Ο Μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο: Ισραήλ, άμυνα και επενδύσεις
Ο Ντόναλντ Τραμπ συνομιλεί με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στο Βασιλικό Παλάτι του Ριάντ, 13 Μαΐου 2025
Ο Ντόναλντ Τραμπ συνομιλεί με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν στο Βασιλικό Παλάτι του Ριάντ, 13 Μαΐου 2025

Ο Μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο: Ισραήλ, άμυνα και επενδύσεις

Σε νέα βάση έρχεται να τεθεί η σχέση Ηνωμένων Πολιτειών και Σαουδικής Αραβίας κατά την επικείμενη επίσκεψη του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν στον Λευκό Οίκο. Η αναβίωση της προοπτικής ομαλοποίησης σχέσεων του Ριάντ με το Ισραήλ, η αναβάθμιση της διμερούς αμυντικής συνεργασίας με παροχή αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας τύπου Κατάρ, το σαουδαραβικό αίτημα για προμήθεια μαχητικών F-35, καθώς και η ενεργοποίηση μίας ευρείας οικονομικής-επενδυτικής ατζέντας, είναι οι άξονες στους οποίους θα επικεντρωθούν οι συνομιλίες του Ντόναλντ Τραμπ με τον «MBS», ο οποίος επισκέπτεται την Τρίτη για πρώτη φορά την Ουάσινγκτον μετά το κεφάλαιο της δολοφονίας Κασόγκι και σε κρίσιμη περίοδο γεωπολιτικής αναδιάταξης στη Μέση Ανατολή.

Στον πρώτο άξονα, αυτόν της επαναφοράς σε τροχιά της πορείας εξομάλυνσης των σχέσεων Ριάντ-Τελ Αβίβ, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει διαμηνύσει σε πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία με τον Μπιν Σαλμάν πως αναμένει βήματα εκ μέρους της Σαουδικής Αραβίας μετά και τον τερματισμό του πολέμου στη Λωρίδα της Γάζας, αν και αναγνωρίζεται από την Ουάσινγκτον ότι το χάσμα με το Ισραήλ παραμένει. Η στάση του Ριάντ δεν έχει μεταβληθεί· συνδέει σταθερά την εξομάλυνση σχέσεω με το Ισραήλ με έναν σαφή πολιτικό ορίζοντα για την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση, αξιώνοντας ρητές δεσμεύσεις ως προϋπόθεση για την εσωτερική και περιφερειακή νομιμοποίηση οποιασδήποτε συμφωνίας προσέγγισης.

Η δρομολογούμενη διαδικασία εξομάλυνσης -την οποία επεδίωξε να τορπιλίσει η Χαμάς με την επίθεση της 7ης Οκτωβρίο- επηρεάζεται σήμερα από τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κυβερνητικού σχηματισμού του Ισραήλ και την πάγια απόρριψη της λύσης των δύο κρατών εκ μέρους του πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου. Παρότι η διεύρυνση των Συμφωνιών του Αβραάμ με την ένταξη της Σαουδικής Αραβίας βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων του Ντόναλντ Τραμπ, δεν θα καθορίσει την επίσκεψη Σαλμάν ούτε αναμένονται σημαντικές ανακοινώσεις επ’ αυτού, με τον Τραμπ να προσπαθεί να αποσυνδέσει το ζήτημα από άλλες σημαντικές πτυχές της διμερούς σχέσης με το Ριάντ.

Ο Λευκός Οίκος προτάσσει ότι τα δύο τελευταία σημεία του Σχεδίου Τραμπ για τη Γάζα βάζουν στο «τραπέζι» την παλαιστινιακή κρατική υπόσταση. Το σχέδιο αναφέρει ότι, εφόσον η Παλαιστινιακή Αρχή προχωρήσει «με καλή πίστη» στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις κατά την ανοικοδόμηση της Γάζας, «ενδέχεται εν τέλει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μία αξιόπιστη πορεία προς την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση και κρατική υπόσταση, την οποία αναγνωρίζουμε ως επιδίωξη του παλαιστινιακού λαού». Το σχέδιο προβλέπει επίσης ότι οι ΗΠΑ θα εγκαινιάσουν διάλογο μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων με στόχο την επίτευξη «πολιτικού ορίζοντα για ειρηνική και ευημερούσα συνύπαρξη».

