Ουκρανία και Δύση: Ρεαλισμός, φιλελευθερισμός και ταυτότητα - Μία δοκιμή σύνθεσης
AP
AP

Ουκρανία και Δύση: Ρεαλισμός, φιλελευθερισμός και ταυτότητα - Μία δοκιμή σύνθεσης

Το δίλημμα εάν η Ουκρανία ανήκει στη Δύση ή στην Ανατολή δεν είναι καθαρά γεωγραφικό ή θεσμικό. Είναι μια υπαρξιακή δοκιμασία για τον ίδιο τον δυτικό πολιτισμό, ένα σημείο καμπής ανάμεσα στη σκληρότητα των κρατικών συμφερόντων και την ηθική επιταγή της αυτοδιάθεσης των λαών. 

Από τη μία πλευρά, η ρεαλιστική σκέψη υπογραμμίζει με νηφαλιότητα τους αμετάβλητους νόμους της διεθνούς αναρχίας: η ισχύς, η επιβίωση, η στρατηγική αυτοσυντήρηση καθορίζουν τη συμπεριφορά των κρατών, και όχι αφηρημένες αρχές ή ευγενείς ιδεολογίες. Η Ουκρανία, υπό αυτό το πρίσμα, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν χώρο που η Ρωσία αντιλαμβάνεται ως ζωτικό, και κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσής της στη δυτική αρχιτεκτονική ασφάλειας εκλαμβάνεται ως παραβίαση του στρατηγικού ισοζυγίου, ικανή να προκαλέσει ευρύτερη αποσταθεροποίηση. 

Αντιστρόφως, η φιλελεύθερη θεώρηση προτείνει ότι η διεθνής τάξη δεν είναι καταδικασμένη σε αιώνια αταξία· μπορεί να θεσμισθεί, να προσανατολιστεί προς την αμοιβαία εμπιστοσύνη, και να εδραιωθεί μέσω της εθελούσιας δέσμευσης των κρατών σε κοινά κριτήρια συμβίωσης. Η Ουκρανία, ως χώρα που επανειλημμένως έχει εκφράσει τη βούληση συστοίχισης με τις δημοκρατικές αξίες, δικαιούται στήριξης όχι ως εργαλείο εξισορρόπησης της ισχύος, αλλά για να προστατευθεί η ελευθερία. 

Η τρέχουσα συγκυρία καθιστά σαφές ότι καμία από τις δύο σχολές δεν μπορεί να σταθεί επαρκώς μόνη της: ο ρεαλισμός δίχως αξίες γίνεται κυνισμός· ο φιλελευθερισμός χωρίς στρατηγικό μέτρο γίνεται αφέλεια. Ο παρών πόλεμος δεν επιτρέπει μονοδιάστατες λύσεις: απαιτεί έναν ώριμο συγκερασμό, έναν ηθικά πληροφορημένο ρεαλισμό ή, αντιστρόφως, έναν στρατηγικά νηφάλιο φιλελευθερισμό. 

Το παρόν κείμενο επιχειρεί να διερευνήσει την ουκρανική κρίση όχι μέσα από ένα μονοσήμαντο ερμηνευτικό σχήμα, αλλά μέσω της σύνθετης διασταύρωσης τριών θεωρητικών παραδειγμάτων: του ρεαλιστικού, που αναδεικνύει το πρωτείο της ισχύος· του φιλελεύθερου, που ποντάρει στη θεσμική ενσωμάτωση· και του κονστρουκτιβιστικού, που αναγνωρίζει την ταυτότητα ως ενεργό συντελεστή της διεθνούς πολιτικής. Αντί να καταλήγει είτε στη δογματική εμμονή της ουδετερότητας είτε στην αδιάκριτη επιτάχυνση της ένταξης, προτείνει μια σταδιακή τροχιά ενσωμάτωσης, όπου η ισχύς, οι θεσμικές εγγυήσεις και η ταυτότητα όχι μόνο δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται σε μια δυναμική ισορροπία. 

... 

