Αντιμέτωποι με τον νέο, φιλόδοξο στόχο δαπανών του ΝΑΤΟ, Ιταλοί πολιτικοί προτείνουν να χαρακτηριστεί ως στρατιωτική δαπάνη η κατασκευή της πολυσυζητημένης γέφυρας αξίας 13,5 δισ. ευρώ προς τη Σικελία, σύμφωνα με δημοσίευμα του Politico.
Η Ιταλία είναι μία από τις χώρες του ΝΑΤΟ με τις χαμηλότερες στρατιωτικές δαπάνες - πέρυσι διέθεσε μόλις το 1,49% του ΑΕΠ στον στρατιωτικό τομέα. Ο νέος στόχος για αύξηση των δαπανών στο 5% έως το 2035 φαντάζει ιδιαίτερα φιλόδοξος.
Κάπου εδώ μπαίνει στο προσκήνιο η γέφυρα.
Η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι επιδιώκει να προχωρήσει στην υλοποίηση του φαραωνικού έργου που θα συνδέσει τη Σικελία με την ηπειρωτική Ιταλία μέσω της μακρύτερης κρεμαστής γέφυρας στον κόσμο - ενός οράματος που ανατρέχει στους Ρωμαίους, τον δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι και τον πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Οι αναπληρωτές πρωθυπουργοί, υπουργός Εξωτερικών Αντόνιο Ταγιάνι και υπουργός Υποδομών Ματέο Σαλβίνι, υποστηρίζουν ότι η γέφυρα έχει στρατηγική σημασία για το ΝΑΤΟ και δεν είναι απλώς ένα έργο οικονομικής φύσεως - άποψη που ενισχύεται και από κυβερνητική έκθεση του Απριλίου.
Κυβερνητικός αξιωματούχος δήλωσε ότι δεν έχει ληφθεί ακόμη επίσημη απόφαση για τον χαρακτηρισμό της γέφυρας ως έργου ασφαλείας, πρόσθεσε όμως ότι αναμένεται να ακολουθήσουν περαιτέρω διαβουλεύσεις για να «εκτιμηθεί η εφικτότητα» του σχεδίου. Η πρόταση ενδέχεται να αποδειχθεί πολιτικά χρήσιμη για τη Μελόνι, καθώς προσπαθεί να πείσει ένα επιφυλακτικό κοινό για την ανάγκη ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών, σε μια περίοδο που η Ιταλία οδηγείται ήδη σε πολιτική λιτότητας.
Υπάρχουν ορισμένα επιχειρήματα υπέρ αυτής της προσπάθειας. Από τον στόχο του 5% του ΑΕΠ που θέτει το ΝΑΤΟ, μόνο το 3,5% πρέπει να αφορά καθαρά στρατιωτικές δαπάνες - το υπόλοιπο 1,5% μπορεί να καλύπτει δράσεις για την ενίσχυση της στρατηγικής ανθεκτικότητας, όπως υποδομές.
Αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών υπαινίχθηκε ότι ο χαρακτηρισμός της γέφυρας ως στρατιωτικού έργου θα μπορούσε να βοηθήσει την κυβέρνηση να παρακάμψει ορισμένα από τα οικονομικά και τεχνικά εμπόδια που για δεκαετίες έχουν φρενάρει την κατασκευή της.
Οι προσπάθειες για την κατασκευή της γέφυρας - με εκτιμώμενο κεντρικό άνοιγμα 3,3 χιλιομέτρων - σκοντάφτουν εδώ και δεκαετίες σε ζητήματα κόστους, σεισμικής επικινδυνότητας και κοινωνικών επιπτώσεων, όπως ο αναγκαστικός εκτοπισμός κατοίκων.
Ο νέος χαρακτηρισμός θα επέτρεπε, σύμφωνα με τον ίδιο αξιωματούχο, την παράκαμψη γραφειοκρατικών εμποδίων και νομικών προσφυγών από τοπικές αρχές που ενδέχεται να κινηθούν δικαστικά, υποστηρίζοντας ότι η γέφυρα θα προκαλέσει δυσανάλογες επιπτώσεις στη γη τους. Θα διευκόλυνε επίσης την εξασφάλιση χρηματοδότησης, ιδιαίτερα κατά το επόμενο έτος.
Επιτακτικό ή παράλογο;
Τον Απρίλιο, η ιταλική κυβέρνηση υιοθέτησε έγγραφο που υποστήριζε πως η κατασκευή της γέφυρας επιβάλλεται για «επιτακτικούς λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος».
Πέρα από την πολιτική του διάσταση, το έγγραφο υπογραμμίζει ότι «η γέφυρα πάνω από το Στενό της Μεσσήνης έχει επίσης στρατηγική σημασία για την εθνική και διεθνή ασφάλεια, σε τέτοιο βαθμό που αναμένεται να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην άμυνα, διευκολύνοντας τη μετακίνηση των ιταλικών ενόπλων δυνάμεων και των συμμάχων του ΝΑΤΟ».
