Έπειτα από 14 χρόνια σκληρού εμφύλιου πολέμου, απόρροια της Αραβικής Άνοιξης στη Συρία, το καθεστώς Άσαντ κατέρρευσε και ο ίδιος με την οικογένεια του εγκατέλειψε τη χώρα, λαμβάνοντας πολιτικό άσυλο στη Μόσχα (8 Δεκ. 2024).
Η ανατροπή του δικτάτορα και η ανάληψη της εξουσίας από τον Άχμαντ Χουσεΐν αλ-Σαράα, γνωστότερο με το «πολεμικό»του όνομα Αμπού Μοχάμαντ Αλ Τζολάνι, πρώην επικεφαλής του Μετώπου αλ Νούσρα (παραρτήματος της Αλ Κάιντα στη Συρία), έφερε στην επιφάνεια το πρόβλημα της δύσκολης συνύπαρξης πληθυσμών με πολύ μεγάλες διαφορές, εθνολογικές και θρησκευτικές, που το προηγούμενο (από το 1963) απολυταρχικό μπααθικό καθεστώς είχε υπό τον σκληρό έλεγχό του. Η απόλυτη πολιτική και – ιδίως – στρατιωτική στήριξη του Αλ Σαράα από την Τουρκία, ανέδειξε τη γειτονική μας χώρα σε ρυθμιστή των εξελίξεων σε βαθμό που ο Πρόεδρος Τραμπ να συγχαίρει τον Τούρκο ομόλογο του, διότι κατόρθωσε να «κατακτήσει» τη Συρία. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Καταρχάς ας δούμε τα εθνολογικά και θρησκευτικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού στη Συρία: Η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού (με στοιχεία προ του εμφυλίου) περιλαμβάνει Άραβες, σε ποσοστό 80–90% (γλωσσικό και πολιτισμικό κριτήριο), Κούρδους στα Βόρεια και στα Ανατολικά, σε ποσοστό 7-10%, Τουρκμένους στο 1-2% και σε μικρότερα ποσοστά Αρμένιους, Ασσύριους, Τσερκέζους και Τσετσένους.
Η θρησκευτική σύνθεση περιλαμβάνει Σουνίτες (Άραβες, Κούρδους και Τουρκμένους) σε ποσοστό περί το 75%, Αλαουίτες σε ποσοστό 10–13% (κυρίως στα παράλια), Χριστιανούς σε ποσοστό 2-5% σε διάφορα μέρη, Ισμαηλίτες 1–2% και Σιίτες περί το 2% σε διάφορους μικρούς θύλακες, και τέλος Δρούζους στο 3%, συγκεντρωμένους στη Νότια Συρία (Σουέιντα).
Σήμερα, στη μετά Άσαντ εποχή, οι κύριοι εξωτερικοί δρώντες στη Συρία είναι αναμφισβήτητα η Τουρκία και το Ισραήλ, προβάλλοντας – και οι δύο – ζητήματα εθνικής ασφάλειας, για να αιτιολογήσουν την εμπλοκή τους στα εσωτερικά της χώρας. Παράλληλα, προσεκτική είναι και η ανάμειξη των ΗΠΑ, Ρωσίας και Ιράν, όμως με έντονη παρασκηνιακή δράση.
Για τη μεν Τουρκία, ο έλεγχος της Συρίας έχει ως σκοπό αφενός στην εξασφάλιση των νοτίων συνόρων της (ζώνη ασφαλείας και επιστροφή προσφύγων) και αφετέρου (και κυριότερο) στην αποτροπή δημιουργίας κάποιας (ημι)αυτόνομης κουρδικής οντότητας (YPG/SDF) στα ανατολικά του Ευφράτη, ανάλογης του Ιρακινού Κουρδιστάν. Για το δε Ισραήλ, στόχος είναι η αποτροπή οποιασδήποτε σιιτικής (Ιρανικής) παρουσίας στη Συρία ώστε να αποκοπεί η ενίσχυση της – αποδυναμωμένης αλλά υπαρκτής – Χεζμπολάχ στον Λίβανο, καθώς και η ενίσχυση και σταθεροποίηση των Δρούζων, ώστε να αποτελέσουν μία ουδέτερη ζώνη (buffer zone) στα βορειοανατολικά του σύνορα.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου (2011-2024) η Τουρκία ανέλαβε έντονη στρατιωτική δράση κατά των Κούρδων στον άξονα Ιντλιμπ- Χαλέπι- Αφριν (βορειοδυτικά), και στη Βόρεια Συρία στον άξονα Τελ Αμπιάντ - Ρας αλ Αΐν (βόρεια του αυτοκινητοδρόμου Μ4), αλλά και στα βορειοανατολικά, με αεροπορικές επιδρομές κατά κουρδικών θέσεων, με σειρά επιχειρήσεων («Ασπίδα του Ευφράτη», 2016· «Κλάδος Ελαίας», 2018· «Πηγή Ειρήνης», 2019 και άλλες). Στήριξε οποιαδήποτε πλευρά πολεμούσε τους Κούρδους, συνεργαζόμενη (μυστικά) ακόμα και με τον ISIS, προκειμένου να πετύχει τον σκοπό της.
