Στον πυκνό πολιτικό χρόνο που πέρασε από τον περυσινό Ιούλιο, μετά τις εκλογές που προκήρυξε αιφνιδιαστικά ο Εμανουέλ Μακρόν, η Γαλλία «έχασε» καθ’ οδόν τρεις πρωθυπουργούς, βυθιζόμενη βαθύτερα σε μία κρίση οικονομική, πολιτική και κοινωνική. Πριν καν συγκροτήσει νέα κυβέρνηση, πολλώ δε μάλλον νέο σχέδιο κρατικού Προϋπολογισμού, ο Σεμπαστιάν Λεκορνί, εκ των στενότερων συμμάχων του Γάλλου προέδρου, έλαβε το ισχυρό μήνυμα των συνδικάτων καθώς το κοινωνικό μέτωπο στους δρόμους διευρύνεται, την ώρα που η Άκρα Δεξιά με την Αριστερά στοχεύουν στην πτώση του Μακρόν με οποιοδήποτε τίμημα.
Ο Εμανουέλ Μακρόν αδυνατεί εδώ και 15 μήνες να διορίσει σταθερή κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι όλοι βλέπουν τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης να οδεύει προς τον «γκρεμό».
Πολλοί είναι εκείνοι που παραλληλίζουν το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο με εκείνο του 1958, όταν οδηγήθηκε σε κατάρρευση η Τέταρτη Δημοκρατία. Με τη διαφορά ότι ο Μακρόν δεν είναι Σαρλ ντε Γκωλ για να ιδρύσει την Έκτη Δημοκρατία. Αντιθέτως, θεωρείται εν πολλοίς η αιτία της κρίσης, αφού του καταλογίζουν μοιραία πολιτικά σφάλματα και αλαζονεία, κυρίως για την απόφασή του να προκηρύξει βουλευτικές εκλογές μετά την ήττα του Κέντρου στις ευρωεκλογές του 2024. Ήταν ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου, με το βλέμμα στις προεδρικές εκλογές του 2027, με στόχο να ανακόψει τη διαφαινόμενη νίκη της Μαρίν Λεπέν, ηγέτιδος της Εθνικής Συσπείρωσης. Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι το στοίχημα το χάνει.
Το ρίσκο που πήρε ο Μακρόν, με σκοπό να ενισχύσει την εξουσία του μετά τις ευρωεκλογές, οδήγησε αντίθετα σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική αστάθεια: Η αποδυναμωμένη θέση των κεντρώων συμμαχιών που τον στηρίζουν σημαίνει ότι οποιαδήποτε κυβέρνηση βρίσκεται υπό την ομηρεία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία έχουν ενωθεί ενάντια στα προγράμματα λιτότητας που αναπόφευκτα πρότειναν οι πρωθυπουργοί που έχει ορίσει ο Γάλλος πρόεδρος μέχρι σήμερα.
Η κυβέρνηση του Μισέλ Μπαρνιέ που πήρε τα ηνία από τον Γκαμπριέλ Ατάλ, μετά την εκλογική ήττα, οδηγήθηκε σε πτώση στις αρχές του 2025 και, στη συνέχεια, η κυβέρνηση του Φρανσουά Μπαϊρού επιβίωσε μόλις εννέα μήνες, πριν καταρρεύσει και αυτή στις 8 Σεπτεμβρίου, έπειτα από την αδυναμία της να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης στην Εθνοσυνέλευση, η οποία απέρριψε συντριπτικά το πρόγραμμα λιτότητας-«μαμούθ», ύψους 44 δισ. ευρώ, που πρότεινε ο πρωθυπουργός προκειμένου η χώρα να αποφύγει τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Η ήττα του Μπαϊρού ήταν ιστορική: Μόλις 194 βουλευτές τον στήριξαν έναντι 364 που καταψήφισαν. Έχασε ψήφους ακόμη και από κόμματα της συμμαχίας που τον στήριζαν.