Ο ρεαλισμός δεν θεμελιώνεται σε ηθικολογικές αξιώσεις περί του «πρέπει», αλλά σε μια νηφάλια, ενίοτε ωμή, ανάγνωση του κόσμου «ως έχει»· ως ενός άναρχου συστήματος, όπου η ισχύς υπαγορεύει τη θέση και το μέλλον των κρατών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ουκρανία είναι ένας στρατηγικός ενδιάμεσος χώρος ανάμεσα σε δύο αντίπαλες σφαίρες επιρροής, τη ρωσική και τη δυτική. 

Ο John Mearsheimer, εκ των κορυφαίων εκφραστών της νεορεαλιστικής σκέψης, προειδοποίησε ήδη από το 2014 ότι η προσπάθεια ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν θα οδηγούσε στη σταθερότητα, αλλά στην έκρηξη. Όχι επειδή η Ρωσία είναι αναπόδραστα επιθετική, αλλά επειδή αισθάνεται ότι απειλείται στην ίδια την καρδιά της ταυτότητάς της ως μεγάλης δύναμης. Η Ουκρανία, ιστορικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά, συναισθηματικά, ανήκει για το ρωσικό πολιτικό φαντασιακό στο εσωτερικό της εθνικής επικράτειας, και η οριστική της προσχώρηση στη Δύση ισοδυναμεί με γεωπολιτικό ακρωτηριασμό της Ρωσίας. 

Η ρεαλιστική θεωρία δεν αρνείται τη σημασία της αυτοδιάθεσης, αλλά την υποτάσσει στο πρωτείο της ισχύος. Ένα μικρότερο κράτος που γειτονεύει με μια πυρηνική υπερδύναμη οφείλει να γνωρίζει τα όρια των ελιγμών του. Η επιδίωξη πλήρους στρατηγικής αυτονόμησης από τη Μόσχα ερμηνεύεται ως απειλή για την περιφερειακή ισορροπία. Αν η Ουκρανία δεν είχε ιστορικούς, γλωσσικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τη Ρωσία, η ένταξή της στο ΝΑΤΟ ίσως να μη συνιστούσε ζήτημα ζωτικής σημασίας. 

Ο ρεαλισμός, επομένως, προτείνει ως μόνη σταθερή διέξοδο την ουδετερότητα της Ουκρανίας, κατά το ιστορικό προηγούμενο της Αυστρίας στον Ψυχρό Πόλεμο, ως διπλωματική εκτόνωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Κατά τη λογική αυτή, η Δύση θα όφειλε να παραιτηθεί από την πλήρη ενσωμάτωση της Ουκρανίας και να αναγνωρίσει σιωπηρά ότι υπάρχουν όρια στο διεθνές δίκαιο όταν αυτό αντιπαρατίθεται με τα ζωτικά συμφέροντα των υπερδυνάμεων. 

Εντούτοις, ο ρεαλισμός αποτυγχάνει να συλλάβει την εσωτερική θερμοκρασία των κοινωνιών. Αντιμετωπίζει τα κράτη ως επικράτειες ισχύος, αδιαφορώντας για το ενδογενές ήθος των λαών τους· εστιάζει στις σφαίρες επιρροής, παρακάμπτοντας τα πρόσωπα που επιθυμούν να καθορίσουν τον ιστορικό τους ρόλο. Ως εκ τούτου, όσο διορατικός κι άν είναι ως προς την πρόβλεψη του πιθανολογούμενου, ο ρεαλισμός συχνά αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα του οφειλόμενου. 

Η ρεαλιστική πολιτική προάγει τη στρατηγική ψυχραιμία. Και παρότι αυτό μπορεί να επαρκεί για την επιβίωση ενός κράτους, δεν είναι αρκετό για να σταθεί όρθιος ένας λαός που αρνείται να παραμείνει απλό τοπογραφικό ανάγλυφο. 

... 

