Όταν μπαίνει στο τραπέζι το δίλημμα «φτώχεια ή ξένη υποταγή», η Ιστορία δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας — οι άνθρωποι φοβούνται και αποστρέφονται περισσότερο την απώλεια της ελευθερίας παρά τη στενότητα στα υλικά αγαθά. Στο πλαίσιο αυτό αντιστάθηκαν οι Ουκρανοί. Κανείς σήμερα δεν πιστεύει πως η Ρωσία έχει «κερδίσει» τον πόλεμο με την Ουκρανία με τον τρόπο που αρχικώς επιδίωκε.
Μετά από τριάμισι χρόνια μάχης, τα ρωσικά κέρδη στο έδαφος περιορίζονται σε σχετικά μικρά τμήματα ανατολικής Ουκρανίας, ενώ οι προσπάθειες για ταχεία κατάληψη του Κιέβου και του κεντρικού μετώπου απέτυχαν. Αυτή η πραγματικότητα αντικατοπτρίζεται και στις διαπραγματεύσεις που σήμερα προσπαθούν, υπό μεγάλη πίεση, να αποσπάσουν «όσα περισσότερα μπορούν» χωρίς να εξασφαλίζουν την καθολική νίκη που είχε σχεδιαστεί.
Η διαρροή σχεδίων και το διεθνές μεγάλο ενδιαφέρον γύρω από τη διαπραγμάτευση δείχνουν ότι η λύση που προτείνεται θεωρείται από κάποιους ως «αναγνώριση της πραγματικότητας» και από άλλους ως πιθανή «επιείκεια» προς τη Ρωσία — μια διχογνωμία που καθορίζει το σημερινό πολιτικό αφήγημα.
Αυτό το ασαφές μέτωπο έχει κόστος σε ανθρώπινο και πολιτικό επίπεδο. Εκτιμήσεις για ανθρώπινες απώλειες και τραυματίες ποικίλλουν, αλλά όλες συγκλίνουν στην εικόνα ενός πολέμου με πολύ μεγάλες απώλειες και μακροχρόνιες συνέπειες για την κοινωνία και τις οικονομίες των αντιμαχόμενων.
Οι μετρήσεις και οι βάσεις δεδομένων καταγράφουν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς ή τραυματίες και εκατομμύρια εκτοπισθέντες, στοιχειοθετώντας την επισφαλή ισορροπία που έχει διαμορφωθεί στο πεδίο. Η πολυπλοκότητα των αριθμών και οι διαφορές στις πηγές υπογραμμίζουν επίσης την δυσκολία αξιοπιστών, απόλυτων συμπερασμάτων, γεγονός που καθιστά κάθε διαπραγμάτευση ακόμη πιο δύσκολη.
Δύο δρόμοι, λοιπόν, παραμένουν ανοιχτοί: ένας πόλεμος μακροχρόνιος «φθοράς» που μπορεί να μοιάζει με το σκηνικό του Βιετνάμ, με μεγάλο ανθρώπινο κόστος και χωρίς αποφασιστική έκβαση, ή μια διαπραγματευτική διευθέτηση που θα οριοθετεί την επιρροή, θα απαιτεί παραχωρήσεις και θα επιβάλει εγγυήσεις ασφάλειας.
Η πρόταση περί μετατροπής της Ουκρανίας σε «ουδέτερη ζώνη» λειτουργεί ακριβώς ως μέση λύση: διασφαλίζει ότι το έδαφος δεν θα αποτελέσει άμεσο πεδίο επίθεσης από τους Ρώσους, αλλά ταυτόχρονα περιορίζει την κυριαρχική ευελιξία της χώρας.
Για τις ΗΠΑ, μια ουδετεροποιημένη Ουκρανία διευκολύνει την σταδιακή «απεμπλοκή» από τις συνεχείς ανατολικές δεσμεύσεις και επιτρέπει την αναπροσανατολισμένη εστίαση προς άλλες περιφέρειες του κόσμου. Τα τεχνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά αυτής της λύσης, όροι για στρατιωτικές δυνάμεις, εγγυήσεις εισόδου/παραβίασης συνόρων, χρόνοι προειδοποίησης, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό αν πρόκειται για πραγματική ασφάλεια ή για μια «παγωμένη» σύγκρουση.