Η αποτυχία του περάσει ο προϋπολογισμός, σε ένα Κοινοβούλιο χωρίς πλειοψηφία από καμία πλευρά του πολιτικού φάσματος, άφησε τον Μακρόν αντιμέτωπο με μια τεράστια κρίση διακυβέρνησης. Χωρίς σαφή πλειοψηφία και με εχθρικές παρατάξεις να έχουν εδραιωθεί, η προοπτική να περάσουν δημοσιονομικές περικοπές για περιορισμό του ελλείμματος ή άλλες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις φαίνεται μικρή.
Αμέσως μετά την πτώση της κυβέρνησης Μπαϊρού, ο πρόεδρος έδωσε τη σκυτάλη της πρωθυπουργίας στον Σεμπαστιάν Λεκορνί, έναν έμπιστό του πολιτικό και πρώην υπουργό Άμυνας, με την ελπίδα ότι η νέα ηγεσία θα μπορέσει να δημιουργήσει νέες πολιτικές συμμαχίες και να κατευνάσει τις αντιδράσεις των πολιτών. Ζήτησε από τον επί μακρόν σύμμαχό του να διαβουλευτεί με τα κόμματα προτού ανακοινώσει τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης.
Ωστόσο, στην κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση επικρατεί σκεπτικισμός και στην κοινωνία αναβρασμός, που στη Γαλλία παραδοσιακά μεταφράζεται σε μαζικές και συχνά βίαιες διαδηλώσεις στους δρόμους.
Την Πέμπτη «κατέβηκαν» τα συνδικάτα σε καθολική απεργία, λίγες μόλις ημέρες μετά από τις κινητοποιήσεις που διεξήχθησαν σε όλη τη χώρα υπό το σύνθημα «Nα μπλοκάρουμε τα πάντα!» (bloquons tout!). Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι σε ολόκληρη τη Γαλλία συμμετείχαν στις διαδηλώσεις που διοργανώθηκαν από τις οκτώ συνδικαλιστικές ενώσεις της χώρας, ανακοίνωσε η συνομοσπονδία εργατικών συνδικάτων CGT. Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος από εκείνον της τελευταίας μεγάλης κινητοποίησης κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, τον Ιούνιο του 2023.
Τα οκτώ κύρια συνδικάτα της Γαλλίας προειδοποιούν τώρα με κλιμάκωση των απεργιακών κινητηποιήσεων, δίνοντας «διορία» στον Σεμπαστιάν Λεκορνί να συναντηθεί μαζί τους το αργότερο έως την Τετάρτη.
Ο εντολοδόχος πρωθυπουργός έχει ανακοινώσει ότι η πρόταση Μπαϊρου για κατάργηση δύο αργιών (από τις συνολικά 11 που έχει η Γαλλία) τελικά δεν θα εφαρμοστεί και τα προβλεπόμενα έσοδα ύψους 4,2 δισ. ευρώ θα εξοικονομηθούν από άλλες πηγές. Υποσχέθηκε επίσης να γίνει μεγαλύτερη προσπάθεια για δίκαιη ανακατανομή της φορολόγησης. Το τελευταίο είναι προϋπόθεση των Σοσιαλιστών για να συνεργαστούν με την κυβέρνηση.
Ωστόσο, ο Λεκορνί απέρριψε τη διεξαγωγή νέων διαπραγματεύσεων για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, ένα «δύσκολο» για τη γαλλική κοινωνία ζήτημα. Υπενθυμίζεται ότι η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης (μαζί με τον νόμο για το μεταναστευτικό) είχε προκαλέσει τριγμούς στη Γαλλία, διχάζοντας και την παράταξη του Μακρόν, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε παραίτηση τον Ιανουάριο του 2024 και η τότε πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν.
Δεν είναι μόνο τα αστικά κέντρα που κατεβαίνουν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν. Πονοκέφαλος για την κυβέρνηση είναι και οι αγρότες, όχι μόνο εξαιτίας των μέτρων λιτότητας. Η μεγαλύτερη ομοσπονδία αγροτικών συνδικάτων FNSEA προανήγγειλε κινητοποιήσεις για τις 26 Σεπτεμβρίου αντιδρώντας στη συμφωνία με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Mercosur) και τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από την Ουκρανία.
