήκουν ο επικεφαλής διπλωματίας Μάρκο Ρούμπιο και ανώτεροι σύμβουλοι του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος φέρεται επιφυλακτικός να εγκρίνει επιχειρήσεις υψηλού ρίσκου των ειδικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τις ζωές Αμερικανών στρατιωτών ή να αποτύχουν.
Καταγγέλλοντας «ιμπεριλιαστική» απειλή, το καθεστώς στο Καράκας προχώρησε χθες σε μαζική στρατιωτική κινητοποίηση από ξηράς, αέρος και θαλάσσης. Ένας στρατός που αριθμεί 123.000 άνδρες κινητοποιεί ακόμη και παλαιά ρωσικά όπλα, ενώ διενεργούνται ασκήσεις με τη συμμετοχή πέραν των τακτικών δυνάμεων και της Μπολιβαριανής Πολιτοφυλακής, σώμα εφέδρων πολιτών που συστάθηκε επί Ούγκο Τσάβες και φέρει το όνομα του Σιμόν Μπολίβαρ, οραματιστή μίας ελεύθερης από τους Ισπανούς αποικιοκράτες Λατινική Αμερική. Τη «λαϊκή» διάσταση της άμυνας προκρίνει ο Νικολάς Μαδούρο επιμένοντας ότι οι πολιτοφυλακές εθελοντών ξεπερνούν τα οκτώ εκατομμύρια, ωστόσο ειδικοί αμφισβητούν τόσο τον αριθμό όσο και το επίπεδο εκπαίδευσης.
Εσωτερικά έγγραφα που επικαλείται το πρακτορείο Reuters περί σχεδιαζόμενης υιοθέτησης τακτικών ανταρτοπολέμου, παρόμοιων με εκείνες που εφαρμόστηκαν στο παρελθόν στο Περού και την Κολομβία, αντανακλούν ακριβώς την έλλειψη προσωπικού και εξοπλισμού στις Ένοπλες Δυνάμεις -«που δεν θα άντεχαν ούτε δύο ώρες σε έναν συμβατικό πόλεμο με τις ΗΠΑ», όπως αναγνωρίζουν υπό καθεστώς ανωνυμίας αξιωματούχοι στο Καράκας.
Το σχέδιο που περιγράφεται σε εσωτερικά έγγραφα, και το οποίο έχει καταρτιστεί εδώ και χρόνια, αφορά σε μία εκστρατεία «παρατεταμένης αντίστασης», όπως αποκαλείται στις τηλεοπτικές μεταδόσεις των κρατικών μέσων στο Καράκας. Προβλέπει τη διάταξη μικρών στρατιωτικών μονάδων σε περισσότερες από 280 τοποθεσίες σε ολόκληρη τη χώρα για να διαπράττουν δολιοφθορές και να επιδίδονται σε άλλες πρακτικές ανταρτοπολέμου, ενώ παράλληλα θα ξεδιπλώνεται μία στρατηγική πρόκλησης χάους στους δρόμους από πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών και υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος ώστε να καταστεί η Βενεζουέλα ακυβέρνητη από ξένες δυνάμεις σε περίπτωση εισβολής.
Σε αυτό το σκηνικό, η Μαδούρο έχει στραφεί σε Μόσχα, Πεκίνο και Ιράν για ενισχύσεις. Η Βενεζουέλα έχει επί μακρόν στηριχθεί σε βοήθεια από ξένες δυνάμεις για την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνατοτήτων -από ρωσικά και ιρανικά συστήματα πυραύλων έως κινεζικά τεθωρακισμένα οχήματα. Με την κλιμάκωση της αμερικανικής παρουσίας στην Καραϊβική, η κυβέρνηση του Καράκας επιχειρεί εκ νέου να αντλήσει στήριξη από τους ίδιους συμμάχους. Ο Μαδούρο έχει συντάξει επιστολή προς τον Βλαντιμίρ Πούτιν με αίτημα στρατιωτικής συνδρομής, όπως είχε αποκαλύψει ήδη από τις 31 Οκτωβρίου σε αποκλειστικό της δημοσίευμα η Washington Post. Από ρωσικής πλευράς φέρεται να ειπώθηκε πως η Μόσχα «είναι έτοιμη να ανταποκριθεί καταλλήλως», αφήνοντας ωστόσο ανοιχτό το εύρος και την ταχύτητα της όποιας πιθανής στήριξης.
