Ο Μερτς και η νέα γερμανική αβεβαιότητα
AP Photo/Markus Schreiber
AP Photo/Markus Schreiber

Ο Μερτς και η νέα γερμανική αβεβαιότητα

Αντιστρόφως ανάλογη του «καλπασμού» της Άκρας Δεξιάς είναι η πορεία του Φρίντριχ Μερτς, με τη δημοτικότητά του στο ναδίρ μόλις έξι μήνες αφότου ανέλαβε την καγκελαρία της Γερμανίας. Οι κρίσιμες κρατιδιακές εκλογές του 2026 πλησιάζουν και, για πολλούς αναλυτές, δεν θα αποτελέσουν μόνο πολιτικό βαρόμετρο αλλά και πραγματική δοκιμασία για τη βιωσιμότητα της κυβέρνησής του. 

O «τεχνοκράτης» Μερτς, 70 ετών σήμερα, ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του τον Μάιο του 2025, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Σολτς, υποσχόμενος να επαναφέρει την «πειθαρχία» και τη «σταθερότητα» στη γερμανική πολιτική σκηνή.

Διακήρυξε ότι η Γερμανία χρειάζεται μια νέα κατεύθυνση, με έμφαση στην αναζωογόνηση της οικονομίας, τον περιορισμό της παράτυπης μετανάστευσης και την αύξηση των αμυντικών δαπανών καθώς η Ευρώπη βρίσκεται απέναντι στην επιθετικότητα της Ρωσίας και εν μέσω αβεβαιότητας ως προς τις αμερικανικές δεσμεύσεις για την ασφάλειά της. «Είναι η τελευταία ευκαιρία να ανακοπεί η άνοδος της Άκρας Δεξιάς», δήλωνε τότε ο νέος καγκελάριος και πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) από το 2022.

Έξι μήνες μετά, η πραγματικότητα δείχνει μάλλον το αντίθετο. Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) εδραιώνεται στην πρώτη θέση ή ισοψηφεί με τους Χριστιανοδημοκράτες στις δημοσκοπήσεις, ενώ η δημοτικότητα του καγκελάριου βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ινστιτούτου Forsa, μόλις το 18% των πολιτών θα ήθελαν να δουν τον Φρίντριχ Μερτς να διεκδικεί ξανά την καγκελαρία το 2029. Ακόμα και μεταξύ των ψηφοφόρων της Χριστιανοδημοκρατικής/Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CDU/CSU), σχεδόν οι μισοί δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν δεύτερη θητεία του. Παράλληλα, μόνο 32% των Γερμανών πιστεύει ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός CDU/CSU-SPD θα καταφέρει να ολοκληρώσει την τετραετία. 

Οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν την AfD να κινείται περί το 25%, το κυβερνών συντηρητικό μπλοκ CDU/CSU να ακολουθεί με ποσοστό μεταξύ 24-25%, τους συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες (SPD) να συγκεντρώνουν 15%, τους Πράσινους 12% και τη Die Linke να αποσπά ποσοστό 11%.

Η εικόνα αυτή αποτυπώνει ένα βαρύ κλίμα απογοήτευσης που δεν αφορά μόνο το πρόσωπο του Μερτς, αλλά συνολικά τον μεγάλο συνασπισμό των αδελφών κομμάτων της Χριστιανικής Ένωσης με τους Σοσιαλδημοκράτες. Η εσωτερική δυναμική της κυβέρνησης αποδεικνύεται μια από τις κύριες αιτίες της φθοράς. Εντάσεις και διαφωνίες γύρω από τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, την απελευθέρωση της οικονομίας και τη διαχείριση του μεταναστευτικού έχουν ως συνέπεια αρκετές κρίσιμες νομοθετικές πρωτοβουλίες να καθυστερούν ή να αποδυναμώνονται, αφήνοντας στους πολίτες την εντύπωση ενός κυβερνητικού σχήματος χωρίς σαφή προσανατολισμό.