Πέρα όμως από την Ουκρανία, το κρίσιμο στοιχείο είναι ο ευρύτερος γεωπολιτικός αναπροσανατολισμός: οι ΗΠΑ δείχνουν σημάδια ότι επιχειρούν πολιτικές μείωσης της μόνιμης στρατιωτικής και οικονομικής εμπλοκής στο ανατολικό ημισφαίριο και άρση του συνεχούς βάρους που σήμαινε δεκαετίες πολέμων ή στρατιωτικών παρουσιών.
Η τακτική αυτή, εκ διαμέτρου αντίθετη με την μεταπολεμική στάση, αναζητά νέες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, ιδίως με την Ασία και την Κίνα ως ένα σενάριο «διαχείρισης αντιπαλότητας» και διευθέτησης των εμπορικών της ελλειμάτων αντί για άμεση αντιπαράθεση.
Παράλληλα, η πιθανότητα μιας συμφωνίας ΗΠΑ–Κίνας που θα ρυθμίσει οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα είναι κεντρική για τις επιλογές όλων των πλευρών: για τη Ρωσία, το ιδανικό θα ήταν να εξασφαλίσει τη θέση της πριν εκδηλωθεί μια ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ Ουάσινγκτον και Κίνας· για την Κίνα, αντίστοιχα, το καλύτερο σενάριο θα ήταν να συμφωνήσει πριν η Ρωσία κατοχυρώσει συμφέροντα.
Αυτό δημιουργεί το δίλημμα του «τριγώνου»: μία αμερικανο-κινεζική συμφωνία θα ήταν πολύ δυσμενής για τα ρωσικά στρατηγικά ενδιαφέροντα· αντιθέτως, μια αμερικανο-ρωσική «συνεννόηση» θα ανησυχούσε την Κίνα. Η γεωπολιτική αλχημεία που προκύπτει όπως τριπλές ισορροπίες, οικονομικά «παζάρια», αποκλίσεις στρατιωτικών συμφερόντων, δίνει κίνητρα σε κάθε δύναμη να αναζητήσει πρώιμες διευθετήσεις με τον έναν ή με τον άλλον εταίρο.
Η Ρωσία, μάλιστα, έχει ένα πρακτικό κίνητρο: η επανένταξή της στην παγκόσμια οικονομία — ή ακόμη και στο κλαμπ των ισχυρών οικονομιών — υπό όρους, θα μπορούσε να σηματοδοτήσει οικονομική ανάκαμψη μετά την απομόνωση και το βάρος των τεραστίων πολεμικών δαπανών. Τα δημοσιονομικά και παραγωγικά περιθώρια όμως είναι περιορισμένα και εξαρτώνται από πολιτικές επιλογές.
Η Ρωσία αντιμετωπίζει μια βαθιά στρατηγική αναθεώρηση σχετικά με ποιο είναι το επιδιωκόμενο μοντέλο ανάπτυξης — ένα εκτεταμένο, οικονομικά ευημερούν έθνος ή μια ισχυρή περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη. Το ιστορικό δείχνει ότι έχει δοκιμάσει και τις δύο διαδρομές, χωρίς όμως ποτέ να συνδυάσει επιτυχώς ευημερία και ολοκληρωτική ισχύ. Οι πλούσιοι πόροι και η έκταση που διαθέτει θα μπορούσαν, με ορθή διαχείριση, να την κάνουν υπερδύναμη χωρίς να έχει την ανάγκη να εισβάλει σε άλλες χώρες.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε — όχι μόνο στην ανατολική Ευρώπη αλλά και στον Νότιο Καύκασο, που τώρα τείνει προς Αμερικανική επιρροή, αλλά και στην Κεντρική Ασία (Καζακστάν κ.λπ.), χώρες που αναδύονται που έχουν προσεγγιστεί από τις ΗΠΑ. Η Κίνα ετοιμάζεται, πριν την Ρωσία, να κάνει συμφωνία «συνύπαρξης» με τις ΗΠΑ, για αυτό και η πρόσφατη προτροπή του Τραμπ προς τους Ιάπωνες να μην «πιέζουν» την Κίνα.