Εάν ο ρεαλισμός διδάσκει την εγκράτεια, ο φιλελευθερισμός καλλιεργεί την ελπίδα· ελπίδα ότι η διεθνής πολιτική δεν είναι καταδικασμένη σε διαρκή σύγκρουση, αλλά μπορεί να μετασχηματιστεί μέσα από τη συνεργασία, τους θεσμούς και το κράτος δικαίου. Στο πλαίσιο αυτό, η Ουκρανία δεν είναι απλώς μία στρατηγική περιοχή· είναι ένα πολιτικό υποκείμενο που έχει δικαίωμα να επιλέξει τον προσανατολισμό του, να θεσπιστεί εντός μιας κοινότητας δημοκρατικών κρατών και να απολαύσει την προστασία που αυτή η κοινότητα εγγυάται.

Για τον φιλελευθερισμό, η ελευθερία και η ασφάλεια δεν είναι αντιθετικές, αλλά αλληλοτροφοδοτούμενες. Ένα κράτος που επιδιώκει την ένταξή του στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ λειτουργεί ως μέρος ενός συλλογικού σχεδίου ειρήνης, βασισμένου στη δημοκρατία, στη διαφάνεια, στην οικονομική διασύνδεση και στις θεσμικές εγγυήσεις της αυτοδιάθεσης. Όταν ένας λαός όπως ο ουκρανικός, μέσα από αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και εκλογικές διαδικασίες, επιμένει στον ευρωπαϊκό του προσανατολισμό, ο αποκλεισμός του δεν είναι πράξη σύνεσης, αλλά εγκατάλειψης. 

Η φιλελεύθερη σκέψη διδάσκει ότι οι συμμαχίες δεν οικοδομούνται μόνο πάνω σε κοινά συμφέροντα, αλλά κυρίως πάνω σε κοινές αξίες. Η Ουκρανία δεν ζητά την ένταξή της ως ανταμοιβή, αλλά ως αναγνώριση της επιλογής της. Όπως έγραψε ο Joseph Nye, «η ήπια ισχύς της Δύσης δεν βρίσκεται στην ικανότητά της να επιβάλλεται, αλλά στην ικανότητά της να γίνεται επιθυμητή». Η Ουκρανία θέλει να ανήκει στη Δύση. Η άρνηση ένταξής της, για λόγους ισορροπίας, φόβου ή εξευμενισμού, είναι ρήξη με το ήθος του ίδιου του φιλελεύθερου σχεδίου. 

Αναγνωρίζοντας τα πολλαπλά εμπόδια, τη διαβρωτική παρουσία της διαφθοράς, την απουσία των θεσμικών αντιβάρων, την εγγενή ρευστότητα μιας χώρας εν πολέμω, ο φιλελευθερισμός δεν ευαγγελίζεται μία σπασμωδική ένταξη, αλλά εισηγείται μία μακρά πορεία θεσμικής σύγκλισης, που θα επιτρέψει στην Ουκρανία να μετασχηματιστεί από μετασοβιετικό κράτος σε αληθινό κράτος δικαίου με λειτουργικούς θεσμούς. 

Η φιλελεύθερη αντίληψη δεν επιστρατεύει την ισχύ των όπλων· κινητοποιεί τη διαπαιδαγωγητική ισχύ των θεσμών. Πρόκειται για μια πρόταση θεσμική, παιδευτική, και διαρκώς εξελισσόμενη· μια μακροπρόθεσμη επένδυση στην ανθεκτικότητα της Ουκρανίας, αντί μιας αποσπασματικής διεύρυνσης που θα υπηρετούσε αποκλειστικά τα αντανακλαστικά ασφαλείας της Δύσης. Διότι, στο βαθύτερο υπόστρωμά του, ο φιλελευθερισμός εδράζεται στην αξιακή υπεροχή της ελευθερίας της επιλογής. Όταν ένας λαός επιμένει, με κόστος και συνέπεια, να ενταχθεί σε έναν κόσμο αξιών, και αυτός ο κόσμος τού κλείνει την πόρτα επικαλούμενος τον ρεαλισμό, τότε το σφάλμα δεν έγκειται στην εμμονή του λαού· εδράζεται στην ηθική ατολμία μιας Δύσης που τρομάζει μπροστά στον ίδιο της τον καθρέφτη. 

... 

