Τα προληπτικά χτυπήματα του Ισραήλ κατά των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων και επιλεγμένων στελεχών του καθεστώτος της Τεχεράνης και των Φρουρών της Επανάστασης (IRGC) συνιστούν μια πραγματικά κρίσιμη και επικίνδυνη εξέλιξη που θα δοκιμάσει τις διεθνείς αντιδράσεις, την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αλλά και τον ρόλο της Ευρώπης.
Μόλις προχθές, ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας κατέγραψε τις πολλές αρνήσεις του Ιράν να δώσει στον Οργανισμό απαντήσεις αναφορικά με το αδήλωτο πυρηνικό υλικό του και ορισμένες σχετικές δραστηριότητές του. Και, για πρώτη φορά με τέτοια σαφήνεια, εξέφρασε την ανησυχία του για το απόθεμα εμπλουτισμένου ουρανίου του Ιράν, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή καυσίμων αντιδραστήρων αλλά και πυρηνικών όπλων.
Το εντατικό, στοχευμένο και, όπως όλα δείχνουν, εξαιρετικά καταστροφικό κύμα επιθέσεων του Ισραήλ στο Ιράν ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Μέσης Ανατολής. Πρόκειται, άλλωστε, για φάση –δραστική και θανατηφόρα– μιας σειράς ενεργειών του Ισραήλ που σκοπεύει στην εξουδετέρωση της ιρανικής – ισλαμιστικής επιρροής και, δυνητικά, στην ενίσχυση των παραγόντων που θα οδηγήσουν σε αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη.
Σύμφωνα με το Ισραήλ, αυτή τη φορά επλήγη, μεταξύ άλλων, το μεγαλύτερο εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν, στην περιοχή Νατάνζ, ένα εργοστάσιο το οποίο θεωρείται ότι διαθέτει την υποδομή που απαιτείται για τον εμπλουτισμό ουρανίου σε στρατιωτικά επίπεδα.
Ας ξεκινήσουμε από την μεγάλη εικόνα. Όπως υποστηρίζω από χρόνια, σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό και ταυτόχρονα πολυκεντρικό κόσμο, σε ένα διεθνές σύστημα όπου ένας αριθμός υβριδικών πόλων συνυπάρχει με πολλαπλά κέντρα που ανταγωνίζονται για στρατηγική αυτονομία τόσο εντός όσο και μεταξύ των πόλων, αυξάνονται οι πιθανότητες σε περιφερειακό επίπεδο για συγκρούσεις και για προληπτικά πλήγματα.
Ακριβώς όπως αυτά που εξαπέλυσε το Ισραήλ, με ή χωρίς την άμεση υποστήριξη των ΗΠΑ, κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν και επιλεγμένων στελεχών του ιρανικού καθεστώτος.
Το Ισραήλ έκρινε ότι ούτε ο Διεθνής Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας ούτε κάποιος άλλος παράγοντας θα προσφέρει προτιμότερη διέξοδο. Το περιβάλλον της ισραηλινής απόφασης αποτελεί ένα υβριδικό διεθνές σύστημα που αναπτύσσει τις δικές του λογικές αλληλεπιδράσεων, ισορροπιών, θανάσιμων απειλών και αντίστοιχων απαντήσεων.
Πράγματι, ένα βασικό ερώτημα σήμερα είναι το εξής: τι είδους απάντηση θα προκαλέσουν τα ισραηλινά χτυπήματα από τυχόν δυνάμεις πέραν «του ίδιου του Ιράν και των υποτακτικών του» (για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Νετανιάχου); Με άλλα λόγια, τι θα κάνουν χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Βόρεια Κορέα ή η πολυσθενής Τουρκία; Θα προκαλέσουν κάποιου είδους ενεργοποίηση στοιχείων μιας νέας ατελούς διπολικότητας; Φαίνεται εξαιρετικά απίθανο αλλά βέβαια όχι αδύνατο.
