Πέρασαν 57 χρόνια από τότε που οι στρατιωτικές δυνάμεις του συμφώνου της Βαρσοβίας -Σοβιετική Ένωση, Βουλγαρία, Ουγγαρία και Πολωνία- τη νύχτα της 20ής προς την 21η Αυγούστου 1968 εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία, σε μια χώρα του λεγόμενου ανατολικού μπλοκ, η οποία όμως διατηρούσε ισχυρές οικονομικές και πολιτιστικές επαφές με τον δυτικό κόσμο.
Της εισβολής, είχαν προηγηθεί οι προσπάθειες του -υπό την ηγεσία του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ- κομμουνιστικού κόμματος να εφαρμοστούν μέτρα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, αλλά και εκδημοκρατισμού, τα οποία ενισχύθηκαν από την ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος που διέπνεε εκείνη την εποχή την κοινή γνώμη της χώρας.
Ήταν η περίοδος εκείνη κατά την οποίαν αναζητείτο μια νέα μορφή σοσιαλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο», όπως χαρακτηριστικά είχε καθιερωθεί να αναφέρεται. Μια νέα μορφή οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας, ένας «τρίτος δρόμος», επιχειρώντας ένα πείραμα που ουσιαστικά αμφισβητούσε το πανίσχυρο μοντέλο του σοβιετικού κρατικού σχεδιασμού και ελέγχου της οικονομίας, αλλά και της ιδεολογικής υπεροχής της Σοβιετικής Ένωσης.
Πολλοί γνωρίζουν τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τον ταραγμένο Αύγουστο του 1968. Αγνοούν όμως ότι πίσω από τις προσπάθειες ανοίγματος της οικονομίας στις δυνάμεις της αγοράς και φιλελευθεροποίησης των δομών της, βρίσκονταν ο Ota Sik, πασίγνωστος οικονομολόγος και ένας εκ των βασικών συντελεστών της Άνοιξης της Πράγας και του -προτεινόμενου για τη χώρα του- μοντέλου φιλελευθεροποίησης.
Ενός μοντέλου, οι αρχές του οποίου κινούνταν μεταξύ του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και μιας σοβιετικού τύπου σχεδιασμένης οικονομίας. Αυτό το υβριδικό μοντέλο το είχε ονομάσει «ο τρίτος δρόμος» όπως και το σύγγραμμά του, μέσα στο οποίο είχε αναπτύξει την οικονομική του σκέψη και λογική (Οta Sik, The third way).
Ουσιαστικά, μέσω της ανάλυσής του, αποδομεί το σύστημα της κεντρικής οικονομικής διαχείρισης, παρουσιάζοντας διεξοδικά όλες τις στρεβλώσεις που δημιουργεί η ανυπαρξία των δυνάμεων της αγοράς, η απουσία ανταγωνισμού, καθώς επίσης η δογματική πίστη της συνεχούς αύξησης χωρίς κριτήρια, της παραγωγής, έχοντας ως μοντέλο αναφοράς αυτό που είχε διαμορφωθεί στη σοβιετική οικονομία που, ως γνωστόν, βασιζόταν στην υπερεπένδυση στη βαριά βιομηχανία (τομέας I), παραμελώντας την ελαφρά βιομηχανία (τομέας II) που παρήγε καταναλωτικά αγαθά.
Αυτό συνέβαινε σε μια χώρα όπως η Τσεχοσλοβακία, της οποίας ο βαθμός εκβιομηχάνισης ήταν υψηλός. Ο Sik αναφέρει στην ανάλυσή του ότι η Τσεχοσλοβακία πριν τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο συγκαταλέγονταν μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών όπου η ανάπτυξη της βιομηχανίας ήταν η υψηλότερη, αγγίζοντας το επίπεδο της Δανίας.
Όμως, η χωρίς οικονομικά κριτήρια υπερεπένδυση στη βαριά βιομηχανία, απλά για λόγους ιδεολογικούς, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα: μειωμένες αποδόσεις κλίμακας, υποχώρηση της παραγωγής και συρρίκνωση της παραγωγικότητας. Οι διαρθρωτικές αυτές αδυναμίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης του πληθυσμού σε σχέση με τις χώρες της Δύσης. Έτσι, ενώ σε χώρες όπως η Δανία ή η Σουηδία για το έτος 1965, η κατανάλωση ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 82,0% και 72,7% αντίστοιχα, στην Τσεχοσλοβακία ήταν 65,5%.
Ενώ η οικονομική ανάλυση που επιχειρεί ο Sik περιγράφει από τη μία τις λειτουργίες μιας οικονομίας που λειτουργεί με ελλείψεις (shortage economy) όπως: υπερβάλλουσα ζήτηση, αναγκαστική αποταμίευση, συμπιεσμένος πληθωρισμός, υπερεπένδυση κλπ., αναγνωρίζοντας ότι μια σύγχρονη οικονομία δεν μπορεί να αγνοήσει τις δυνάμεις της αγοράς, από την άλλη προσπαθεί να πείσει ότι δεν είναι αναγκαίο να δημιουργηθεί μια καπιταλιστικού τύπου οικονομία, ακόμη κι αν υιοθετηθούν οι δυνάμεις αυτές.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Η αγορά δεν αφήνεται να λειτουργήσει από μόνη της, αλλά υπόκειται σε μια ρύθμιση από την πλευρά της κοινωνίας που εκφράζει τα μακροχρόνια συμφέροντα των μελών της, όπως αυτά καθορίζονται με τρόπο δημοκρατικό και σχεδιασμένο.»
Όλο το οικονομικό οικοδόμημα του Sik, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, ήταν καταδικασμένο να αποτύχει. Το υβριδικό μοντέλο του «τρίτου δρόμου» που προέτρεπε την πολιτική ηγεσία της Τσεχοσλοβακίας να ακολουθήσει, ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί γιατί -όπως απεδείχθη εκ των υστέρων- ο μόνος δρόμος για την οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία είναι ο καπιταλισμός. Όσοι αναζήτησαν άλλες διαδρομές απλά απέτυχαν στην προσπάθειά τους.
Έτσι, το έργο του Ota Sik, αν και ενδιαφέρον για την εποχή του, απέδειξε για άλλη μια φορά τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του υπαρκτού σοσιαλισμού που αργά ή γρήγορα ήταν καταδικασμένος να καταρρεύσει, όπερ και εγένετο το 1989.
* Ο Μηνάς Αναλυτής είναι Οικονομολόγος PhD στο Πανεπιστήμιο Poitiers στη Γαλλία.