Η τρίτη μεγάλη θεωρητική σχολή στη διεθνή πολιτική, ο κονστρουκτιβισμός, δεν εστιάζει πρωτίστως στην ισχύ ούτε στους θεσμούς, αλλά στη σημασία των ταυτοτήτων και των συλλογικών αφηγήσεων που συγκροτούν την πολιτική πραγματικότητα. Η διεθνής πολιτική δεν είναι, κατά την εύγλωττη ρήση του Alexander Wendt, απλώς αυτό που είναι, αλλά εκείνο που τα κράτη πιστεύουν ότι είναι. Δεν υπάρχουν «σφαίρες επιρροής» και «σύμμαχοι» ως φυσικά δεδομένα· υπάρχουν σχέσεις, εικόνες, αντιλήψεις και ιστορίες, όλα διαμορφωμένα ιστορικά και επανανοηματοδοτούμενα διαρκώς. 

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ουκρανία δεν ανάγεται σε ένα κράτος υποκείμενο εξωτερικών κινδύνων ούτε σε μία οικονομία υπό επιτήρηση· είναι ένας συλλογικός αυτοπροσδιορισμός εν εξελίξει. Δεν επιζητεί απλώς στρατηγική ασφάλεια· αποζητά την αναγνώριση της ταυτότητάς της. Η αξίωσή της για ένταξη δεν εκκινεί μόνο από το ένστικτο επιβίωσης, αλλά από την επιθυμία να υπάρξει ως αυτό που επέλεξε να είναι: ένα ευρωπαϊκό έθνος, αποσχισμένο από το ιστορικό βάρος των ρωσικών πολιτισμικών δεσμών, και προσδεδεμένο στον ορίζοντα του δυτικού κόσμου. 

Η σύγκρουση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, υπό το πρίσμα της κονστρουκτιβιστικής θεωρίας, δεν ανάγεται μονοσήμαντα σε αντιπαράθεση συμφερόντων, αλλά συνιστά  αντιπαράθεση ταυτοτήτων. Η Μόσχα δεν φοβάται απλώς την απώλεια γεωπολιτικού ελέγχου· φοβάται την απώλεια ενός κόσμου που κάποτε όριζε. Ο πόλεμος που διεξάγεται είναι αγώνας αφηγήσεων: ποιος έχει το δικαίωμα να λέγεται Ευρωπαίος, ποιος δικαιούται την ελευθερία του, και ποια Ιστορία επιβιώνει όταν ένα έθνος διαλέγει να επανεφεύρει τον εαυτό του. 

Η κονστρουκτιβιστική οπτική, ασφαλώς, δεν είναι ευήθης ούτε αφελώς ιδεαλιστική. Δεν αγνοεί την αναγκαιότητα ισχύος ούτε υποτιμά τις στρατηγικές συντεταγμένες. Όμως επιμένει ότι η ισχύς, τα συστήματα ασφαλείας και οι θεσμοί δεν λειτουργούν εν κενώ, αλλά προσανατολίζονται από τις ταυτότητες που οι πολιτισμοί επιλέγουν να αναγνωρίσουν ή να απορρίψουν. Και όσο η Ουκρανία καθίσταται, μέσω του λόγου, των αξιών και του αίματος, πολιτικά και ηθικά μέρος του δυτικού κόσμου, τόσο η Δύση θα κληθεί να απαντήσει αν είναι πρόθυμη να συναντήσει, ή να εγκαταλείψει, εκείνον που ήδη την έχει επιλέξει. 

... 

Καθώς προβάλλει αμυδρός ο ορίζοντας είτε μιας ειρηνευτικής εκτόνωσης είτε μιας νέας φάσης στρατηγικής επανατοποθέτησης της Δύσης έναντι της Ουκρανίας, οι τρεις μείζονες θεωρητικές σχολές των διεθνών σχέσεων, ο ρεαλισμός, ο φιλελευθερισμός και ο κονστρουκτιβισμός, αποκτούν νέο νόημα ως διαφορετικά πρίσματα ανάγνωσης του κινδύνου: τι φοβόμαστε, από ποιόν, και γιατί. 