Προκύπτει, στη συνέχεια, ένα ακόμη σημαντικό ερώτημα: αν η κατάσταση οδηγηθεί σε συνεχή κλιμάκωση, θα τρωθεί στο εσωτερικό η ισλαμική δικτατορία του Ιράν; Δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη η ονομασία της επιχείρησης του Ισραήλ, Rise of the Lion.
Η αναφορά είναι στο Λέοντα της παλαιάς σημαίας του Ιραν, πριν την ανάληψη της εξουσίας από το θεοκρατικό καθεστώς και τους Φρουρούς της Επανάστασης. Οι Φρουροί της Επανάστασης δεν είναι καθόλου δημοφιλείς στο Ιράν, ιδίως μεταξύ του αστικού πληθυσμού.
Η κλιμάκωση είναι συνήθως (αν και όχι πάντοτε) μια διαδραστική διαδικασία. Το Ιράν προφανώς θα απαντήσει με ένταση το επόμενο διάστημα, όμως έχει συγκριτικά μειωμένες δυνατότητες, ενώ το Ισραήλ μπορεί να εξακολουθήσει να σφυροκοπά το Ιράν.
Οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του Ιράν και η περαιτέρω απονομιμοποίηση του καθεστώτος πιθανότατα θα αυξηθούν. Τμήματα της ιρανικής κοινωνίας αρχίζουν να ρίχνουν όλο και περισσότερο στο καθεστώς το φταίξιμο για τις καταστροφές που υφίσταται η χώρα. Για πολλούς θα είναι απαράδεκτο να τρωθεί σοβαρά το Ιράν εξαιτίας των Φρουρών της Επανάστασης.
Ιδιαίτερα μάλιστα ενόψει του γεγονότος ότι, όπως σωστά είχε επισημάνει παλαιότερα σε αναλύσεις του ο Edward Luttwak, οι Φρουροί της Επανάστασης πέτυχαν μεν σε επίπεδο τακτικής με την πολιτική στρατολόγησης ακόμη και σε σουνιτικές περιοχές της Συρίας και του Ιράκ, αλλά απέτυχαν σε στρατηγικό επίπεδο διότι οι προσπάθειές τους προκάλεσαν αντιδράσεις όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στα σουνιτικά αραβικά κράτη από το Μαρόκο μέχρι την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία.
Όταν ένα ισραηλινό χτύπημα εξόντωσε τους αξιωματικούς της αποστολής των Φρουρών της Επανάστασης στη Δαμασκό την 1η Απριλίου 2024, στον αραβικό κόσμο οι αντιδράσεις ήταν ανύπαρκτες.
Σήμερα, η έκταση και η ένταση της ισραηλινής επίθεσης είναι ασύγκριτα μεγαλύτερες σε σχέση με το παρελθόν. Η αγανάκτηση πολλών Ιρανών απέναντι στους Φρουρούς της Επανάστασης και το θεοκρατικό καθεστώς που στηρίζουν θα είναι, αντίστοιχα, πολύ μεγαλύτερη. Από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα για το Ισραήλ αλλά και ευρύτερα, είναι τα δίκτυα και οι θύλακες της ισλαμικής τρομοκρατίας που – στο μέτρο που ακόμη έχουν τη δυνατότητα – θα ενεργοποιηθούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικό για τις ΗΠΑ, όχι μόνο να αποφύγουν μια μεγάλη απάντηση από το Ιράν και τους αντιπροσώπους του, αλλά και να διασώσουν γενικότερα την επιτυχία του «πρώτου Τραμπ» το 2020, δηλαδή τις «Συμφωνίες του Αβραάμ», με την έναρξη μιας νέας καλύτερης περιόδου στις σχέσεις μεταξύ του Ισραήλ και των Αράβων συνολικά.