Συνεπώς, η Ρωσία έχει κίνητρο να διαπραγματευτεί μια ειρήνη υπό αμερικανική συμμετοχή, ώστε να προλάβει τυχόν κινεζική διευθέτηση που θα επαναπροσδιόριζε τα στρατηγικά δεδομένα. Και αντιστρόφως, η Κίνα ωφελείται αν επιτύχει συμφωνία πριν η Ρωσία κατοχυρώσει ισχυρή θέση μέσω άλλης διπλωματικής συμφωνίας.
Η Ευρώπη, σε αυτό το νέο γεωστρατηγικό τοπίο, δοκιμάζεται με μοναδικό τρόπο: είτε θα ενισχύσει την πολιτική, οικονομική και αμυντική της συνοχή και θα μετατραπεί σε «βαθύτερη» μεγάλη δύναμη, είτε θα παραμείνει κατακερματισμένη και θα βρεθεί στο περιθώριο των αποφάσεων που παίζεται το μέλλον της Ευρώπης.
Αν η Ευρώπη δεν αποκτήσει κοινές δομές, κοινό εξοπλιστικό και κοινή εξωτερική πολιτική, τότε ο παγκόσμιος χάρτης θα επανασχεδιαστεί κυρίως από τις τρεις υπερδυνάμεις — ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία — με την Ευρώπη να παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Εδώ ακριβώς φαίνεται η στρατηγική σημασία της Ευρώπης: είτε θα παραμείνει εκ νέου θύμα των διεθνών συσχετισμών, είτε θα αναδειχθεί σε μία από τις μεγάλες παγκόσμιες δυνάμεις.
Αν καταφέρει να συγκροτήσει μια ενωμένη οντότητα με κεντρική κυβερνητική δομή — τις «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» — οι εθνικές της κυβερνήσεις θα ενεργούν συλλογικά και η ήπειρος θα γίνεται ένας ισχυρός, αυτοδύναμος πόλος στη διεθνή σκηνή. Η επιλογή αυτή δεν είναι απλή: πολιτικές, ιστορικές και εθνικές αντιπαλότητες στο εσωτερικό της Ε.Ε. εμποδίζουν γρήγορες αποφάσεις. Ωστόσο, το μέλλον της ηπείρου θα κριθεί ακριβώς από την ικανότητά της να μετασχηματιστεί.
Βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση, όπου ο τρέχων πόλεμος στην Ουκρανία λειτουργεί ως καταλύτης μιας ευρύτερης επανατοποθέτησης. Ο δρόμος προς τα εμπρός είναι ευθύς αλλά δύσβατος — είτε ως παγωμένη διευθέτηση με εγγυήσεις και περιορισμούς, είτε ως παρατεταμένη σύγκρουση φθοράς.
Η επιλογή της Ευρώπης για ενότητα και αυτοπεποίθηση, η ρεαλιστική διαχείριση των σχέσεων ΗΠΑ–Κίνας και η ικανότητα της Ρωσίας να μετασχηματίσει τις δομές της θα καθορίσουν αν το επόμενο κεφάλαιο θα είναι μία νέα, ασταθής ισορροπία, ή η αρχή μιας νέας — και διαφορετικής — πολυκεντρικής παγκόσμιας τάξης.
Η ιστορία έχει δείξει ότι οι μεγάλες αυτοκρατορίες δεν καταρρέουν μόνο από εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και από εσωτερικές αποδυναμώσεις, κυρίως οικονομικής φύσεως. Ένα μοτίβο καταστροφής επαναλαμβάνεται μέσα στους αιώνες, ακολουθώντας σχεδόν με μαθηματική ακρίβεια μια ακολουθία: στρατιωτική υπερεπέκταση, αλόγιστες δαπάνες, αλόγιστος δημόσιος δανεισμός, υποτίμηση του νομίσματος, πληθωρισμός, απώλεια εμπιστοσύνης και τελικά κατάρρευση. Παραδείγματα αυτής της πορείας αποτελούν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η Ισπανία, η Βρετανική Αυτοκρατορία και ενδεχομένως σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες ή η Κίνα.