Ο ρεαλισμός, παραμένοντας προσδεδεμένος στην παράδοση του Θουκυδίδη και στην συνθήκη του Χόμπς, αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο ως διατάραξη της υφιστάμενης ισορροπίας ισχύος από μια υπέρμετρη επιθυμία αναθεώρησης, είτε από τη μία είτε από την άλλη πλευρά. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσέγγιση της Ουκρανίας προς τη Δύση, ιδίως μέσω της επιδιωκόμενης ενσωμάτωσης στο ΝΑΤΟ, εκλαμβάνεται ως υπαρξιακή πρόκληση για τη Ρωσία. Ο ρεαλισμός προειδοποιεί πως μια τέτοια κίνηση, αν δεν συνυπολογίσει τις αντιδράσεις του αντιπάλου, ενδέχεται να προκαλέσει κρίσεις βαθύτερες από το πολιτικώς προβλέψιμο, οδηγώντας δυνητικά ακόμη και σε γενικευμένη σύρραξη. 

Για τον ρεαλιστή, το μέγα πολιτικό αμάρτημα είναι η εσφαλμένη εκτίμηση της ισχύος, είτε ως υπερτίμηση των ιδίων δυνατοτήτων, είτε ως υποτίμηση των δυνατοτήτων του Άλλου. Η ειρήνη, υπό αυτό το πρίσμα, δεν προκύπτει από την επέκταση της δημοκρατίας, ούτε από την πολλαπλασιαστική δύναμη των αξιών· δημιουργείται μόνον εκεί όπου η ισχύς αναγνωρίζεται και συγκρατείται, ακόμη κι αν είναι ανοίκεια. Η ασφάλεια, συνεπώς, δεν εδράζεται σε αξιακή ταύτιση, αλλά στην ψυχρή ισορροπία των συμφερόντων. 

Ο φιλελευθερισμός, αντιθέτως, αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο ως θεσμική απορρύθμιση και απώλεια της διεθνούς νομιμότητας. Αν η Δύση εγκαταλείψει την Ουκρανία ή επιλέξει τον κατευνασμό της Ρωσίας, ενδίδει στον κανόνα της αυθαιρεσίας και καθιστά επισφαλή τη θέση κάθε δημοκρατικής χώρας που αντιμετωπίζει απειλή. Για τον φιλελεύθερο, η αποχή είναι συνενοχή και η μη ένταξη ισοδυναμεί με παραβίαση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Η ασφάλεια εκκινεί από την εμπιστοσύνη στους θεσμούς. Η Ουκρανία, εν προκειμένω, δεν είναι ένας γεωπολιτικός δορυφόρος· είναι η δοκιμασία της ίδιας της αξιοπιστίας του διεθνούς φιλελεύθερου εγχειρήματος. 

Ο κονστρουκτιβισμός μετατοπίζει τη σκοπιά του κινδύνου από τη σφαίρα της στρατιωτικής ισχύος ή των θεσμών προς το πεδίο της αναγνώρισης της ταυτότητας. Επομένως, ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν αποτελεί αποκλειστικά μια διαφιλονικούμενη επικράτεια εδαφικού ελέγχου· είναι αντιπαράθεση κοσμοαντιλήψεων ως προς το ποιος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στο παλίμψηστο της Ιστορίας. 

Η Δύση, εάν επιλέξει να παραγνωρίσει ή να αναστείλει την αναγνώριση του ουκρανικού αιτήματος, κινδυνεύει να διαρρήξει την ίδια την αξιακή της συνάφεια με τις αρχές που τη θεμελιώνουν: την ελευθερία, την ετερότητα, τη βούληση να ανήκεις εκεί όπου σε προσκαλεί η συνείδησή σου. 

Αυτές οι τρεις αντιλήψεις του κινδύνου δεν αλληλοαναιρούνται· αλληλοσυμπληρώνονται και συμβιούν εντός μιας σύνθετης πραγματικότητας. Η απειλή της Ρωσίας είναι πραγματική και στρατιωτική· η ανάγκη θεσμικής συμμόρφωσης της Ουκρανίας με το acquis communautaire της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αδιαπραγμάτευτη· ενώ η βούληση του ουκρανικού λαού να αυτοπροσδιοριστεί πολιτικά και πολιτισμικά εντός του ευρωπαϊκού πολιτισμικού παραδείγματος είναι αυθεντική. 

