Σκληραίνει η δικτατορία, ο κίνδυνος σύγκρουσης με τη Δύση
Η απόλυτη εξουσία του Σι Τζιπίνγκ

Σκληραίνει η δικτατορία, ο κίνδυνος σύγκρουσης με τη Δύση

Το επόμενο καυτό μέτωπο του πλανήτη είναι αναμφίβολα η Κίνα. Ο Σι Τζιπίνγκ, πιο ισχυρός παρά ποτέ, με την επανεκλογή του εντός των ημερών για τρίτη θητεία, έχει λυμένα τα χέρια για να προωθήσει το προσωπικό του όραμα.

Την εκτόπιση των ΗΠΑ από την πρωτοκαθεδρία του πλανήτη και τη μετατροπή της Κίνας σε υπερδύναμη με ορόσημο το 2049, οπότε και η 100η επέτειο από την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος του. Είναι εφικτός;

Όχι, μέχρι η χώρα να αλλάξει την πολιτική και οικονομική της δομή, σύμφωνα με τον Κωσταντίνο Τσιμώνη, λέκτορα κινεζικών σπουδών στο Kings’ College London και επιστημονικό συνεργάτη του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου.

Κατά τον ίδιο, το κακό που έχει κάνει στη χώρα του ο Σι Τζιπίνγκ από το 2013 που κυβερνά μέχρι σήμερα, είναι πολύ μεγαλύτερο από τα όποια οφέλη προσέφερε. Στο στρατιωτικό πεδίο, με δική του αποκλειστικά ευθύνη κατάφερε να ενεργοποιήσει τις ανασφάλειες ολόκληρης της περιοχής και να βάλει τις βάσεις για ένα ΝΑΤΟ του Ειρηνικού.

Οι εθνικιστικές του υποσχέσεις ήταν που ενεργοποίησαν εναντίον της χώρας του το τόξο «Ιαπωνία, Κορέα,Ταιβάν», και νέους αμερικανοκεντρικούς σχηματισμούς συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας στην Ανατολική Ασία όπως την AUKUS, με την συμμετοχή της Αυστραλίας και της Βρετανίας. Εκεί που παλιά υπήρχε μόνο μια συμφωνία ανταλλαγής πληροφοριών και συνεργασίας με τους παραδοσιακούς συμμάχους της Αμερικής στην Ασία (Five Eyes), τώρα πλησιάζει η ώρα που επίθεση σε ένα κράτος, ενδεχομένως θα σημαίνει επίθεση σε όλα τα κράτη, άρα όλα μαζί θα πρέπει να το συνδράμουν.

«Δεν είναι πλέον τόσο αδιανόητο, όσο μας φαινόταν παλαιότερα, να δούμε Ιάπωνες στρατιώτες να μάχονται για την προστασία της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν. Αυτό θα ήταν καταστροφικό για την Κίνα, η οποία δεν είναι σε θέση να επιβάλει στρατιωτικά τη θέλησή της στην περιοχή», λέει ο λέκτορας κινεζικών σπουδών στο βρετανικό κολέγιο.

Είναι πιθανή μια επίθεση στην Ταϊβάν;

Η φήμη της Κίνας στον πλανήτη έχει γίνει πιο αρνητική υπό τον Σί, η εξωτερική της πολιτική είναι αντιπαραγωγική, ενώ η υποστήριξη στον Πούτιν έχει επιδεινώσει την κατάσταση. Όσο για το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων, κατά πόσο η Κίνα θα επιτεθεί κάποια μέρα στην Ταϊβάν, η απάντηση είναι «όχι υπό κανονικές συνθήκες», σύμφωνα με τον κ. Τσιμώνη, καθώς οι ΗΠΑ έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα προστατεύσουν την Ταϊπέι.