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε ένα από τα πιο διαρκή και ισχυρά κράτη της αρχαιότητας. Στο απόγειο της ισχύος της, το δηνάριο - το νόμισμά της - ήταν συνώνυμο του καθαρού αργύρου και άρα της εμπιστοσύνης. Όμως, η συνεχής επέκταση των συνόρων και οι αυξημένες στρατιωτικές και διοικητικές ανάγκες ώθησαν τη Ρώμη να υποτιμήσει το νόμισμά της. Από 100% καθαρός άργυρος, το δηνάριο κατέληξε να περιέχει μόλις 5%.
Η υποτίμηση αυτή, αν και αρχικά εμφανίστηκε ως λύση ανάγκης, οδήγησε σε κατακόρυφη άνοδο των τιμών, κατάρρευση του εμπορίου και απόρριψη του νομίσματος από τους ίδιους τους στρατιώτες. Η οικονομική λειτουργία του κράτους αποσυντέθηκε, οδηγώντας στην οριστική πτώση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους το 476 μ.Χ.
Η Πορτογαλία εξάντλησε τα ταμεία της προσπαθώντας να διατηρήσει στρατιωτικά οχυρά σε τέσσερις ηπείρους. Ο ανταγωνισμός από Ολλανδία, Βρετανία και Γαλλία εντάθηκε, ενώ η κρίση διαδοχής τη δεκαετία του 1530 αποσταθεροποίησε το βασίλειο. Μέχρι το 1580, η Πορτογαλία ενσωματώθηκε στην Ιβηρική Ένωση. Το πορτογαλικό ρεάλ, που κυριαρχούσε στο παγκόσμιο εμπόριο επί 80 χρόνια, εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από το ισπανικό ασήμι.
Η Ισπανία του 16ου και 17ου αιώνα, αν και είχε στην κατοχή της τεράστια αποθέματα αργύρου από τη Λατινική Αμερική, έπεσε θύμα της δικής της απληστίας. Η συσσώρευση πλούτου χωρίς παράλληλη παραγωγική επένδυση, η πολυτέλεια και οι συνεχείς πόλεμοι, οδήγησαν σε πληθωρισμό και διαδοχικές πτωχεύσεις.
Η Ισπανία αναγκάστηκε να υποτιμήσει πολλές φορές το νόμισμά της και τελικά να χάσει την εμπιστοσύνη των πιστωτών της, επιφέροντας σταδιακά το τέλος της αυτοκρατορικής της ισχύος. Η ισπανική κυριαρχία διήρκεσε περίπου 110 χρόνια, από τη δεκαετία του 1530 ως τη δεκαετία του 1640.
Η Ολλανδία τον 17ο αιώνα εξελίχθηκε στο παγκόσμιο οικονομικό κέντρο. Το ολλανδικό γκίλντερ, στηριζόμενο σε καινοτομία και εμπόριο, έγινε de facto αποθεματικό νόμισμα της Ευρώπης. Η Τράπεζα του Άμστερνταμ εισήγαγε αποτελεσματικά διεθνή συστήματα πληρωμών. Οι Ολλανδοί πρωτοπόρησαν σε χρηματοοικονομικά προϊόντα, δημιουργώντας το πρώτο χρηματιστήριο, ασφάλειες ναυτιλίας και νέους θεσμούς. Από το 1642 έως το 1720 (78 χρόνια), το γκίλντερ κυριάρχησε στο εμπόριο, καλύπτοντας το ένα τρίτο των παγκόσμιων συναλλαγών.
Η Βρετανική λίρα στερλίνα, ενισχυμένη από τη βιομηχανική επανάσταση και την αποικιακή αυτοκρατορία, έγινε το κυρίαρχο αποθεματικό νόμισμα για 224 χρόνια (1720–1944). Στο απόγειο της, πάνω από το 60% του παγκόσμιου εμπορίου γινόταν σε λίρες. Μέχρι το 1922, η Βρετανική Αυτοκρατορία ήλεγχε 458 εκατομμύρια ανθρώπους και το 25% της ξηράς. Η Βρετανική Αυτοκρατορία ακολούθησε έναν πιο σύγχρονο αλλά παρόμοιο δρόμο.
Η συμμετοχή της σε δύο παγκόσμιους πολέμους χρηματοδοτήθηκε μέσω υπερβολικού δανεισμού. Η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού, η νομισματική υποτίμηση και οι επαναλαμβανόμενες κρίσεις εμπιστοσύνης στη στερλίνα οδήγησαν στην αποδυνάμωση της οικονομικής ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου και στην αποδόμηση της αυτοκρατορίας του.