Ο Ντόναλντ Τραμπ την ίδια στιγμή εξακολουθεί να στέλνει δημοσίως αντιφατικά μηνύματα· στην πιο πρόσφατη συνέντευξή του στο CBS είπε πως «δεν νομίζει» ότι οι ΗΠΑ οδεύουν σε πόλεμο με τη Βενεζουέλα, αλλά επανέλαβε τις κατηγορίες του ότι ο Μαδούρο «άνοιξε τις φυλακές και τα ψυχιατρεία» και έστειλε μέλη συμμοριών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ισχυρισμούς που διατυπώνει από την προεκλογική του εκστρατεία. Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη πως θα χτυπηθούν τα καρτέλ και στην ξηρά για να αρνηθεί μετέπειτα ότι εξετάζει πλήγματα στο εσωτερικό της Βενεζουέλας.
Ενόσω η Ουάσινγκτον εξετάζει εάν θα στοχεύσει συγκεκριμένα σημεία διακίνησης ή θα στραφεί κατά της κυβέρνησης Μαδούρο, οι επιτελείς του Τραμπ έχουν ζητήσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης νομική καθοδήγηση προκειμένου, όπως αναφέρεται στα ρεπορτάζ, να διαμορφωθεί ένα νομικό σκεπτικό που θα προσφέρει βάση για ενδεχόμενη στρατιωτική δράση πέραν από τις επιχειρήσεις κατά των φερόμενων «πλοίων ναρκωτικών» -όπου επίσης η νομική βάση είναι αμφιλεγόμενη-, χωρίς να απαιτηθεί η έγκριση του Κογκρέσου ή να ισοδυναμεί με επίσημη κήρυξη πολέμου. Η επιχειρηματολογία ότι ο Νικολάς Μαδούρο και στενοί του συνεργάτες αποτελούν κορυφαία στελέχη του διαβόητου Cartel de los Soles, και επομένως αποτελούν «νόμιμους στόχους, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση αυτή, σύμφωνα με πηγές της αμερικανικής κυβέρνησης.
Κατά τις ίδιες πηγές, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ζητήσει επανειλημμένα ενημέρωση για το τι θα μπορούσαν να αποκομίσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες την επόμενη ημέρα μίας πιθανής αλλαγής καθεστώτος, με ιδιαίτερη έμφαση στα ενεργειακά αποθέματα της Βενεζουέλας. Αντιμετωπίζει ένα δίλημμα σχετικά με το πετρέλαιο, όπως το θέτουν σε ανάλυσή τους οι New York Times με άξονα τη δραστηριοποίηση της Chevron, ενώ στο βάθος διακρίνεται και η Γουιάνα, όπου η ExxonMobil αντλεί εκατοντάδες χιλιάδες βαρέλια πετρελαίου και η Βενεζουέλα απειλεί με διεκδικήσεις και στρατιωτικές κινήσεις.
Όσον αφορά τη Γουιάνα, αφότου η ExxonMobil ανακάλυψε το 2015 ένα από τα μεγαλύτερα νέα κοιτάσματα πετρελαίου στα ανοιχτά της χώρας, το Καράκας επανέφερε μία εδαφική διαμάχη που κρατά πάνω από έναν αιώνα. Η περιοχή Εσεκίμπο, η οποία αντιστοιχεί σχεδόν στα δύο τρίτα της επικράτειας της Γουιάνας, έγινε εκ νέου πεδίο αντιπαράθεσης: το Καράκας θεωρεί την περιοχή «παράνομα αποσπασθείσα», ενώ η Γουιάνα την υπερασπίζεται ως κυρίαρχο έδαφος.
Η ανακάλυψη αποθεμάτων -που υπολογίζονται σε πάνω από 11 δισεκατομμύρια βαρέλια στο θαλάσσιο μπλοκ Stabroek- προσέδωσε στρατηγική σημασία στο μικρό κράτος της Καραϊβικής, αλλά ταυτόχρονα όξυνε τη ρητορική της Βενεζουέλας περί «ανακατάληψης» της περιοχής καθώς εποφθαλμιά τα κοιτάσματα.