Αντίστοιχα το Ισραήλ, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου διεξήγαγε «Μαμπάμ» ήτοι «Εκστρατεία μεταξύ των Πολέμων» (Ma’aracha Bein HaMilhamot). Πρόκειται για τη στρατηγική συνεχών προληπτικών αεροπορικών και πυραυλικών πληγμάτων (Λαττάκεια, Χαλέπι, Δαμασκός κλπ), και παράλληλη δράση μυστικών υπηρεσιών, με σκοπό την αποτροπή της ιρανικής στρατιωτικής εδραίωσης, την παρεμπόδιση μεταφοράς όπλων προς τη Χεζμπολάχ και τη μείωση της συριακής αντιαεροπορικής άμυνας.
Μετά την ανατροπή Άσαντ, οι ισραηλινές δυνάμεις προχώρησαν και πέραν των υψιπέδων του Γκολάν, σε μικρές αποστάσεις εντός του συριακού εδάφους, προκειμένου να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη ζώνη ασφαλείας, και να υποστηρίξουν τους Δρούζους της Νότιας Συρίας. Δε δίστασαν δε, να βομβαρδίσουν κυβερνητικούς στόχους στη Δαμασκό, παρά το γεγονός ότι σ’ αυτούς βρίσκονταν και τουρκικές αποστολές.
Στο πλαίσιο που περιγράψαμε, ενδεχόμενος στρατηγικός στόχος του Ισραήλ, είναι η δημιουργία γεωγραφικής σύνδεσης των περιοχών των Δρούζων (νοτιοδυτικά) με αυτές των Κούρδων (ανατολικά του Ευφράτη) με τη συνδρομή των ΗΠΑ, μέσω της στρατιωτικής βάσης τους στην περιοχή (Αλ-Τανφ), που βρίσκεται κοντά στο τριεθνές Συρία-Ιράκ-Ιορδανία.
Οι αμερικανικές δυνάμεις που βρίσκονται εκεί είναι σχετικά μικρές, αλλά ελέγχουν μια περίμετρο 55 χιλιομέτρων (deconfliction zone) εξαιρετικής στρατηγικής σημασίας. Υποστηρίζονται δε, από την αμερικανική βάση Tower 22 (Διοικητική Μέριμνα) που βρίσκεται εντός του ιορδανικού εδάφους λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα.
Η σύνδεση αυτή, ευρύτερα γνωστή και ως «Διάδρομος του Δαβίδ», δεν αποτελεί διατυπωμένη στρατηγική τόσο του Ισραήλ, όσο και των ΗΠΑ. Συνεπώς, δεν υπάρχουν σχετικές πολιτικές αποφάσεις και επίσημες ανακοινώσεις. Πρόκειται περισσότερο για μια γεωγραφική αποτύπωση των ενδεχόμενων στρατηγικών επιδιώξεων του Ισραήλ (και των ΗΠΑ) με ανάληψη κεντρικού ρόλου από του Κούρδους.
Ο διάδρομος αυτός, θα περιορίσει τον έλεγχο του καθεστώτος της Συρίας στην περιοχή, και θα αποκόψει τον ιρανικό «χερσαίο άξονα» Τεχεράνη–Βαγδάτη–Δαμασκός–Βηρυτός και την όποια προσπάθεια ενίσχυσης της Χεζμπολάχ μέσω Συρίας.
Είναι σαφές ότι η δημιουργία ενός τέτοιου διαδρόμου δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα, πέραν της Συρίας, και στην Τουρκία, μια και θα ενισχύσει σημαντικά τον ρόλο των Κούρδων, καθιστώντας τους ρυθμιστές των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή. Παράλληλα, πρόβλημα δημιουργείται και στο Ιράν που, αφενός αποκόπτεται από τη ‘συριακή διέξοδο’ και αφετέρου του επιτείνει το ήδη υφιστάμενο πρόβλημα με την κουρδική μειονότητα εντός της ιρανικής επικράτειας.
Το γεγονός δε, ότι δεν έχει επέλθει ακόμη πλήρης συμφωνία των Κούρδων με το καθεστώς Αλ Σαράα (αφοπλισμός και ενσωμάτωση), πιθανόν να οφείλεται και σ’ αυτό το ενδεχόμενο, που αλλάζει άρδην τους όρους συζήτησης και διαπραγμάτευσης. Προφανώς, η στάση των ΗΠΑ είναι κομβική, και η όποια στήριξη του εγχειρήματος είναι καταλυτική για την επιτυχία του.
* Ο Στάθης Κυριακίδης είναι Υποναύαρχος (εα), Στρατηγικός Αναλυτής και Μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Strategy International.