«Το πρόβλημα ωστόσο βρίσκεται στην ίδια τη λειτουργία του συγκεντρωτικού συστήματος που εκπροσωπεί ο Σι Τζιπίνγκ. Τα λάθη, οι προσωπικές αδυναμίες και αστοχίες ενός ανθρώπου, μπορεί να αποβούν καθοριστικές, χωρίς να υπάρχει επιστροφή. Εάν ο κινέζος ηγέτης, ο οποίος γίνεται ολοένα και πιο αυταρχικός κάνει μια λάθος εκτίμηση, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα εκτός ελέγχου».

Ο επόμενος Στιβ Τζόμπς δεν θα μεγαλουργήσει στην Κίνα

Στο οικονομικό επίπεδο, ο επόμενος Στιβ Τζόμπς του πλανήτη δεν θα μεγαλουργήσει στην Κίνα τουλάχιστον όσο ακολουθεί αυτή την συγκεντρωτική πορεία, σύμφωνα με τον καθηγητή του KCL. Ο λόγος είναι απλός, αφού για να αναπτύξει κανείς μια πρωτοποριακή ιδέα που θα αλλάξει τον κόσμο, πρέπει να έχει ελευθερία. Κανείς που ζει σε ένα καταπιεστικό σύστημα δεν θα επιδώξει να κάνει το επόμενο μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα όταν γνωρίζει ότι την ιδέα του θα την εκμεταλλευτεί ένα πολιτικό σύστημα.

«Υπό αυτή την έννοια, η οικονομική πολιτική του ΣΙ είναι αποτυχημένη », τονίζει ο συνομιλητής μας. Και εξηγεί ότι όταν ανέλαβε ο Σι Τζιπίνγκ το 2013, η Κίνα είχε μόλις κλείσει τη χρυσή της δεκαετία. Διψήφιοι ρυθμοί ανάπτυξης, μια πετυχημένη Ολυμπιάδα (2008), τεράστια διεύρυνση της οικονομίας. Είχε έρθει όμως η ώρα των μεταρρυθμίσεων. Της σταδιακής αποδέσμευσης από το κράτος σημαντικών τομέων της οικονομίας και της μεταρρύθμισης μεγάλων κρατικών επιχειρήσεων.

Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Η απάντηση του Σι Τζιπίνγκ ήταν πολιτική, ότι με περισσότερο πολιτικό συγκεντρωτισμό θα εξασφαλίσουμε καλύτερη λειτουργία των κρατικών επιχειρήσεων και θα ελέγξουμε καλύτερα την οικονομία.

Η «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος»

Σήμερα, εκεί που η Κίνα είχε θέσει στόχο για 5% ανάπτυξη, το ΔΝΤ προβλέπει για φέτος γύρω στο 3% έναντι 8,1% το 2021 και ενώ η κρίση στo real estate διογκώνεται. «Σε μια χώρα που βρίσκεται αντιμέτωπη με τη λεγόμενη «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος», δηλαδή με το τέλος ενός αναπτυξιακού μοντέλου από το οποίο ψάχνει να απομακρυνθεί, το 3% είναι προβληματικό.

Αυτό που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι στην πρόσφατη ομιλία του Σι Τζιπίνγκ είδαμε να κυριαρχούν οι λέξεις σταθερότητα και ασφάλεια, χωρίς καμία αναφορά σε συγκεκριμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις», σημειώνει ο κ. Τσιμώνης.

Η αλήθεια είναι ότι η κρίση στην Κίνα έχει μετατραπεί σε κανονικότητα. Μπορεί να δούμε το Πεκίνο να ψάχνει διέξοδο από τα οικονομικά του αδιέξοδα μέσα από μια στρατιωτική περιπέτεια; «Δύσκολα. Κι αυτό γιατί γνωρίζει ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι Κινέζοι θα βρουν μπροστά τους τα αμερικανικά στρατεύματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι το καθεστώς δεν θα ήθελε να κατακτήσει την Ταϊβάν και να ηγεμονεύσει στην περιοχή. Αλλά για να το πετύχει αυτό, πρέπει πρώτα να «εκτοπίσει» την αμερικανική παρουσία, πέραν της περιφέρειας της».

