Μετά το Λος Άντζελες, η Ουάσινγκτον και έπεται συνέχεια. Ασφάλεια ή επιβολή και επίδειξη ισχύος; Ο τρόπος με τον οποίο ο Ντόναλντ Τραμπ εκμεταλλεύεται το ιδιότυπο συνταγματικό καθεστώς της Ουάσινγκτον και εμπλέκει το στράτευμα σε καθαρά αστυνομικά καθήκοντα συνιστά υπέρβαση των παραδοσιακών ορίων της προεδρικής εξουσίας - όχι κατ’ ανάγκη παράνομη, αλλά σαφώς ακραία για τα αμερικανικά πολιτικά δεδομένα.
Σκιαγραφώντας μία εικόνα της Ουάσινγκτον που θα μπορούσε να είχε ξεπηδήσει από τις πιο σκοτεινές σελίδες δυστοπικής λογοτεχνίας, ο Αμερικανός πρόεδρος εγκαινίασε τη νέα του «σταυροφορία» κατά της εγκληματικότητας και των αστέγων στην αμερικανική πρωτεύουσα. Επικαλούμενος το καθήκον του να «σώσει την πόλη από το έγκλημα, την αιματοχυσία, την αναρχία και την εξαθλίωση», ανακοίνωσε την προσωρινή υπαγωγή της αστυνομίας σε ομοσπονδιακό έλεγχο και την ανάπτυξη εκατοντάδων ανδρών της Εθνοφρουράς που έχουν ήδη αρχίσει να καταφθάνουν στην Ουάσινγκτον.
Το «εγχειρίδιο» ανάθεσης στις στρατιωτικές δυνάμεις καθηκόντων εσωτερικής αστυνόμευσης στο όνομα της αποκατάστασης του «νόμου και της τάξης» καυτηριάζεται από πολιτικούς και νομικούς κύκλους, καθώς εγείρει ερωτήματα και φόβους για τα όρια της προεδρικής εξουσίας σε καιρούς αποδυνάμωσης των θεσμικών αντίβαρων, καθώς και για τον κίνδυνο «κανονικοποίησης» της ανάμειξης του στρατού στην επιβολή του νόμου.
Ο Τραμπ έχει δώσει σε πρώτη φάση εντολή για την ανάπτυξη 800 μελών της Εθνοφρουράς στην Ουάσινγκτον και την υπαγωγή του αστυνομικού σώματος υπό άμεσο ομοσπονδιακό έλεγχο, κηρύσσοντας «κατάσταση έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια ασφάλεια». Δεν είναι η πρώτη φορά -και ως φαίνεται δεν θα είναι η τελευταία- που καταφεύγει στη «λύση» της «εκτάκτου ανάγκης» για να υπερκεραστούν συνταγματικά εμπόδια και να κάνει χρήση ειδικής νομοθεσίας (ακόμη και περασμένων αιώνων) για να προωθήσει αμφιλεγόμενα μέτρα.
Σε συνέντευξη Τύπου στον Λευκό Οίκο, ο Ντόναλντ Τραμπ αναβίωσε την προεκλογική ρητορική του και υποστήριξε ότι η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα έχει καταληφθεί από «βίαιες συμμορίες, αιμοσταγείς εγκληματίες, περιφερόμενες ορδές νεαρών παραβατών, τοξικομανείς μανιακούς και αστέγους». Χαρακτήρισε την ημέρα της ανακοίνωσης «Ημέρα Απελευθέρωσης» και εξουσιοδότησε τις δυνάμεις που αναπτύσσονται «να κάνουν ό,τι διάολο θέλουν» για να αντιμετωπίσουν το έγκλημα - μια επίδειξη προεδρικής εξουσίας χωρίς προηγούμενο στη σύγχρονη Ιστορία των ΗΠΑ.
Μιλώντας για «ανεξέλεγκτη» εγκληματικότητα σε πόλεις σε όλη τη χώρα, ο Τραμπ στράφηκε στους συνήθεις «μπλε» στόχους όπως η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Σικάγο, παραλείποντας όμως πόλεις σε πολιτείες υπό ρεπουμπλικανική ηγεσία με τα υψηλότερα ποσοστά ανθρωποκτονιών: το Μέμφις, το Σεντ Λούις και τη Νέα Ορλεάνη. Αγνόησε επίσης το πιο βίαιο επεισόδιο στη σύγχρονη Ιστορία της Ουάσινγκτον: την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο, όταν ο όχλος υποστηρικτών του επιχείρησε να εμποδίσει την κύρωση της προεδρικής νίκης Μπάιντεν. Μετά την επάνοδό του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ απένειμε χάρη σε σχεδόν 1.600 καταδικασθέντες για τη μαύρη αυτή κηλίδα.