Το σύστημα του Bretton Woods προέβλεπε τη σύνδεση των νομισμάτων με το δολάριο, το οποίο ήταν μετατρέψιμο σε χρυσό στα 35 δολάρια ανά ουγκιά. Έτσι, το δολάριο αναδείχθηκε ως το νέο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Το 2000, πάνω από το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων ήταν σε δολάρια. Έως το 2024, το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί στο 57,8%. Η συμμετοχή ξένων επενδυτών στα αμερικανικά ομόλογα υποχώρησε από πάνω από 50% το 2008 σε μόλις 30% στις αρχές του 2025
Το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών σήμερα παρουσιάζει ανησυχητικές ομοιότητες. Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το δολάριο καθιερώθηκε ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Ωστόσο, μετά το 1971, όταν καταργήθηκε ο χρυσός κανόνας, οι ΗΠΑ βασίστηκαν αποκλειστικά στην εμπιστοσύνη στην οικονομία τους. Τα τελευταία χρόνια, η υπερχρέωση, οι τεράστιες δημόσιες δαπάνες, η μαζική εκτύπωση χρήματος μέσω προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης» η κακοδιαχείριση του δημοσίου χρήματος και ο πληθωρισμός, θυμίζουν εντόνως τις συνθήκες που προηγήθηκαν της κατάρρευσης προηγούμενων αυτοκρατοριών.
Η ύπαρξη πάνω από 750 στρατιωτικών βάσεων και διευκολύνσεων σε πάνω από 70 χώρες και η χρηματοδότηση πολλαπλών πολέμων με δανεικά κεφάλαια εντείνουν την πίεση. Παράλληλα, η απώλεια εμπιστοσύνης στο δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα ενισχύεται από την προώθηση εναλλακτικών νομισμάτων από χώρες όπως η Κίνα και η Ρωσία, καθώς και από τον σχηματισμό νομισματικών ενώσεων όπως οι BRICS. Παρόλο που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας στο εγχείρημα τους.
H ιστορία των αυτοκρατοριών διδάσκει πως η κατάρρευση δεν προέρχεται μόνο από στρατιωτικές ή πολιτικές αποτυχίες, αλλά κυρίως από την οικονομική κακοδιαχείριση. Το μοτίβο είναι σαφές: απόλυτη ισχύς, επέκταση, ελλείμματα, πληθωρισμός, απώλεια εμπιστοσύνης, αδυναμία ανασυγκρότησης της οικονομίας οπότε ακολουθεί η κατάρρευση.
Αν οι ΗΠΑ δεν λάβουν μέτρα αναδιάρθρωσης και αποκατάστασης της οικονομικής τους ισορροπίας, τότε η ιστορία είναι πιθανό να επαναληφθεί. Με ένα χρέος πάνω από 120% του ΑΕΠ και έλλειμμα ομοσπονδιακού προϋπολογισμού όπου δαπανά 1,8 τρις περισσότερα από ότι εισπράττει και με ετήσιες εκροές λόγω εμπορικού ελλείμματος περίπου $900 δις η κατάσταση φαίνεται ζοφερή.
Η Κίνα παρόλο που δεν ανακοινώνει πλέον πολλά από τα οικονομικά της στοιχεία, φαίνεται ότι έχει δημόσιο χρέος κατά πολύ μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της (ίσως και διπλάσιο) και έλλειμμα στο κρατικό προϋπολογισμό αρκετά πάνω από το 10% του ΑΕΠ. Η μείωση των εξαγωγών της λόγω των δασμών που υφίσταται εξαιτίας των αθέμιτων πρακτικών που ακολουθεί στο διεθνές εμπόριο (τεχνική υποτίμηση νομίσματος, κρατική επιδότηση των εξαγωγικών επιχειρήσεων, κεφαλαιακούς ελέγχους κ.λπ.), θα επιδεινώσει περαιτέρω την οικονομία της.