Είναι ο Σι Τζιπίνγκ ο νέος Μάο;

Όλα αυτά δεν απασχολούν τους συνέδρους στο 20ο Συνέδριο ου Κομμουνιστικού Κόμματος που ολοκληρώνεται στα τέλη της εβδομάδας. Το βλέμμα βρίσκεται στραμμένο στο κόμμα, στις αλλαγές κορυφαίων ηγετικών προσώπων και φυσικά στον Σι Τζιπίνγκ, τον οποίο ξένα μέσα συγκρίνουν με τον Μάο, ίσως και επειδή είναι τόσο απροκάλυπτη η προσωπολατρεία του. Η σύγκριση βρίσκει αντίθετο τον κ. Τσιμώνη.

«Ο Μάο έβλεπε το κόμμα ως όχημα, προκειμένου να επιβάλει τις ιδέες του, πολλές εκ των οποίων αλλοπρόσαλες. Ο Σι Τζιπίνγκ αντίθετα, είναι κομμάτι του οχήματος. Πιστεύει στον εσωτερικό ρόλο του κόμματος, προκειμένου να ενισχύσει την εσωτερική ασφάλεια, την ευημερία και να αναδείξει την Κίνα στο παγκόσμιο στερέωμα», όπως λέει ο καθηγητής στο King’s College London.

Και εξηγεί ότι σε αυτό, έπαιξε ρόλο ότι ο πανίσχυρος σήμερα ηγέτης της Κίνας μεγάλωσε στις δεκαετίες του ’60 και του ΄70, βλέποντας τον πατέρα του να υποφέρει εν μέσω της Πολιτιστικής Επανάστασης (εξορίες, κλπ) και τη μεγαλύτερη του αδελφή του να εξωθείται στην αυτοκτονία. Έζησε δηλαδή μέσα στην οικογένειά του τις επιπτώσεις της αναρχίας που είχε προκαλέσει ο Μάο με την Πολιτιστική Επανάσταση. Το επόμενο «τραύμα», ήταν όταν στη δεκαετία του ’80, βίωσε τις κοινωνικές αναταραχές - απόρροια των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ Σιαοπίνγκ και την παρ’ ολίγον κατάρρευση το καλοκαίρι του ’89 του ίδιου του καθεστώτος.

Όταν κατά τη δεκαετία του 2000, άρχισε να ξεχωρίζει ως ένας φέρελπις ηγέτης, ήταν ανάμεσα σε εκείνα τα κομματικά στελέχη που εξέφραζαν την αγωνία ότι ταυτόχρονα με τη θεαματική ανάπτυξη της Κίνας, αρχίζει να χάνεται και ο έλεγχος.

Πίστεψε επομένως ότι η λύση στο πρόβλημα είναι ο συγκεντρωτισμός και ότι μόνο με την απόλυτη συγκέντρωση των εξουσιών θα καταστεί δυνατό το Κόμμα να παραμείνει στην εξουσία και η Κίνα να γίνει υπερδύναμη. Με αυτό το αφήγημα και προκειμένου φυσικά να παραμείνει στην εξουσία, κάποιοι λένε εφ’ όρου ζωής, κατάργησε τον κανόνα που είχε θεσπιστεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 για δύο θητείες των κινέζων προέδρων - με την επανεκλογή του στο συνέδριο του ΚΚ Κίνας ξεκινά η τρίτη του θητεία.

Από τις πιο στυγνές δικτατορίες

Πριν τον Σι Τζιπίνγκ, ακόμη και οι αντιφρονούντες είχαν ένα μικρό περιθώριο να εκφραστούν. Η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είχε τη σημερινή έκταση. Ούτε υπήρχε η συστηματική προσπάθεια του Πεκίνου να καταστρέψει την ταυτότητα των 11,5 εκατομμυρίων Ουιγούρων της Σιντζιάνγκ μέσω της de facto απαγόρευσης της γλώσσας, της κουλτούρας και της θρησκείας τους, μέσω υποχρεωτικών στειρώσεων και χωρισμού των οικογενειών, μέσω καταναγκαστικής εργασίας και εγκλεισμού στα εκατοντάδες στρατόπεδα «πολιτικής αναμόρφωσης» και ενός συστήματος παρακολούθησης με την τελευταία λέξη της υψηλής τεχνολογίας.