Πρώην Αμερικανοί αξιωματούχοι και Άραβες διπλωμάτες εκφράζουν αμφιβολίες κατά πόσο αυτή η διατύπωση ανταποκρίνεται στο σαουδαραβικό αίτημα για μια «αξιόπιστη, μη αναστρέψιμη και χρονικά δεσμευτική» πορεία προς ένα παλαιστινιακό κράτος. Αμερικανός αξιωματούχος με στενή σχέση με τη σαουδαραβική ηγεσία σημειώνει ότι ο «MBS» χρειάζεται πολύ ισχυρότερες δεσμεύσεις απευθείας από το Ισραήλ και χειροπιαστά βήματα προκειμένου να μπορέσει να παρουσιάσει την ομαλοποίηση στο εσωτερικό της Σαουδικής Αραβίας, όπου η κοινή γνώμη έχει γίνει πιο αρνητική απέναντι στο Ισραήλ λόγω του πολέμου στη Γάζα. Οι σχετικές συζητήσεις δεν ξεπερνούν το επίπεδο διερευνητικών επαφών, όμως το ζητούμενο του Τραμπ είναι να έχει επιτύχει την ένταξη της Σαουδικής Αραβίας στις Συμφωνίες του Αβραάμ πριν τη λήξη της θητείας του.

Η Γάζα αποτελεί ξεχωριστή παράμετρο στις αμερικανο-σαουδαραβικές συνομιλίες. Διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι η Σαουδική Αραβία εξετάζει τη συμμετοχή της σε προγράμματα ανασυγκρότησης, αλλά μόνο σε οργανωμένο πλαίσιο με σαφή διοικητική δομή. Το Ριάντ δεν έχει αποσαφηνίσει ποιο μοντέλο θα θεωρούσε αποδεκτό· ωστόσο, έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα αναλάβει χρηματοδότηση χωρίς στοιχειώδη πολιτική σταθερότητα και συμφωνία για τον φορέα διοίκησης του παλαιστινιακού θύλακα.

Στο πεδίο της άμυνας, στη συνάντηση της Ουάσινγκτον αναμένεται να επισφραγιστεί αμυντικό σύμφωνο που θα καθορίζει το εύρος της αμερικανικής στρατιωτικής προστασίας για τον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου παγκοσμίως και θα εδραιώνει την παρουσία των ΗΠΑ στον Κόλπο. Το σύμφωνο περιλαμβάνει αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας στο μοντέλο που δόθηκαν στο Κατάρ στα τέλη Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με πηγές που μετείχαν στις σχετικές εντατικές διαπραγματεύσεις και τις οποίες επικαλείται το Axios. Οι εγγυήσεις ασφαλείας θα έλθουν υπό τη μορφή προεδρικού διατάγματος· το σύμφωνο θα υπολείπεται, δηλαδή, μίας νομικά δεσμευτικής αμυντικής συνθήκης που θα απαιτούσε κύρωση από τη Γερουσία, την οποία και δεν θα μπορούσε στην παρούσα φάση να εξασφαλίσει. 

Είναι μια «γέφυρα» προς ισχυρότερο αμυντικό σύμφωνο, όταν ωριμάσουν οι συνθήκες, όπως δηλώνει στο Bloomberg ο Φιράς Μακσάντ, διευθυντής για Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική στην Eurasia Group. Ο «MBS» θεωρεί την αναβαθμισμένη αμυντική συνεργασία ζωτικής σημασίας για το «Όραμα 2030», το σχέδιο μετασχηματισμού της χώρας με απεξάρτηση από το πετρέλαιο και «άνοιγμα» σε επενδύσεις στους πιο προηγουμένους και δυναμικούς τομείς με αιχμή την τεχνητή νοημοσύνη.

Οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία συζητούσαν για την άμυνα σε συνάρτηση με την εξομάλυνση σχέσεων Ισραήλ-Ριάντ, δυναμική που εκτροχιάστηκε μετά την 7η Οκτωβρίου και τον πόλεμο στη Γάζα. Η ανάγκη για αμυντικό σύμφωνο αναδείχθηκε από τις τα γεγονότα που ακολούθησαν, περιλαμβανομένων του πολέμου των 12 ημερών μεταξύ Ισραήλ και Ιράν και του ισραηλινού πλήγματος του Σεπτεμβρίου κατά της Χαμάς στη Ντόχα, καθώς και υπό το φως της απειλής των, υποστηριζόμενων από το Ιράν, ανταρτών Χούθι στην Υεμένη. «Στο Ριάντ επικρατεί η αντίληψη ότι απλώς δεν υπάρχει εναλλακτική στις ΗΠΑ», παρατηρεί ο Φιράς Μακσάντ.