Η επίκληση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στην Ουάσινγκτον δεν στηρίζεται από τα επίσημα στοιχεία. Η δήμαρχος Μιούριελ Μπάουζερ αντέτεινε ότι στην πόλη καταγράφεται το χαμηλότερο επίπεδο βίαιων εγκλημάτων των τελευταίων τριών δεκαετιών και ότι το 2024 σημειώθηκε μείωση κατά 26% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Επισήμανε ότι οι κλοπές και κάποιες μορφές μη βίαιης παραβατικότητας παραμένουν πρόκληση, αλλά απέρριψε την εικόνα κόλασης που παρουσίασε ο Αμερικανός πρόεδρος. Κρατώντας μία προσεκτική στάση και αποφεύγοντας μία «μετωπική» με τον Τραμπ, η Μπάουζερ αναγνώρισε πως η ανάπτυξη της Εθνοφρουράς είναι προεδρική αρμοδιότητα, αλλά τόνισε πως τα κονδύλια θα πρέπει να κατευθυνθούν στην ενίσχυση του δικαστικού και εισαγγελικού έργου, αντί για στρατιωτική παρουσία.
Η ιδιαίτερη συνταγματική θέση της Ουάσινγκτον εξηγεί γιατί ο Τραμπ μπορούσε να προχωρήσει μονομερώς. Σε αντίθεση με τις 50 πολιτείες, η Περιφέρεια της Κολούμπια δεν διαθέτει πλήρη αυτονομία και η δήμαρχος δεν μπορεί να καλέσει την Εθνοφρουρά δίχως ομοσπονδιακή έγκριση. Ο ίδιος ο πρόεδρος δεν μπορεί να θέσει την Ουάσινγκτον υπό πλήρη ομοσπονδιακό έλεγχο με εκτελεστικό διάταγμα -η κίνηση αυτή θα έπρεπε να «περάσει» από το Κογκρέσο, όπου οι Δημοκρατικοί θα μπορούσαν να την μπλοκάρουν- έχει όμως άμεση εξουσία επί της μονάδας της Εθνοφρουράς της πόλης και μπορεί να ασκήσει προσωρινό έλεγχο στην αστυνομική δύναμη της Ουάσινγκτον - 30 ημέρες είναι το μέγιστο επιτρεπτό χρονικό όριο χωρίς να χρειαστεί εξουσιοδότηση από το Κογκρέσο. Η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι θα βρίσκεται στην εποπτεία του αστυνομικού σώματος όσο αυτό παραμένει υπό ομοσπονδιακό έλεγχο, ενώ στο πλαίσιο της επιχείρησης, προβλέπεται και η προσωρινή μετακίνηση 120 πρακτόρων του FBI σε νυχτερινές περιπολίες.
Την ίδια στιγμή μάλιστα, αποκλειστικό ρεπορτάζ της Washington Post κάνει λόγο περί εξέτασης από το Πεντάγωνο σχεδίου για τη δημιουργία «Δύναμης Ταχείας Αντίδρασης» για εσωτερικές αναταραχές. Βάσει σχετικών εγγράφων στα οποία απέκτησε πρόσβαση η αμερικανική εφημερίδα, το σχέδιο προβλέπει να βρίσκονται 600 άνδρες σε ετοιμότητα για να αναπτυχθούν σε οποιαδήποτε πόλη εντός μίας ώρας. Οι επικριτές προειδοποιούν ότι η υλοποίηση αυτού του σχεδίου ενέχει τον κίνδυνο να καταστήσει «ρουτίνα» την εμπλοκή του στρατού σε αστυνομικά καθήκοντα, θα διαταράξει την ετοιμότητα της Εθνοφρουράς για τις κύριες αποστολές της και θα «χαμηλώσει» τον πήχη για μελλοντικές στρατιωτικές παρεμβάσεις στο αμερικανικό έδαφος.
Οι κινήσεις Τραμπ στην Ουάσινγκτον έχουν πυροδοτήσει την οργή των Δημοκρατικών. Ο επικεφαλής της μειοψηφίας στη Γερουσία Τσακ Σούμερ μίλησε για «πολιτικό τέχνασμα» και «απόπειρα αντιπερισπασμού» από άλλα σκάνδαλα, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης των αρχείων του Τζέφρι Επστάιν. Η πρώην πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι υπενθύμισε ότι ο Τραμπ καθυστέρησε την ανάπτυξη της Εθνοφρουράς στις 6 Ιανουαρίου 2021, όταν το Καπιτώλιο δεχόταν επίθεση, και τώρα «ενεργοποιεί την Εθνοφρουρά για να αποσπάσει την προσοχή από την ανικανότητά του». Ο κυβερνήτης του Ιλινόι Τζέι Μπ. Πρίτζκερ δήλωσε ότι ο Τραμπ «δεν έχει καμία εξουσία να αναλάβει το Σικάγο» και τον προκάλεσε να ανοίξει τα αρχεία Επστάιν. Ο Πιτ Μπούτιτζετζ κατηγόρησε τον πρόεδρο ότι χρησιμοποιεί την αστυνομία της Ουάσινγκτον για να καλύψει πολιτικά προβλήματα.