Ο κίνδυνος, συνεπώς, δεν είναι μονοσήμαντος· είναι πολυαιτιακός και πολυεστιακός. Ακριβώς γι’ αυτό καθίσταται αναγκαία μια υβριδική σύνθεση ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον φιλελευθερισμό, μια πολιτική αρχιτεκτονική που να συνδυάζει τη στρατηγική εγκράτεια με την ηθική ευθυκρισία. Χρειαζόμαστε μια μορφή ενεργού υποστήριξης, όχι τυφλής εμπλοκής· μια μετρημένη αλλά σταθερή επένδυση, η οποία να σέβεται τις γεωπολιτικές ισορροπίες, δίχως να προδίδει την αξιακή σφραγίδα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος: ότι η ασφάλεια δεν είναι μόνο θέμα ισχύος, αλλά αναγνώριση της ελευθερίας ως καθολικής αξίωσης. 

Η ισχύς χωρίς αξίες παράγει φόβο· οι αξίες χωρίς στρατηγική παράγουν αυταπάτες. Αν όμως συνδυαστούν σε ένα συνεκτικό πλαίσιο βαθμιαίας ένταξης, με θεσμική ρήτρα μεταρρυθμίσεων και ρεαλιστικές εγγυήσεις ασφάλειας, τότε η Ουκρανία μπορεί να καταστεί συνδιαμορφωτής της ευρωπαϊκής ιστορίας. 

... 

Ουδεμία θεωρητική προσέγγιση, ούτε η ρεαλιστική, ούτε η φιλελεύθερη, ούτε η ταυτοτική, δύναται να παρακάμψει έναν παράγοντα που καθίσταται ολοένα και πιο βαρύνουσας σημασίας στη στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της Ουκρανίας: την εσωτερική ποιότητα του κράτους δικαίου και της λειτουργίας των θεσμών και της δημοκρατίας. Όσο αυτονόητη κι αν είναι η αλληλεγγύη προς έναν λαό που αντιστέκεται, η πλήρης ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν συνιστά επιβράβευση της γενναιότητας· προϋποθέτει θεσμική συμμόρφωση με τον αξιακό και κανονιστικό πυρήνα της ευρωπαϊκής οικογένειας. 

Οι δυτικοί θεσμοί δεν εδράζονται στην έξαρση του εθνικού φρονήματος ούτε αντλούν τη νομιμοποίησή τους από πατριωτικά αισθήματα· θεμελιώνονται στην καθολικότητα των κανόνων, στην ανεπίδεκτη αμφισβήτησης ισχύ των θεσμικών αντίβαρων και στην αρχή της λογοδοσίας. Τα Κριτήρια της Κοπεγχάγης (1993) καθιστούν απερίφραστα σαφές πως η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκειται σε σαφώς διατυπωμένες αξιακές και θεσμικές προϋποθέσεις. Πέραν της οικονομικής σταθερότητας, απαιτείται η εμπεδωμένη λειτουργία θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, την προσήλωση στο κράτος δικαίου, την απαραβίαστη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και την ενεργό μέριμνα για τον σεβασμό των μειονοτήτων. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν αποτελούν προαιρετικά ερμηνευόμενες παραμέτρους, αλλά συνιστούν τον αξιακό πυρήνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και ως τέτοιες είναι αδιαπραγμάτευτες. 

Μετά το 2014, και πολλώ μάλλον από την έναρξη της ρωσικής εισβολής το 2022, η Ουκρανία έχει αναπτύξει έναν έντονο εθνοκεντρικό λόγο, ο οποίος εστιάζει στην ανάκτηση της εθνικής αξιοπρέπειας, στην ηρωική αυθυπαρξία έναντι του εισβολέα, στην ενίσχυση της συλλογικής ταυτότητας και στην αποκοπή από κάθε ρωσική πολιτισμική επιρροή. Το εν λόγω ιδεολογικό πλαίσιο είναι, εν καιρώ πολέμου, πολιτικά χρήσιμο και ψυχολογικά αναγκαίο. Προσφέρει συνοχή, αντοχή, και ένα συνεκτικό αφήγημα. 