Η Ιταλία ζήτησε επίσης να ενταχθεί το έργο στο πρόγραμμα χρηματοδότησης της ΕΕ για τη στρατιωτική κινητικότητα προσωπικού, εξοπλισμού και υποδομών, υποστηρίζοντας ότι «ταιριάζει απόλυτα στη στρατηγική της ΕΕ, παρέχοντας κρίσιμες υποδομές για τη μεταφορά των δυνάμεων του ΝΑΤΟ από τη Βόρεια Ευρώπη στη Μεσόγειο».
Η γέφυρα, προσθέτει η κυβέρνηση, «ενισχύει τη στρατιωτική κινητικότητα, επιτρέποντας τη γρήγορη μεταφορά βαρέων οχημάτων, στρατευμάτων και εξοπλισμού, τόσο οδικώς όσο και σιδηροδρομικώς».
Το κατά πόσο το ΝΑΤΟ - και, κυρίως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, γνωστός για την αδυναμία του στα μεγάλα έργα υποδομών - θα πεισθεί από αυτή τη λογική, παραμένει ασαφές.
Τυπικά, το Στενό της Μεσσήνης βρίσκεται εκτός του μοναδικού διαδρόμου στρατιωτικής κινητικότητας του ΝΑΤΟ που έχει αναγνωριστεί από την Ιταλία - διαδρόμου που ξεκινά από τα λιμάνια της Απουλίας, διασχίζει την Αδριατική, περνά από την Αλβανία και καταλήγει στη Βόρεια Μακεδονία και τη Βουλγαρία.
Δεν είναι επίσης σαφές αν το Στενό περιλαμβάνεται στο αντίστοιχο δίκτυο στρατιωτικής κινητικότητας της ΕΕ, του οποίου οι διάδρομοι, σύμφωνα με πηγές, αναμένεται να ευθυγραμμιστούν με εκείνους του ΝΑΤΟ.
Από αμερικανικής πλευράς, δεν έχει υπάρξει επίσημη στήριξη. Όταν ρωτήθηκαν για τη γέφυρα στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη στα τέλη Ιουνίου, Αμερικανοί αξιωματούχοι απάντησαν με αμήχανα χαμόγελα, χωρίς να δώσουν σαφή απάντηση.
Η «γέφυρα του Μπερλουσκόνι»
Ο υπουργός Εξωτερικών Ταγιάνι είναι ένθερμος υποστηρικτής του έργου. «Θα κάνουμε τους Ιταλούς να καταλάβουν ότι η ασφάλεια είναι μια ευρύτερη έννοια από τα τανκς», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Milano Finanza.
«Γι’ αυτό θα επικεντρωθούμε σε υποδομές που έχουν και πολιτική αξία, όπως η γέφυρα πάνω από το Στενό της Μεσσήνης, η οποία εντάσσεται στην έννοια της άμυνας, καθώς η Σικελία είναι μια πλατφόρμα του ΝΑΤΟ», πρόσθεσε.
Ο Σαλβίνι, από την πλευρά του, βλέπει τη γέφυρα ως μοχλό μετεξέλιξης της Λέγκας από ένα αρχικά αποσχιστικό κίνημα του Βορρά σε μια πανεθνική δύναμη με αναπτυξιακή ατζέντα για τον ιταλικό Νότο.
Σε ερώτηση αν η γέφυρα μπορεί να βοηθήσει την Ιταλία να πετύχει τον νέο στόχο του ΝΑΤΟ, απάντησε: «Φυσικά. Οι υποδομές έχουν στρατηγική σημασία για την ασφάλεια με πολλούς τρόπους. Επομένως, αν επενδύσουμε περισσότερο στην ασφάλεια, κάποιες από τις στρατηγικές υποδομές θα πρέπει να ενταχθούν σε αυτόν τον σχεδιασμό».
Σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών και μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού, ο Σαλβίνι πιέζει για επιτάχυνση των διαδικασιών, ώστε να εξασφαλιστεί πολιτική και τεχνική έγκριση του έργου.
«Ο Ματέο πιέζει έντονα, θέλει να δείξει στους πολίτες ότι το έργο προχωρά», σημείωσε κυβερνητικός αξιωματούχος.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης αντιδρούν τόσο στην κατασκευή της γέφυρας όσο και στην προσπάθεια να χαρακτηριστεί στρατιωτική δαπάνη.
«Αυτό συνιστά εμπαιγμό των πολιτών και παραβίαση των δεσμεύσεων της Ιταλίας έναντι του ΝΑΤΟ. Δύσκολα θα γίνει αποδεκτή αυτή η μπλόφα της κυβέρνησης», δήλωσε ο ευρωβουλευτής του Κινήματος Πέντε Αστέρων, Τζουζέπε Αντότσι.