Η κατάσταση της οικονομίας, το μεγαλύτερο στοίχημα του Φρίντριχ Μερτς, δεν τον ευνοεί. Η στασιμότητα παραμένει εμφανής με το 2025 να κλείνει με ένα ισχνό ποσοστό ανάπτυξης 0,2%, με τις όποιες ελπίδες για ανάκαμψη να μετατίθενται στο 2026, το νωρίτερο, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις των «Πέντε Σοφών» της γερμανικής οικονομίας, οι οποίοι και αναθεώρησαν προς κάτω τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη το επόμενο έτος, προβλέποντας πλέον 0,9 %, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης 1%, ενώ η κυβέρνηση διατηρεί πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις στο 1,3%.

Σύμφωνα με την Επιτροπή Σοφών, η αδυναμία της οικονομίας δεν οφείλεται μόνο σε εξωτερικούς παράγοντες που απειλούν το γερμανικό εξαγωγικό μοντέλο αλλά και σε εγχώριους παράγοντες όπως η διαρκής συρρίκνωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας και η δημογραφική γήρανση. Παρά τις πρωτοβουλίες του Μερτς -ένα μεγάλο πρόγραμμα επενδύσεων σε υποδομές και στρατό, φορολογικές ελαφρύνσεις, κίνητρα επενδύσεων και προσπάθειες αντιμετώπισης της γραφειοκρατίας- τα μέτρα αυτά θα χρειαστούν χρόνο για να αποδώσουν και να επαναφέρουν σε τροχιά ουσιαστικής ανάπτυξης την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, γράφει το πρακτορείο Bloomberg. 

Το πρόβλημα ωστόσο δεν είναι μόνο οικονομικό. Είναι και ζήτημα ύφους. Ο τρόπος διακυβέρνησης του Μερτς προκαλεί ενόχληση και εντός της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης. Βουλευτές της CDU θεωρούν ότι διοικεί με λογική διευθύνοντος συμβούλου επιχείρησης σε μια περίοδο που απαιτείται συναίνεση και πολιτική διαπραγμάτευση. Ο πολιτικός επιστήμονας Στέφαν Μάρσαλ του Πανεπιστημίου Ντίσελντορφ σημειώνει μιλώντας στο Reuters: «Ο Μερτς προσπαθεί να διοικήσει την κυβέρνηση σαν CEO. Αλλά αυτό δεν ταιριάζει σε μια εποχή ρευστών και εύθραυστων πλειοψηφιών».

Το παράδειγμα των πρώτων εβδομάδων στην εξουσία ήταν χαρακτηριστικό. Ο Μερτς απέτυχε να εκλεγεί καγκελάριος στην πρώτη ψηφοφορία στην Μπούντεσταγκ -ένα πρωτοφανές γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας-, με αρκετούς βουλευτές του συνασπισμού να απέχουν. Οι τριβές δεν σταμάτησαν εκεί: η διαφωνία για τον διορισμό δικαστών στο Συνταγματικό Δικαστήριο, η «ανταρσία» νεαρών βουλευτών της CDU κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης και το αδιέξοδο γύρω από την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία αποκάλυψαν ένα κυβερνητικό σχήμα σε διαρκή εσωτερική ένταση.

Ο γαλλικός Le Monde περιέγραφε πρόσφατα την εικόνα μίας «κυβέρνησης χωρίς αφήγημα». Ο Μερτς, παρά τη ρητορική για σιδηρά δημοσιονομική πειθαρχία, ενέκρινε δαπάνες-ρεκόρ για άμυνα και υποδομές, προκαλώντας αμηχανία στους συντηρητικούς υποστηρικτές του. Η απόφαση να χαλαρώσει προσωρινά το «φρένο χρέους» (Schuldenbremse) προκειμένου να χρηματοδοτηθεί ένα μαζικό πρόγραμμα επενδύσεων, ύψους άνω των 200 δισ. ευρώ, ερμηνεύθηκε από μέρος της βάσης του κόμματός του ως απόκλιση από τη δημοσιονομική υπευθυνότητα που είχε υποσχεθεί προεκλογικά.