Επίσης, η ένωση των επιχειρηματιών Medef προειδοποίησε ότι θα προχωρήσει σε κινητοποιήσεις αν η κυβέρνηση αυξήσει τη φορολόγηση των επιχειρήσεων.
Από την πλευρά της, η προέδρος της Εθνοσυνέλευσης, Γιαέλ Μπράουν-Πιβέ, ζήτησε από τα κοινοβουλευτικά κόμματα να συμβιβαστούν σε μειώσεις δαπανών γύρω στα 35 δισ. ευρώ, έναντι των 44 δισ. που προέβλεπε το πρόγραμμα λιτότητας του Μπαϊρού.
Η κεντρώα πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, συνομίλησε με τον Μακρόν, τονίζοντας την ανάγκη συμβιβασμού και πρότεινε να παραιτηθεί από τη θέση της για να γίνει πρωθυπουργός, ανταγωνιζόμενη τον Λεκορνί. Η Μπράουν-Πιβέ πρότεινε την ψήφιση του Προϋπολογισμού μέσω μιας συμφωνίας με τους Σοσιαλιστές και τους Πράσινους, στην οποία θα δεσμεύονταν τα δύο κόμματα να μην ψηφίσουν υπέρ μίας ενδεχόμενης πρότασης μομφής, με αντάλλαγμα την προεδρία της Εθνοσυνέλευσης και με προοπτική τη νομοθέτηση ενός συμφώνου που θα μπορούσε να υποστηριχθεί από την πλειοψηφία των βουλευτών έως τις εκλογές του 2027.
Ωστόσο ο Μακρόν προτίμησε τον Λεκορνί. Ο Monde σχολιάζει ότι πηγές που πρόσκεινται στο Ελιζέ εκφράζουν ανησυχία ότι ο Γάλλος πρόεδρος «δίνει την εντύπωση πως έχει αναλάβει τον άμεσο έλεγχο» της πρωθυπουργίας με τη συγκεκριμένη επιλογή, παρόλο που δεν διαθέτει την πλειοψηφία. Αυτή η επιλογή κινδυνεύει να ενισχύσει ένα τμήμα των πολιτών που ήδη τρέφει μια βαθιά αντιπάθεια προς τον πρόεδρο, σύμφωνα με τον Φαμπιέν Γκουτεφάρντ, πρώην βουλευτή και δήμαρχο της Τιγιέρ-συρ-Αβρ στη Νορμανδία, ο οποίος ανήκει στην παράταξη του Μακρόν.
Το ερώτημα που τίθεται τώρα είναι αν ο διορισμός του Λεκορνί είναι απλώς προοίμιο ενός ακόμη κοινοβουλευτικού αδιεξόδου, με τα χρονικά περιθώρια για εξεύρεση ενός συμβιβασμού και την ψήφιση του Προϋπολογισμού μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου να είναι εξαιρετικά στενά. Οι Σοσιαλιστές θα δυσκολευτούν να υποστηρίξουν κάποιον που θεωρείται «μικρός Μακρόν», ενώ η Άκρα Δεξιά και η αριστερή «Ανυπότακτη Γαλλία-Νέο Αριστερό Μέτωπο» επιθυμούν αρνητική ψήφο με κάθε κόστος. Χωρίς καμία εγγύηση ότι θα καταφέρει να διευρύνει την κοινοβουλευτική του βάση, ο Λεκορνί, όπως και οι προκάτοχοί του, πρέπει να εμπλακεί σε σκληρές διαπραγματεύσεις κυρίως με τους Σοσιαλιστές -που είναι και το «κλειδί» για να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία- αλλά και βουλευτές άλλων παρατάξεων, όπως οι γκωλικοί των Ρεπουμπλικανών, οι Οικολόγοι και ανεξάρτητοι.