Μάχη οπισθοφυλακής του Μακρόν για να αντέξει έως το 2027
AP Photo/Philippe Magoni, Pool
AP Photo/Philippe Magoni, Pool

Μάχη οπισθοφυλακής του Μακρόν για να αντέξει έως το 2027

Αποδυναμωμένος όσο ποτέ ο Εμανουέλ Μακρόν, παραδομένη σε θεσμική άβυσσο η Γαλλία. Πολιτικές σκοπιμότητες υπερισχύουν της ανάγκης συμβιβασμού προς σταθεροποίηση της οικονομίας και ο Γάλλος πρόεδρος αναζητεί διέξοδο μέσα σε ένα τοπίο που μοιάζει ουσιαστικά να τον έχει ήδη ξεπεράσει. Το ενδεχόμενο πρόωρων βουλευτικών εκλογών γίνεται όλο και πιο ορατό, με τον κίνδυνο να προκύψει εκ νέου μία κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση - ή ακόμη χειρότερα, μία καθαρή νίκη της Άκρας Δεξιάς.

Έχοντας «χάσει» και τον τρίτο πρωθυπουργό σε διάστημα ενός έτους, ο Μακρόν αντιμετωπίστηκε με ψυχρότητα, ακόμη και μέσα στο ίδιο του το «στρατόπεδο». 

Ο Γκαμπριέλ Ατάλ, επικεφαλής του κεντρώου κόμματος Αναγέννηση, επέκρινε «μια εμμονική επιθυμία διατήρησης του ελέγχου» εκ μέρους του προέδρου, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ έκανε λόγο για «ένα θλιβερό πολιτικό παιχνίδι» και κάλεσε τον Μακρόν να προκηρύξει πρόωρες προεδρικές εκλογές, μετά την υιοθέτηση του προϋπολογισμού του 2026, ώστε «να δοθεί ένα τέλος με τάξη και αξιοπρέπεια σε μια κρίση που πληγώνει τη χώρα». Η χθεσινή δήλωση του άλλοτε συμμάχου του Μακρόν και εκ των κύριων κεντροδεξιών διεκδικητών της προεδρίας προκάλεσε «σεισμό» στο κεντρώο μπλοκ, γράφει o Monde, καθώς έως σήμερα μόνο οι αντίπαλοι του προέδρου -η ακροδεξιά Εθνική Συσπείρωση (RN) και η ριζοσπαστική αριστερά της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI)- ζητούσαν την αποχώρησή του.

Μετά την αιφνιδιαστική παραίτηση του τρίτου πρωθυπουργού Σεμπαστιάν Λεκορνί, ο Μακρόν του έδωσε ένα χρονικό περιθώριο 48 ωρών για να εκτονώσει την κρίση και να παρουσιάσει λύση, αναθέτοντάς του, όπως αναφέρθηκε σε σχετική ανακοίνωση του Ελιζέ, «την ευθύνη να οδηγήσει, έως το βράδυ της Τετάρτης, τις τελικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό μιας πλατφόρμας δράσης και σταθερότητας για τη χώρα». Εάν αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις, στην ίδια ανακοίνωση του Μεγάρου των Ηλυσίων, αναφέρεται πως ο Εμανουέλ Μακρόν «θα αναλάβει τις ευθύνες του» - αναφορά που παραπέμπει σε διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και ερμηνεύθηκε ως προσπάθεια άσκησης πίεσης σε Σοσιαλιστές και Ρεπουμπλικανούς να έλθουν σε συμβιβασμό, δεδομένου ότι αμφότεροι τρομάζουν μπροστά στο ενδεχόμενο της επιστροφής στις κάλπες.

Εάν και εφόσον οι συνομιλίες καταλήξουν σε συμφωνία, ο προσωρινός πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί δεν θα επανέλθει αυτόματα στο αξίωμα· ο ρόλος του περιορίζεται στο να διαπιστώσει εάν υπάρχουν ακόμη «δυνατότητες συμβιβασμού». Οι συζητήσεις στο Ματινιόν επικεντρώνονται στην ψήφιση του νέου Προϋπολογισμού και στην υπόθεση της Νέας Καληδονίας. Η Άκρα Δεξιά αρνήθηκε να συμμετάσχει, ενώ ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών, Μπρουνό Ρεταγιό, δεν απέκλεισε τη συμμετοχή του κόμματός του σε μια κυβέρνηση αλλά υπό τον όρο να πρόκειται για «κυβέρνηση συγκατοίκησης». Όπως δήλωσε, «υπάρχουν μόνο δύο δρόμοι για να προχωρήσουμε: συγκατοίκηση ή διάλυση της Εθνοσυνέλευσης».

Με την κατάσταση να έχει περιέλθει σε πλήρες αδιέξοδο, παραλύοντας το πολιτικό σύστημα και εγκλωβίζοντας τα κόμματα σε έναν φαύλο κύκλο, η προοπτική πρόωρων εκλογών μόλις λίγους μήνες μετά τις προηγούμενες -όταν έπαιξε και έχασε το στοίχημα ο Μακρόν- δείχνει πλέον όλο και πιο πιθανή, ενώ πληθαίνουν οι φωνές από άκρο σε άκρο του πολιτικού φάσματος για παραίτηση του ίδιου του προέδρου, που εμφανίζεται όλο και πιο απομονωμένος και αδύναμος να παρουσιάσει μία λειτουργική κυβέρνηση.

Οι Σοσιαλιστές, που παρέμειναν εκτός κυβέρνησης, προσπάθησαν μέχρι την τελευταία στιγμή να επιβάλουν δύο μέτρα-κλειδιά: την επιβολή «φόρου στους υπερπλούσιους» και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Σε αντάλλαγμα, το κόμμα ήταν έτοιμο να καταψηφίσει την πρόταση μομφής που θα έριχνε την κυβέρνηση. Μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, οι Σοσιαλιστές φοβούνται πλέον τις κάλπες, καθώς η επικράτηση της Ακροδεξιάς της Μαρίν Λεπέν και του Ζορντάν Μπαρντέλα θεωρείται σχεδόν βέβαιη.

Στο επίκεντρο της παρούσας κρίσης έχουν βρεθεί οι Ρεπουμπλικανοί, οι οποίοι είναι και εκείνοι που στην πραγματικότητα προκάλεσαν την πτώση-εξπρές του Λεκορνί αρνούμενοι τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του «προδότη» Μπρουνό Λεμέρ, πρώην στελέχους τους που είχε προσχωρήσει στο κίνημα του Μακρόν και τον οποίο θεωρούν υπεύθυνο για τη δημοσιονομική εκτροπή επί θητείας του στο υπουργείο Οικονομικών. 

Την ίδια στιγμή, στο μέτωπο της ριζοσπαστικής αριστεράς, ο ηγέτης της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζαν-Λυκ Μελανσόν απαιτεί ταυτόχρονα τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και την παραίτηση του προέδρου, επιδιώκοντας -όπως ακριβώς και η Μαρίν Λεπέν- να εκμεταλλευθεί την κοινωνική οργή και την αντίθεση προς τον Μακρόν. Η Ανυπότακτη Γαλλία είχε ήδη καταθέσει πρόταση αποπομπής του προέδρου, με 104 βουλευτές να ζητούν την άμεση εξέτασή της. Το συνταγματικό πλαίσιο, όμως, καθιστά μια τέτοια διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη: απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων και στα δύο σώματα του Κοινοβουλίου - κάτι σχεδόν ανέφικτο στο σημερινό κλίμα. Να περάσει τις πύλες του Ελιζέ είναι μακρά επιδίωξη και του ίδιου του Μελανσόν, όμως θα προϋπόθετε την ενότητα της Αριστεράς, γεγονός που δεν υφίσταται. 

Ο Λεκορνί παραιτήθηκε διότι η σύνθεση του υπουργικού του συμβουλίου δεν ικανοποίησε σχεδόν κανέναν. Πίσω όμως από τις απορρίψεις κρύβεται η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει τη δύσκολη πραγματικότητα: χαμηλή ανάπτυξη, υψηλό χρέος, και ανύπαρκτη διάθεση συνεργασίας. Η Γαλλία μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια σπειροειδή κρίση, όπου η πολιτική αστάθεια ενισχύει την οικονομική αβεβαιότητα - και αντιστρόφως. Ο μακρονισμός καταρρέει και οι προσπάθειες αναζωογόνησής απλώς του αγοράζουν λίγο χρόνο ακόμη, διακρίνει το έγκριτο ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Μελετών (ISPI).

Ούτε η υπόσχεση του Σεμπαστιάν Λεκορνί να μην χρησιμοποιηθεί ξανά το επίμαχο άρθρο 49.3 του Συντάγματος -που επιτρέπει στην κυβέρνηση να παρακάμπτει την Εθνοσυνέλευση για την ψήφιση νόμων, εξ ου και αποτελεί «κόκκινο πανί» για την αντιπολίτευση- ούτε η διακήρυξη προθέσεων για «διάλογο χωρίς προϋποθέσεις» απέδωσαν καρπούς. Η εμπιστοσύνη μεταξύ των κομμάτων έχει διαρραγεί πλήρως. Ο Λεκορνί, όπως και οι προκάτοχοί του, δεν κατάφερε να ενώσει το κόμμα του, να εξασφαλίσει συναίνεση για τον προϋπολογισμό ούτε να απαλλαγεί από τις πιέσεις του ίδιου του προέδρου.

Αν η τελευταία προσπάθεια αποτύχει, οι επιλογές που απομένουν στον Μακρόν είναι όλες γεμάτες κινδύνους - από την προσπάθεια συγκρότησης νέας κυβέρνησης, τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης και προκήρυξη εκλογών έως τη λιγότερο πιθανή αλλά πλέον κρίσιμη εκδοχή της παραίτησής του προέδρου. 

Η πρώτη επιλογή θα απαιτούσε τον διορισμό πρωθυπουργού εκτός του προεδρικού «στρατοπέδου», πιθανώς τεχνοκράτη ή πρόσωπο κοινής αποδοχής. Σχολιαστές εκτιμούν ότι ο Γάλλος πρόεδρος θα μπορούσε να επιδιώξει έναν θεσμικό «τρίτο δρόμο» -την τοποθέτηση μιας προσωπικότητας υπεράνω κομματικών γραμμών, με κύρος και τεχνοκρατική εμπειρία, κατά το πρότυπο του Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία. Ωστόσο, η Γαλλία δεν έχει παράδοση κυβερνήσεων συνασπισμού ή τεχνοκρατικών σχημάτων. Η πολιτική της κουλτούρα, βαθιά προεδρική και συγκεντρωτική, δυσκολεύεται να αποδεχθεί τη λογική του συμβιβασμού. Εν τω μεταξύ, ακόμη και ένας μετριοπαθής αριστερός υποψήφιος θα αμφισβητούσε τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού, γεγονός που ο Μακρόν δύσκολα θα δεχόταν.

Η δεύτερη λύση, η διάλυση της Βουλής και η επιστροφή στις κάλπες, θεωρείται εξαιρετικά ριψοκίνδυνη. Οι δημοσκοπήσεις προεξοφλούν ότι η Εθνική Συσπείρωση θα αναδειχθεί πρώτη δύναμη, ενώ το ενδεχόμενο ενός ακόμη πιο διχασμένου Κοινοβουλίου είναι υπαρκτό. Μια τέτοια εξέλιξη θα αποδυνάμωνε ακόμη περισσότερο τον πρόεδρο, καθιστώντας τη διακυβέρνηση σχεδόν αδύνατη. 

Η τρίτη επιλογή -η παραίτηση- παραμένει σε θεωρητική βάση, καθώς ο Μακρόν έχει επανειλημμένα αποκλείσει το ενδεχόμενο να αποχωρήσει πριν από τη λήξη της θητείας του το 2027. Παρόλα αυτά, όσο βαθαίνει το αδιέξοδο, τόσο ενισχύονται οι φωνές που τον καλούν να «δώσει τέλος» στην κρίση με μια πρωτοβουλία-σοκ.

Ο Γάλλος πρόεδρος ίσως επιχειρήσει να κερδίσει χρόνο, με μία μεταβατική κυβέρνηση περιορισμένων αρμοδιοτήτων για τη διαχείριση «τρεχουσών υποθέσεων» έως τις τοπικές εκλογές της άνοιξης, όμως μια τέτοια επιλογή θα επιβεβαίωνε τη στασιμότητα.

Η πολιτική κρίση στη Γαλλία έχει πλέον προσλάβει συστημικά χαρακτηριστικά. Για δεκαετίες, η χώρα βασιζόταν στην εναλλαγή μεταξύ μιας μετριοπαθούς δεξιάς και μιας μεταρρυθμιστικής αριστεράς. Η αποσύνθεση αυτής της ισορροπίας, σε συνδυασμό με την κατάσταση της οικονομίας, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα. Η Γαλλία, χώρα-πυλώνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκεται σε πολιτική παράλυση τη στιγμή που η Ευρώπη χρειάζεται σταθερότητα και ισχυρούς ηγέτες. Οι Βρυξέλλες παρακολουθούν με ανησυχία και οι φόβοι εντείνονται ότι η Γαλλία αδυνατεί να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες δημοσιονομικές προσαρμογές, με την προοπτική της προσφυγής στο ΔΝΤ να καθίσταται όλο και πιο ορατή. 

Όπως σημειώνει ο πολιτικός αναλυτής Νικολά Μπαβέρζ, «σε αυτή την κρίσιμη στιγμή, όπου διακυβεύονται η κυριαρχία και η ελευθερία της Γαλλίας και της Ευρώπης, η χώρα παραμένει παραλυμένη από το χάος, την αδυναμία και το χρέος». Ο Μακρόν επιμένει ότι μπορεί να «απελευθερώσει» τη Γαλλία από την κρίση, όμως του απομένουν μόλις 18 μήνες έως το τέλος της δεύτερης θητείας του. «Ίσως τα πλεονεκτήματα της χώρας -ο πλούτος, οι υποδομές, η θεσμική ανθεκτικότητα- να αμβλύνουν τους κραδασμούς αυτής της ιστορικής μετάβασης», εκτιμά ο Μπαβέρζ. «Υπάρχει, ωστόσο, και το αντίθετο σενάριο: η Γαλλία να βγει οριστικά αποδυναμωμένη, θύμα των άκρων και των εσωτερικών της αντιφάσεων, ο νέος 'ασθενής' της Ευρώπης».