Ωστόσο, όταν η έκτακτη αυτή φάση παρέλθει και η Ουκρανία κληθεί να εισέλθει στο στάδιο της θεσμικής ενσωμάτωσης στον ευρωπαϊκό χώρο, το εν λόγω ιδεολογικό πλαίσιο ενδέχεται, εάν δεν μετουσιωθεί εγκαίρως σε θεσμικό λόγο, να καταστεί οιονεί παρεμποδιστικό. Η ιστορική εμπειρία της Ευρώπης καταδεικνύει ότι ο εθνικισμός, ιδίως όταν λειτουργεί ως πολιτικό υποκατάστατο θεσμικής ωριμότητας, δεν προσφέρει σταθερό έρεισμα για τη συγκρότηση ενός κράτους δικαίου· απεναντίας, μπορεί να εκτραπεί σε εργαλείο υπερσυγκεντρωτισμού, αποδυνάμωσης της ανεξαρτησίας των θεσμών, και της θεμιτής πολυφωνίας. 

Ήδη, στο Κίεβο, καταγράφονται ενδείξεις που εγείρουν ανησυχίες περί μιας ενδεχόμενης διολίσθησης σε πρακτικές ενάντιες προς το ευρωπαϊκό συνταγματικό κεκτημένο, οι οποίες δεν διέφυγαν της προσοχής των ευρωπαϊκών επιτελείων των Βρυξελλών. Σωρευτικές παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας με αιχμή τον περιορισμό της αυτονομίας της δικαστικής εξουσίας και των ανεξάρτητων αρχών, κυρίως σε ζητήματα διαφάνειας, συνοδεύονται από αλλεπάλληλα σκάνδαλα διαφθοράς, τα οποία καταδεικνύουν τη διαρκή αναπαραγωγή ενός αναξιόπιστου κρατικού μηχανισμού. Υπό το προκάλυμμα της επιβεβλημένης εθνικής ομοψυχίας, οι εξουσίες τείνουν να συγχωνεύονται, διαβρώνοντας αθόρυβα την κανονιστική ισχύ της διάκρισης των λειτουργιών. 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά μία sui generis πολιτική κοινότητα, θεμελιωμένη στο κράτος δικαίου και στον φιλελεύθερο συνταγματισμό. Οι ηγέτες των κρατών-μελών λογοδοτούν στα εκλογικά σώματα των κοινωνιών τους, οι οποίες διατηρούν, ακόμη, μια ενεργή αξιακή προσδοκία. Θα είναι δύσκολο να δικαιολογήσουν, μακροπρόθεσμα, την αταλάντευτη υποστήριξη προς ένα κράτος που δεν επιδεικνύει θεσμική προσαρμογή στα κριτήρια ένταξης. Η προοπτική ένταξης δεν αποτελεί μεταφυσική χειρονομία αλληλεγγύης, αλλά προϋποθέτει την επαληθεύσιμη, σταδιακή και απαιτητική διαδικασία συμμόρφωσης προς ένα corpus αρχών. 

Και τούτο μάλιστα σε μια συγκυρία όπου η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δοκιμάζεται εκ των έσω: η αμφισβήτηση του κράτους δικαίου, η διολίσθηση στον αυταρχισμό, η αποδυνάμωση της φιλελεύθερης παράδοσης προέρχονται από κράτη ήδη ενταγμένα, ιδίως από την Ανατολική Ευρώπη. Η εμφάνιση μιας «εναλλακτικής woke δεξιάς» όπου συνυπάρχουν ρητορικές κατά του φιλελευθερισμού και του ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού, φέρνει στην επιφάνεια μια κρίση πρωτογονισμού. 