Πώς όμως θα αντιμετωπίσει η δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ μια πιθανή αποσταθεροποίηση του ιρανικού καθεστώτος; Για τη νέα κυβέρνηση στην Ουάσιγκτον, ποια θα αποδειχθούν, στην πράξη, τα όρια του ρόλου των ΗΠΑ στην περιοχή;
Ο Ομπάμα, προσπαθώντας να έλθει σε μια συμφωνία με το καθεστώς της Τεχεράνης, κατόρθωσε να συγκρατήσει το Ισραήλ από την λύση μιας επίθεσης στα πυρηνικά εργοστάσια. Ο Τραμπ θα πιέσει τώρα για διαπραγμάτευση, αλλά οι πιθανότητες για άμεση ειρήνευση είναι, αυτή τη στιγμή, ελάχιστες. Ενώ και η Ευρώπη θα χρειαστεί να αποδείξει ότι όντως υφίσταται στο διεθνές πεδίο, όχι αποκλειστικά στο πλαίσιο της υποστήριξης του Κιέβου και της προσέγγισης αμφιλεγόμενων ηγεσιών από τη Δαμασκό μέχρι το Μπακού και την Άγκυρα.
Η ζυγισμένη αλλά σαφής δήλωση του προέδρου Μακρόν, που ζητά αυτοσυγκράτηση από όλους αλλά κάνει και εύγλωττη αναφορά στην πρόκληση που είναι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, είναι μια πρώτη και αρκετά ενδιαφέρουσα ένδειξη.
Το Ιράν, συστηματικά υπερτιμημένο ως παράγοντας από τη διεθνή κοινότητα, δεν επιθυμούσε έναν διακρατικό πόλεμο Ιράν - Ισραήλ. Προτιμούσε να εξακολουθήσει να παρεμβαίνει δι’ αντιπροσώπων αλλά και με τα δίκτυα της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Η Τεχεράνη όφειλε να δείχνει στο διεθνές και διεθνικό σιϊτικό κοινό της ότι μπορεί να αντιδράσει, αλλά δεν επιθυμούσε έναν απευθείας διακρατικό πόλεμο με το Ισραήλ.
Όμως το αδιέξοδο με την εγκατάλειψη των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμά του και οι ανταλλαγές με το Ισραήλ τα δυο προηγούμενα χρόνια, αφενός το εξασθένησαν περαιτέρω ενώ αφετέρου κατέστησαν τον πόλεμο σχεδόν αναπόφευκτο.
Αλλά τα πράγματα άλλαξαν και ο πόλεμος είναι εδώ. Ο πρόεδρος Τραμπ ήδη υπέδειξε στην Τεχεράνη να περάσει σε διπλωματική φάση «πριν να είναι πολύ αργά».
Το νέο, υβριδικό περιβάλλον είναι γεμάτο παγίδες για όλους. Το ερώτημα αν το Ιράν είναι πράγματι στο κατώφλι εμπλουτισμού ουρανίου σε επίπεδο κατασκευής ατομικών βομβών προφανώς δεν μπορεί να απαντηθεί αυτή τη στιγμή με βεβαιότητα. Άλλωστε, κάθε προληπτικό χτύπημα (preemptive strike) αποτελεί εξ ορισμού σύνθετη και εγγενώς αμφιλεγόμενη επιλογή.
Από την άλλη όμως πλευρά, η Τεχεράνη και τα ισλαμιστικά δίκτυα που ενίσχυε υποσχόταν με συνέπεια, επί δεκαετίες, την καταστροφή του Ισραήλ. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Όπως αναμφισβήτητο είναι και το δικαίωμα του Ισραήλ να αμυνθεί απέναντι σε τέτοιες απειλές.
Βεβαίως, στο τέλος θα υπάρξει κάποια διαπραγμάτευση. Θα είναι καταλυτικής σημασίας για την έκβαση το πως και υπό ποιες συνθήκες θα φτάσουμε στη φάση αυτής της διαπραγμάτευσης, όταν έλθει. Γι αυτό και οι εξελίξεις τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες θα είναι κρίσιμες, θα κινηθούν όμως σε κάθε περίπτωση εντός του ευρύτερου πλαισίου που σκιαγραφήσαμε εδώ.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.