Στο μεταναστευτικό, η σκληρή ρητορική του Φρίντριχ Μερτς προκάλεσε περαιτέρω εντάσεις - ειδικά η επίμαχη αναφορά περί του «αστικού τοπίου» που επιβαρύνεται από την παρουσία πολλών μεταναστών πυροδότησε δυσαρέσκεια όχι μόνο στο SPD αλλά και σε μετριοπαθή στελέχη της CDU. Ο Μάνφρεντ Γκίλνερ, επικεφαλής του ινστιτούτου Forsa, παρατήρησε, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων (AFP), πως ο Γερμανός καγκελάριος «έκανε ένα μοιραίο λάθος εστιάζοντας τόσο πολύ στη μετανάστευση, τη στιγμή που η οικονομία αποτελεί τη βασική ανησυχία των πολιτών».

Η απογοήτευση αποτυπώνεται και στο πολιτικό κλίμα των κρατιδίων. Στις δημοτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2025 στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία η AfD κατέγραψε άνοδο σχεδόν δέκα μονάδων σε σχέση με το 2020, ενώ η CDU διατήρησε μεν την πρώτη θέση αλλά με μειωμένη δυναμική. Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται σε περιοχές της ανατολικής Γερμανίας, όπου η Ακροδεξιά εμφανίζεται έτοιμη να κατακτήσει κυβερνητικούς θώκους στις κάλπες του 2026. 

Σύμφωνα με αναλυτές που επικαλείται το Politico Europe, η άνοδος της AfD δεν οφείλεται μόνο στην οικονομική ανασφάλεια αλλά και στη διάχυτη δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Το κόμμα έχει κατορθώσει να παρουσιαστεί ως ο αυθεντικός εκφραστής της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στις «συγκλίσεις» των μεγάλων κομμάτων. Η προσπάθεια του Μερτς να αντιγράψει τμήμα της ρητορικής της δεξιάς πτέρυγας φαίνεται να θολώνει τα όρια και να ενισχύει τους αντιπάλους του.

Οι επόμενοι μήνες αναμένεται να είναι καθοριστικοί. Οι πέντε κρατιδιακές αναμετρήσεις του 2026 θα αποτελέσουν καθοριστική δοκιμασία για το μεγάλο συνασπισμό και ειδικά για την ικανότητα του καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς να συγκρατήσει τις διαρροές προς την AfD. Οι πρώτες κάλπες θα στηθούν στις 8 Μαρτίου στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και δύο εβδομάδες αργότερα, στις 22 Μαρτίου, θα ακολουθήσει η Ρηνανία-Παλατινάτο. Στις 6 Σεπτεμβρίου, θα ψηφίσουν οι πολίτες του Σαξονίας-Άνχαλτ, ενώ στις 20 Σεπτεμβρίου έχουν προγραμματιστεί οι εκλογές σε Βερολίνο και Μεκλεμβούργο-Πομερανία. 

Ο Μερτς, ένθερμος υποστηρικτής της ελεύθερης αγοράς και κοινωνικά συντηρητικός, διαμορφώθηκε πολιτικά σε εποχή κατά την οποία τα δύο μεγάλα κόμματα της Γερμανίας απολάμβαναν σαφώς μεγαλύτερη σταθερότητα και σήμερα δυσκολεύεται να διαχειριστεί έναν ιδεολογικά ετερόκλητο κυβερνητικό συνασπισμό. «Τα πολιτικά του αντανακλαστικά δεν ευνοούν αυτό το είδος διακυβέρνησης», επισημαίνει ο πολιτικός επιστήμονας Όλιβερ Λέμπκε του Πανεπιστημίου Μπόχουμ, προσθέτοντας πως «στην πολιτική όλα μπορούν να αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη, όμως αυτή τη στιγμή η δημοτικότητα του Μερτς έχει μετατραπεί σε πραγματικό βαρίδι».