Καθώς η Δύση αργά ή γρήγορα, θα αναγκαστεί να προσανατολιστεί προς έναν σύνθετο συγκερασμό ρεαλισμού και φιλελεύθερισμού, η Ουκρανία καλείται να αποδείξει ότι η πολιτική της φυσιογνωμία δεν αρθρώνεται αποκλειστικώς ως άρνηση του Ρώσου ηγεμόνα, αλλά ως θετική, συνειδητή πρόσληψη του ευρωπαϊκού αξιακού κανόνα. Ότι δεν αυτοπροσδιορίζεται μονοσήμαντα ως αντιθετική προς την Ανατολή, αλλά μαθητεύει, με συνέπεια και ενάργεια, στο ήθος της Ευρώπης. Ότι η ταυτότητά της ενσωματώνει την ενσυνείδητη πρόσληψη των αξιών της Ευρώπης: κράτος δικαίου, διάκριση των εξουσιών, διαφάνεια, θεσμική ανεξαρτησία, ανεκτικότητα και πολιτική λογοδοσία. 

Κάθε γνήσιος σύμμαχος οφείλει να είναι ευεργετικά ωφέλιμος και όχι απλώς ευχάριστα αρεστός· διότι η αλήθεια, όσο κι αν δυσαρεστεί, προφυλάσσει. Τα ζητήματα αυτά δεν είναι αφηρημένες προειδοποιήσεις, αλλά υπαρκτά διακυβεύματα, τα οποία η Ουκρανία θα κληθεί να αντιμετωπίσει απροσχημάτιστα, και για τα οποία οφείλει να έχει προετοιμάσει, όχι μόνο τη στρατηγική της, αλλά και τη συνείδησή της. 

Η Ουκρανία θα κληθεί να αποδείξει ότι μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από μία καθαρτήρια προέκταση της τραγωδίας της: ένα κράτος που αναλαμβάνει το κόστος της ελευθερίας ως θεσμική ευθύνη και όχι μόνον ως ιστορικό πάθος. 

... 

Η πρόταση που διατυπώνεται εν προκειμένω δεν επιζητεί έναν απλουστευτικό διαχωρισμό ανάμεσα στη στρατηγική πρόνοια και την ηθικοπολιτική ρητορική, αλλά τη χάραξη μιας πολυεπίπεδης πορείας σταδιακής, αλλά απερίφραστης ενσωμάτωσης της Ουκρανίας στο δυτικό πλαίσιο, χωρίς να παραβλέπει τις στρατηγικές ισορροπίες, ούτε να ανεχθεί τη θεσμική εκτροπή. Πρόκειται για έναν οιονεί συγκερασμό ρεαλισμού και φιλελευθερισμού, θεμελιωμένο: 

- Στην αναγνώριση ότι η Ρωσία, ως διαχρονικός γεωϊστορικός παίκτης, δεν δύναται να εκτοπιστεί πλήρως από την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, και ότι η Ουκρανία δεν πρέπει να λειτουργεί ως μόνιμο πεδίο σύγκρουσης· 

- στην απαίτηση η Ουκρανία να υιοθετήσει πλήρως τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αρχές: διαφάνεια, λογοδοσία, ανεκτικότητα, διάκριση εξουσιών· 

- Στη διαμόρφωση ενός κλιμακωτού μηχανισμού προσχώρησης, που θα συνδυάζει εγγυήσεις ασφαλείας, οικονομική σύγκλιση και πολιτική μεταρρύθμιση. 

Η Ευρώπη εξάλλου, δεν καθορίζεται πρωτίστως από τα εδαφικά της περιγράμματα, αλλά από την ικανότητά της να τα υπερβαίνει, κάθε φορά που συναντά συμμάχους πρόθυμους να μοιραστούν το βάρος, και την τιμή, του «ανήκειν». Ίσως το μέλλον της Ουκρανίας να μην κριθεί μονάχα στα χαρακώματα του πολέμου, αλλά στα εσωτερικά της ερείσματα: στο κατά πόσον ένας λαός μπορεί να μετουσιώσει την οδύνη σε πολιτική αρετή και η Ευρώπη να ανταποκριθεί με γενναιοδωρία θεσμική και ηθική, αντάξια της ιστορίας της και, των αξιών της.