Τον Ιούνιο, ο Τραμπ -επικαλούμενος και πάλι κατάσταση εκτάκτου ανάγκης- είχε αναπτύξει την Εθνοφρουρά στο Λος Άντζελες, παρά τη σφοδρή εναντίωση του Δημοκρατικού κυβερνήτη της Καλιφόρνιας Γκάβιν Νιούσομ, για να καταστείλει διαδηλώσεις κατά συλλήψεων μεταναστών σε μία υπόθεση που έχει λάβει πλέον τη δικαστική οδό. Σχεδόν 5.000 άνδρες της Εθνοφρουράς μεταφέρθηκαν στο Λος Άντζελες με εντολή να προστατεύσουν ομοσπονδιακούς πράκτορες κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων και να αντιμετωπίσουν διαμαρτυρίες που είχαν ξεσπάσει μετά από επιδρομές για συλλήψεις μεταναστών. Παρόμοια πρακτική είχε εφαρμοστεί και το 2020, όταν η Εθνοφρουρά και ομοσπονδιακές δυνάμεις αναπτύχθηκαν για να διαλύσουν ειρηνικές διαδηλώσεις στο πλαίσιο του κινήματος Black Lives Matter, μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ.
Όσο για το ζήτημα των αστέγων στην Ουάσινγκτον, ο Τραμπ «απασφάλισε» μέσω Truth Social: «Οι άστεγοι πρέπει να φύγουν αμέσως. Θα σας βρούμε μέρη για να μείνετε, αλλά μακριά από την πρωτεύουσα». Δεν διευκρίνισε πού θα μετακινηθούν. Σύμφωνα με την οργάνωση Community Partnership, από τους περίπου 3.782 αστέγους οι περισσότεροι διανυκτερεύουν σε δημόσιες δομές ή καταφύγια έκτακτης ανάγκης και περίπου 800 ζουν στον δρόμο.
Παρά τις ενστάσεις, ορισμένοι κάτοικοι -ιδίως σε περιοχές με υψηλότερη εγκληματικότητα- βλέπουν θετικά την ενίσχυση της παρουσίας δυνάμεων ασφαλείας. Αν, άλλωστε, το πρόβλημα δεν ήταν υπαρκτό, ο Τραμπ δεν θα μπορούσε να κινηθεί αναλόγως. Ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών της Ουάσινγκτον, Γκρέγκορι Πέμπερτον, δήλωσε ότι τα μέλη συμφωνούν με τον Αμερικανό πρόεδρο ότι «κάτι πρέπει να γίνει». Ωστόσο, δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών παραμένει επιφυλακτική απέναντι στην ανάπτυξη στρατευμάτων σε αμερικανικό έδαφος σε ρόλο αστυνόμευσης και για την καταστολή εσωτερικών διαμαρτυριών.
Η υπόθεση της Ουάσινγκτον συνιστά μία ακόμη μείζονα δοκιμασία για την ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στην ομοσπονδιακή εξουσία και τις πολιτειακές αρχές και την τοπική αυτοδιοίκηση. Όσο ο Τραμπ συνεχίζει να χρησιμοποιεί το ζήτημα της δημόσιας ασφάλειας για να προωθήσει την ατζέντα του, η γραμμή ανάμεσα στις νόμιμες προεδρικές αρμοδιότητες και την υπέρβασή τους θα παραμένει αντικείμενο έντονης πολιτικής και θεσμικής αντιπαράθεσης.
Οι υπερβολικές προειδοποιήσεις για επικείμενη τυραννία, που ανακυκλώνονται όλη μέρα στα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης -ό,τι κι αν κάνει ο Τραμπ- δεν βοηθούν στην πραγματικότητα τους ψηφοφόρους να κατανοήσουν το τι συμβαίνει, σχολιάζει σε ανάλυσή του ο Στίβεν Κόλινσον του CNN. Η Αμερική απέχει ακόμη πολύ από το να είναι ένα αστυνομικό κράτος όπως η Κίνα. Παρ’ όλα αυτά, σημειώνει ο Κόλινσον, η δήλωση του προέδρου ότι ήταν «ντροπιαστικό» να χρειαστεί να μιλήσει για την «μη ασφαλή», «βρώμικη» και «αηδιαστική» αμερικανική πρωτεύουσα πριν συναντήσει τον Βλαντίμιρ Πούτιν στην Αλάσκα, λειτούργησε σαν πολιτική πρόκληση: «Η υπόνοιά του ήταν ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα αν διέθετε δικτατορικές εξουσίες όπως ο Ρώσος πρόεδρος»...