Η σαουδαραβική πλευρά θέλει επίσης να προχωρήσει στη μαζική αγορά προηγμένων αμερικανικών οπλικών συστημάτων, περιλαμβανομένων 48 μαχητικών F-35, έναντι δισεκατομμυρίων δολαρίων. Καθώς η διακυβέρνηση Τραμπ κινείται προς οριστικοποίηση της συμφωνίας -χωρίς να προεξοφλείται κάποια συγκεκριμένη ανακοίνωση κατά την επίσκεψη Σαλμάν-, έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του Πενταγώνου κρούει καμπανάκι κινδύνου για πρόσβαση της Κίνας στην τεχνολογία F-35, είτε μέσω κατασκοπείας ή διά της συνεργασίας ασφαλείας του Ριάντ με το Πεκίνο, σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times. Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για το στρατιωτικό πλεονέκτημα του Ισραήλ, μοναδικής χώρας στη Μέση Ανατολή με F-35, που χρησιμοποίησε για αεροπορικές επιδρομές στο Ιράν τον Οκτώβριο 2024 και τον Ιούνιο 2025. 

Ανοιχτό παραμένει επίσης το ζήτημα της πυρηνικής ενέργειας. Το Ριάντ επενδύει στις ΑΠΕ και επιδιώκει την ανάπτυξη πυρηνικού προγράμματος για πολιτικούς σκοπούς και κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών των υποδομών τεχνητής νοημοσύνης. Οποιαδήποτε διμερής συμφωνία για κατασκευή αντιδραστήρων πιθανότατα απαιτεί έγκριση από το Κογκρέσο, ενώ στην Ουάσινγκτον παραμένουν οι ανησυχίες για το σαουδαραβικό αίτημα εγχώριου εμπλουτισμού ουρανίου. Η διαδικασία πάγωσε μετά την επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023, αλλά το θέμα παραμένει στο τραπέζι.

Στο πεδίο της οικονομίας, η επίσκεψη Σαλμάν στοχεύει στη διαμόρφωση ευρύτερου επενδυτικού διαλόγου, με κορύφωση στις 19 Νοεμβρίου στο Kennedy Center, όπου θα διεξαχθεί το φόρουμ που συνδιοργανώνουν το σαουδαραβικό υπουργείο Επενδύσεων και το Επιχειρηματικό Συμβούλιο ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας. Σύμφωνα με το CBS News, η Σαουδική Αραβία επιδιώκει να προωθήσει συνεργασίες στους τομείς ενέργειας, τεχνολογίας, υποδομών και υγείας.

Το επενδυτικό φόρουμ έρχεται ως συνέχεια του πακέτου σαουδαραβικών επενδύσεων ύψους 600 δισ. δολαρίων που είχε ανακοινώσει αρχικά τον Φεβρουάριο ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν και το οποίο περιλάμβανε -κατά τον Λευκό Οίκο- τη μεγαλύτερη πώληση αμυντικού υλικού στην ιστορία. Τον Μάιο, ο Ντόναλντ Τραμπ μετέβη στη Σαουδική Αραβία συνοδευόμενος από κορυφαίους ηγέτες του επιχειρηματικού κόσμου, μεταξύ των οποίων οι Τζένσεν Χουάνγκ (Nvidia), Άλεξ Καρπ (Palantir), Τζέιν Φρέιζερ (Citigroup), Λάρι Φινκ (BlackRock), Τζένι Τζόνσον (Franklin Templeton Investments), Ντάρα Κοσροουσάχι (Uber), Ντίνα Πάουελ ΜακΚόρμικ (BDT & MSD Partners) και Στιβ Σβάρτσμαν (Blackstone).

Το κύριο ζητούμενο για τη Σαουδική Αραβία είναι η εισαγωγή προηγμένων αμερικανικών τσιπ τεχνητής νοημοσύνης από Nvidia και AMD. Η Ουάσινγκτον έχει περιορίσει αυτές τις εξαγωγές από το 2023 λόγω ανησυχιών για τους δεσμούς Ριάντ-Κίνας. Κατά το ταξίδι Τραμπ στο Ριάντ τον Μάιο, ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία ανακοίνωσαν νέες συνεργασίες στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, όπως τεράστια κέντρα δεδομένων που εξαρτώνται από αυτά τα τσιπ. Έξι μήνες αργότερα, οι ΗΠΑ δεν έχουν χορηγήσει τις απαραίτητες άδειες εξαγωγής, προκαλώντας απογοήτευση σε Σαουδάραβες αξιωματούχους, ενώ οι δύο πλευρές διαπραγματεύονται όρους ασφάλειας και αμοιβαίες επενδύσεις για τα τσιπ.

Η επίσκεψη του Μπιν Σαλμάν στην Ουάσινγκτον θα είναι η πρώτη του μετά τη διεθνή κατακραυγή για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι της Washington Post στο σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη το 2018, την οποία οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτίμησαν ότι είχε εγκρίνει. Το γεγονός είχε προκαλέσει σοβαρή ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Σαουδικής Αραβίας, αν και η σχέση άρχισε να βελτιώνεται σταδιακά από το 2022, όταν ο τότε πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε μια αμήχανη χειραψία με τον «MBS» στο πλαίσιο συνάντησης για την οποία επικρίθηκε έντονα.