Αν οι Ευρωπαίοι έδιναν περισσότερη σημασία στις δικές τους αναλύσεις, τότε θα έπρεπε να περιμένουν ότι Τραμπ και Πούτιν θα επιχειρούσαν κάποια στιγμή, έστω και προσεκτικά, να φέρουν τη σχέση τους σε πιο ατάραχα νερά. Aν για παράδειγμα έπαιρναν σοβαρά την ανάλυση που έχει κατά κόρον γραφτεί στον ευρωπαϊκό Τύπο, ότι δηλαδή στο μυαλό του Τραμπ ο βασικός αντίπαλος δεν είναι η Ρωσία, την οποία θεωρεί «λίγη» για τα μέτρα του, αλλά η Κίνα. Ή αν άκουγαν τους πολιτικούς επιστήμονες, που καταγράφουν την ανησυχία της Μόσχας για το γεγονός ότι η διεθνής «απομόνωση» την έχει σπρώξει σε ένα πιο έντονο σφιχταγκάλιασμα με το Πεκίνο.
Μετατόπιση συμφερόντων
Όπως αναφέρει η DW, είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ μέχρι το 2022 η ΕΕ ήταν ο βασικός εμπορικός εταίρος της Ρωσίας με ένα ποσοστό 35% επί του εξωτερικού της εμπορίου, αυτό το ποσοστό είναι σήμερα περίπου το ένα τέταρτο εκείνης της εποχής. Αντιστρόφως, ενώ οι ρωσικές εξαγωγές προς την Κίνα κυμαίνονταν ως το 2022 από 15 έως 20% επί του συνόλου των εξαγωγών της, το 2024 έφτασαν το 34%, ξεπερνώντας τα 260 δισεκατομμύρια δολλάρια.
Αν μάλιστα οι Ευρωπαίοι έδιναν βάση και στις δικές τους συχνές προβλέψεις για επικείμενη κατάρρευση της ρωσικής οικονομίας, τότε θα έπρεπε να αναμένουν ότι ο Πούτιν θα αναγκαζόταν να βρει τρόπους να πάρει ανάσες, προσπαθώντας πρωτίστως να σπάσει τον δυτικό κλοιό, συναλλασσόμενος με τον Τραμπ.
Μπορεί ο Κινέζος πρόεδρος να έχει προσφέρει αρκετή στήριξη στον Ρώσο ομόλογό του, αλλά αυτό είναι κάτι που ούτε τον Πούτιν ενθουσιάζει αλλά και τον Τραμπ ενοχλεί. Και σε τελική ανάλυση ούτε τους Ευρωπαίους ωφελεί. Η Κίνα δεν θα είναι λοιπόν παρούσα στο ιστορικό (;) ραντεβού της Αλάσκας, αλλά η «αύρα» της θα πλανάται στον αέρα. Με τη ρητορική «απλοϊκότητα» που τον διακατέχει, δεν αποκλείεται καθόλου να ψιθυρίσει ο Αμερικανός στον Ρώσο «έλα να τα βρούμε για να μην γελάει πίσω από την πλάτη μας ο Κινέζος».