Τον Μάρτιο 2025, η κυβέρνηση της Γουιάνας κατήγγειλε την είσοδο πλοίου της Βενεζουέλας στα χωρικά της ύδατα, κοντά σε πλατφόρμες εξόρυξης που διαχειρίζεται η ExxonMobil, γεγονός που προκάλεσε έντονη ανησυχία και την καταδίκη της Ουάσινγκτον, ενώ το καθεστώς Μαδούρο προχώρησε και σε «συμβουλευτικό» δημοψήφισμα για την «ένωση» του Εσεκίμπο με τη Βενεζουέλα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν τη σταθερότητα της Γουιάνας κρίσιμη, λόγω των ενεργειακών συμφερόντων τους και της παρουσίας της ExxonMobil, που έχει επενδύσει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια στην περιοχή. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, προειδοποίησε προ μηνών ότι «μια επίθεση στη Γουιάνα ή στην ExxonMobil θα ήταν μια πολύ κακή ημέρα για το καθεστώς Μαδούρο - και δεν θα τελείωνε καλά».
Ως προς την παρουσία του έτερου κολοσσού της Chevron στην ίδια τη Βενεζουέλα, παρότι ο Τραμπ διπλασίασε το ποσό της επικήρυξης για τη σύλληψη του Μαδούρο -τον οποίο κατηγορούν επίσημα οι ΗΠΑ από το 2020 για «ναρκο-τρομοκρατία»-, διατήρησε ανοιχτή τη δίοδο συνεργασίας με τη Chevron, τη μοναδική μεγάλη αμερικανική εταιρεία που εξακολουθεί να δραστηριοποιείται στη Βενεζουέλα παρά τις κυρώσεις. Υπό πίεση από τον Μάρκο Ρούμπιο, η άδεια λειτουργίας της Chevron ακυρώθηκε τον Μάρτιο του 2025, αλλά ανανεώθηκε λίγους μήνες αργότερα υπό νέους όρους, που -αν και δεν δημοσιοποιήθηκαν- εμποδίζουν τη ροή συναλλάγματος προς το καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, οι εξαγωγές πετρελαίου μέσω Chevron συνεχίζουν να παρέχουν πολύτιμη οικονομική ανάσα στη Βενεζουέλα. Ο ίδιος ο Μαδούρο έχει δηλώσει ότι «θέλει τη Chevron στη χώρα για άλλα 100 χρόνια».
Τους τελευταίους μήνες, ο Νικολάς Μαδούρο φέρεται να προσέγγισε την Ουάσινγκτον προτείνοντας προνομιακές παραχωρήσεις πετρελαίου και χρυσού σε αμερικανικές εταιρείες, με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων και τον περιορισμό της κινεζικής, ιρανικής και ρωσικής παρουσίας. Ο Τραμπ απέρριψε την πρόταση στις αρχές Οκτωβρίου, και λίγο αργότερα ξεκίνησε η στρατιωτική ενίσχυση των ΗΠΑ στην Καραϊβική. Εάν η κυβέρνηση του Μαδούρο καταρρεύσει και αντικατασταθεί από μια σταθερή ηγεσία που θα επιδιώξει τη βελτίωση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Chevron θεωρείται ότι θα βρεθεί στην καλύτερη θέση για να επωφεληθεί από το αναμενόμενο κύμα αμερικανικών επενδύσεων στα τεράστια πετρελαϊκά αποθέματα της Βενεζουέλας.
Ο ναύαρχος ε. α. Τζέιμς Σταυρίδης, αρχηγός της Νότιας Διοίκησης των ΗΠΑ μεταξύ 2006 και 2009, εκτιμά ότι παρά την αποδυνάμωση των Ενόπλων Δυνάμεων της Βενεζουέλας, διαθέτουν ακόμη επαρκή μέσα ώστε να καθιστούν απίθανη μια εκτεταμένη αμερικανική χερσαία εισβολή, γράφει η Washington Post. Σύμφωνα με τον ίδιο, το πιθανότερο σενάριο είναι «στοχευμένα πλήγματα» σε υποδομές διακίνησης ναρκωτικών ή στρατιωτικές εγκαταστάσεις, και, εφόσον αυτά αποτύχουν, να στοχεύσουν την ηγεσία ή κρίσιμες υποδομές. Ο Τζέιμς Σταυρίδης προσθέτει ότι μια τέτοια εκστρατεία θα απαιτούσε πλήγματα σε αεροδρόμια, λιμάνια και σημεία διακίνησης ναρκωτικών κοντά στα σύνορα με την Κολομβία, καθώς και εξουδετέρωση αντιαεροπορικών συστημάτων της Βενεζουέλας, και προειδοποιεί ότι επιχειρήσεις για σύλληψη ή εξουδετέρωση του Μαδούρο θα ήταν «πολύ υψηλού ρίσκου».