Η κατανόηση αυτής της ιστορικής αλληλουχίας είναι ένα εργαλείο πρόβλεψης και προειδοποίησης. Η οικονομική πραγματικότητα είναι αμείλικτη: κανένα κράτος δεν μπορεί να δανείζεται ή να τυπώνει χρήμα επ’ άπειρον χωρίς συνέπειες. Κυρίως δε όταν αυτά τα δάνεια δεν επενδύονται παραγωγικά με αποτέλεσμα να μην αποφέρουν ούτε καν την πληρωμή των τόκων. Το κόστος αυτών των πρακτικών μετακυλίεται στους πολίτες μέσω της υποτίμησης του νομίσματος, της μείωσης της αγοραστικής δύναμης εξαιτίας του πληθωρισμού και της γενικευμένης κρίσης εμπιστοσύνης.
Η επανάληψη του ίδιου μοτίβου σε διαφορετικούς αιώνες και γεωγραφικά πλαίσια, από τη Ρώμη μέχρι τις ΗΠΑ, και την Κίνα, υποδεικνύει ότι οι νόμοι της οικονομίας είναι διαχρονικοί και αναπόφευκτοι. Η πορεία της υπερκατανάλωσης, της υπερχρέωσης, της σπατάλης και της νομισματικής υποτίμησης οδηγεί αργά ή γρήγορα στην κατάρρευση.
Οι προσπάθειες διαστρέβλωσης της οικονομικής πραγματικότητας κυρίως για πολιτικούς λόγους είναι η βασική αιτία που οι χώρες συνεχίζουν να υπερχρεώνονται σαν μην υπάρχει αύριο. Η επίμονη άρνηση των αντιπολιτεύσεων να υψώσουν πολιτικές ελέγχου των κυβερνήσεων ώστε να αποτρέψουν την αύξηση του δημόσιου δανεισμού είναι προκλητική.
Καθώς η αντιπολίτευση είναι πάντα η ελπίδα των λαών για ορθολογικότερη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, η απουσία τέτοιων πολιτικών στο πρόγραμμα της κάνει την αντιπολίτευση συνένοχη στην κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος, διότι ουσιαστικά δηλώνει ότι όταν θα έλθει αυτή στην εξουσία δεν θα ήθελε η τότε αντιπολίτευση να την περιορίζει στη σπατάλη των δημοσίων πόρων.
Ουσιαστικά σημαίνει ότι θα συνεχιστεί η σπατάλη των χρημάτων των φορολογουμένων (που φορολογούνται τόσο βαριά), και θα λαμβάνονται και νέα δάνεια με σκοπό την επανεκλογή του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, αδιαφορώντας για την ηθική επιταγή που οι ηγεσίες πρέπει να έχουν: δηλαδή να κάνουν ορθολογικές επενδύσεις των δημοσίων πόρων σε βιώσιμες δαπάνες που θα έχουν αποδόσεις, ώστε να προστατεύσουν την ευημερία των πολιτών τους, αλλά και των επόμενων γενεών.
Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να διαφοροποιήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα από τους προκατόχους τους, είναι η ικανότητά τους να διδαχθούν από το παρελθόν και να δράσουν εγκαίρως να μεταρρυθμίσουν την οικονομία τους. Το ερώτημα είναι αν θα το κάνουν. Η ιστορία έχει δείξει ότι όποια αυτοκρατορία αγνόησε τα προειδοποιητικά σημάδια, πλήρωσε το τίμημα.
Συμπερασματικά, η ανασκόπηση της κατάρρευσης των αυτοκρατοριών μας δείχνει ότι η ισχύς δεν είναι διαρκής όταν βασίζεται σε επισφαλή οικονομικά θεμέλια. Η σημερινή παγκόσμια οικονομική δομή καθιστά την πιθανή κατάρρευση του δολαρίου όχι μόνο αμερικανικό, αλλά παγκόσμιο ζήτημα.
Η Κίνα, επειδή το νόμισμά της δεν είναι αποθεματικό (παρά σε πολύ μικρό ποσοστό, 5%) είναι πιο αδύναμη να αντλήσει κεφάλαια και να αναδιαρθρώσει την οικονομική της πορεία. Η επαγρύπνηση, η οικονομική υπευθυνότητα και η προσαρμοστικότητα μέσα από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις είναι οι μόνοι τρόποι για να αποφευχθεί μια νέα ιστορική οικονομική τραγωδία.
*Ο Ατσαλάκης Γιώργος, είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής, Πολυτεχνείου Κρήτης Εργαστήριο Επιστημονικών Δεδομένων