«Η ατομικότητα όμως πλέον πνίγεται. Επί Σι Τζιπίνγκ, η Κίνα κυνηγά από το 2014 δικηγόρους, ακτιβιστές, μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, μειονότητες. Πλέον, η Κίνα βιώνει μια από τις σκληρές μορφές δικτατορίας από την εποχή του Μάο και αποτελεί μια από τις πιο ισχυρές δικτατορίες του πλανήτη», λέει ο Κ.Τσιμώνης.

Η Ρωσία πελάτης της Κίνας;

Τα πράγματα αντιστρέφονται ραγδαία όσον αφορά τις σχέσεις Μόσχας -Πεκίνου. Εκεί που στην δεκαετία του '60 μιλούσαμε για τον «μεγάλο αδελφό», δηλαδή τη Ρωσια και τον «μικρό αδελφό» δηλαδή τη Κίνα, η εικόνα έχει αντιστραφεί. Εκείνο που πρέπει να εκμεταλλευτεί η Δύση είναι ότι αλλάζει το καθεστώς επικυριαρχίας στην Κεντρική Ασία.

Ενώ οι στρατιωτικές αναφορές της Ρωσίας είναι πολύ σημαντικές, η Κίνα αποκτά μεγαλύτερη επιρροή στην οικονομία της Κεντρική Ασίας. Κατά τον συνομιλητή μας, «η Κίνα θα κερδίσει στην σχέση της με τη Ρωσία, ως αποτέλεσμα του πολέμου. Διαμορφώνονται προυποθέσεις, με τη Μόσχα σε ρόλο ενός πολύ εξαρτημένου πελάτη του Πεκίνου, το οποίο τις αποσπά σταδιακά και όλες τις γύρω αγορές».  

Η εξάρτηση της Δύσης 

Το ερώτημα τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για να μην της συμβεί ό,τι έπαθε με τον Πούτιν και τα ορυκτά καύσιμα. Η μαγική λέξη παντού στην Δύση ως προς την Κίνα είναι πλέον κανόνες και ρύθμιση. Ο συνομιλητής μας φέρνει ως παράδειγμα τη Βρετανία, η οποία ανακοίνωσε προχθες ότι θα λάβει αποφασιστικά μέτρα για να σταματήσει τη συστηματική προσπάθεια να στρατολογηθούν μέσω ιδιωτικών εταιριων εν αποστρατεία πιλότοι της RAF για να εκπαιδεύσουν πιλότους της στρατιωτικής αεροπορίας της Κίνας.

Είχε στηθεί μια συστηματική προσπάθεια στρατολόγησης πρώην και εν ενεργεία πιλότων της RAF, αλλά και της Αεροπορίας Στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού, για να εκπαιδεύσουν κινέζους χειριστές. Εκτιμάται ότι μέχρι σήμερα, τουλάχιστον 30 βρετανοί χειριστές έχουν εκπαιδεύσει πιλότους της κινεζικής Πολεμικής Αεροπορίας έναντι γενναίας αποζημίωσης. Η στρατολόγηση δεν αφορά μόνο πρώην και νυν στελέχη.  Το υπουργείο Άμυνας προειδοποίησε στους πιλότους να αρνούνται τις κινεζικές προσφορές. Η νέα λογική είναι ότι η Δύση βάζει πλέον κάθε οικονομική της σχέση με τη Κίνα στο μικροσκόπιο και παρεμβαίνει εκεί που ενδεχομένως μπορεί να προκύψει κίνδυνος στο μέλλον.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη