Έπειτα από μήνες μεθοδικής και επιδέξιας συντήρησης της συζήτησης γύρω από πιθανή υποψηφιότητά του για τον Λευκό Οίκο το 2028, ο Ντόναλντ Τραμπ αναγνωρίζει ότι το Σύνταγμα απαγορεύει τρίτη θητεία - ωστόσο η σεναριολογία επιμένει. Την ίδια στιγμή, στο «στρατόπεδο» των Δημοκρατικών αρχίζει να διαμορφώνεται έντονο προεκλογικό παρασκήνιο, με τον κυβερνήτη της Καλιφόρνια, Γκάβιν Νιούσομ, να παίρνει θέση μάχης.
Κιόλας από την πρώτη στιγμή της επιστροφής του στον Λευκό Οίκο μετά τη νίκη έναντι τις Κάμαλα Χάρις στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2024, ο Τραμπ έχει δείξει ότι δεν προτίθεται να «τελειώσει» με την πολιτική μετά το πέρας της τρέχουσας θητείας του, με τις αναφορές του να αφήνουν αρκετό χώρο για ερμηνείες. Χαρακτηριστική, η συνέντευξή του στο δίκτυο NBC, τον Μάρτιο, όταν δήλωνε πως «πολλοί θα ήθελαν να το κάνω» (σ.σ. να διεκδικήσει τρίτη θητεία) για να προσθέσει με νόημα, ότι «υπάρχουν τρόποι».
Η αμφίσημη αυτή διατύπωση πυροδότησε κύμα αντιδράσεων, καθώς θεωρήθηκε ότι υπονοεί την ύπαρξη κάποιας νομικής ή πολιτικής «διόδου» για την υπέρβαση της 22ης Τροπολογίας, η οποία προβλέπει ότι «κανένα άτομο δεν δύναται να εκλεγεί στο αξίωμα του Προέδρου περισσότερες από δύο φορές». Το ενδεχόμενο μίας «παράκαμψης» έχει απορριφθεί από τη συντριπτική πλειονότητα των συνταγματολόγων, χωρίς όμως αυτό να αποδεικνύεται αρκετό για να φρενάρει τη σχετική φημολογία που δεν κόπασε ούτε αφότου ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ φάνηκε να αναγνωρίζει για πρώτη φορά ότι βάσει του Συντάγματος δεν μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη θητεία.
«Με βάση όσα έχω διαβάσει, υποθέτω ότι δεν μου επιτρέπεται να είμαι υποψήφιος. Οπότε, θα δούμε τι θα γίνει», είπε μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στους δημοσιογράφους ο Αμερικανός πρόεδρος. Είχε προηγηθεί η δήλωση του προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Μάικ Τζόνσον, ότι δεν υπάρχει τρόπος να παρακαμφθεί ο περιορισμός των δύο θητειών που προβλέπει το Σύνταγμα.
Ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εν τω μεταξύ φανεί να κλείνει και τη μακρά συζήτηση γύρω από το λεγόμενο «παράθυρο της αντιπροεδρίας», θεωρία που προωθούσαν ορισμένοι υποστηρικτές του, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος θα μπορούσε να διεκδικήσει τη θέση του αντιπροέδρου και, κατόπιν παραίτησης του εκλεγμένου προέδρου, να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. «Θα μπορούσα να το κάνω, αλλά δεν θα το έκανα, επειδή δεν είναι αυτό που πρέπει», ανέφερε ο Τραμπ, χαρακτηρίζοντας τη σκέψη υπερβολικά… ευρηματική έως πονηρή και λέγοντας ότι δεν θα άρεσε στους Αμερικανούς.
Η υπόθεση της αντιπροεδρίας έχει χαρακτηριστεί «νομικά αβάσιμη» από τους περισσότερους ειδικούς. H 22η Τροπολογία δεν αναφέρεται ρητά στις προϋποθέσεις εκλογής του αντιπροέδρου και εκεί «πατάνε» όσοι προκρίνουν τη σχετική «λύση» για τον Τραμπ. Όμως, η 12η Τροπολογία είναι σαφής: «Κανένα πρόσωπο, το οποίο, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν πληροί τις συνταγματικές προϋποθέσεις για την ανάληψη του αξιώματος του Προέδρου, δεν είναι επιλέξιμο για το αξίωμα του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών». Με άλλα λόγια, όποιος έχει ήδη συμπληρώσει δύο προεδρικές θητείες, συνεχόμενες ή μη, δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τη θέση του αντιπροέδρου.
Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ δείχνει να μην ενδιαφέρεται τόσο για τις νομικές «λεπτομέρειες» όσο για το πολιτικό μήνυμα. «Έχω τα υψηλότερα ποσοστά που είχε ποτέ Ρεπουμπλικανός πρόεδρος», δήλωσε πρόσφατα στο TIME, υπαινισσόμενος ότι το κύμα υποστήριξης που τον περιβάλλει μπορεί να αποτελέσει τη βάση για «κάτι παραπάνω» από μια απλή εκλογική θητεία.
Ο στενός του σύμβουλος και ιδεολογικός συνοδοιπόρος, Στιβ Μπάνον, έχει πάει ακόμα πιο μακριά, δηλώνοντας πως «ο Τραμπ θα είναι πρόεδρος το '28 - και ο κόσμος απλά πρέπει να το αποδεχθεί». Οι δηλώσεις αυτές μπορεί να μοιάζουν υπερβολικές, όμως εντάσσονται σε μια ευρύτερη αφήγηση που ο Τραμπ καλλιεργεί σταθερά: ότι εκπροσωπεί τη «θέληση του λαού» απέναντι σε ένα «διεφθαρμένο κατεστημένο». Οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν ότι πάνω από το 70% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων θα τον υποστήριζαν «αν υπήρχε τρόπος να είναι ξανά υποψήφιος».
Εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η παρουσία του Τραμπ λειτουργεί αποτρεπτικά για οποιονδήποτε πιθανό διάδοχο. Παρόλα αυτά, ο ίδιος έχει «δείξει» στελέχη που θεωρεί ικανά για την επόμενη ημέρα. Ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο συγκαταλέγονται στους πολιτικούς που ο Τραμπ έχει επαινέσει δημοσίως, χαρακτηρίζοντάς τους «εξαιρετικούς» και «με προοπτική για το 2028». Κύκλοι του Λευκού Οίκου αφήνουν να εννοηθεί ότι ο Τραμπ βλέπει στον Βανς τον «πολιτικό του κληρονόμο», αν και δεν αποκλείεται να επιχειρήσει να διατηρήσει ρόλο «επιτηρητή» ή «καθοδηγητή» του κόμματος, ακόμη και χωρίς επίσημη υποψηφιότητα.
Ενώ η πλευρά των Ρεπουμπλικανών κινείται γύρω από τα σενάρια μιας «παράτασης» της εποχής Τραμπ, οι Δημοκρατικοί ετοιμάζονται για την επόμενη μέρα. Ο κυβερνήτης της Καλιφόρνια, Γκάβιν Νιούσομ, επιβεβαίωσε δημόσια μέσα από τη συχνότητα του CBS ότι θα εξετάσει σοβαρά την προοπτική μιας υποψηφιότητας για το 2028, διευκρινίζοντας ότι θα λάβει την τελική απόφαση μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για την προεδρία άφησε ανοιχτό και η Κάμαλα Χάρις, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «δεν έχει τελειώσει» με την πολιτική της πορεία σε συνέντευξη που παραχώρησε στο BBC. Στην τέως αντιπρόεδρο παρέδωσε αποσυρόμενος ο Τζο Μπάιντεν το «δαχτυλίδι» για να δώσει τη μάχη έναντι του Τραμπ στις περυσινές προεδρικές εκλογές, σε μία αναμέτρηση που κατέληξε σε βαριά ήττα την οποία δεν έχει έως και σήμερα διαχειριστεί το Δημοκρατικό Κόμμα.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της San Francisco Chronicle, ο Γκάβιν Νιούσομ προηγείται οριακά στην πρόθεση στήριξης μεταξύ Δημοκρατικών ψηφοφόρων με 21%, ενώ η Χάρις συγκεντρώνει 19% και η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ ακολουθεί με 12%. Τα ποσοστά αυτά δείχνουν μια παράταξη σε αναζήτηση κατεύθυνσης. Ο Γκάβιν Νιούσομ θεωρείται ο πιο ισχυρός εν ενεργεία κυβερνήτης των Δημοκρατικών, ενώ παρότι η Κάμαλα Χάρις παραμένει αμφιλεγόμενη στο εσωτερικό του κόμματος, διατηρεί τη διεθνή αναγνωρισιμότητα και τη θεσμική εμπειρία του αξιώματός της. Οι δύο τους, Νιούσομ και Χάρις, είναι πιθανό να συγκρουστούν για την ηγεμονία στο κόμμα, καθώς εκφράζουν διαφορετικά ρεύματα: ο πρώτος το τεχνοκρατικό και προοδευτικό, η δεύτερη το θεσμικό και κοινωνικά φιλελεύθερο.
Το σκηνικό θα αρχίσει να αποκρυσταλλώνεται μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026, οι οποίες θα αποτελέσουν βαρόμετρο όχι μόνο για τη δύναμη των κομμάτων στο Κογκρέσο, αλλά και για το πολιτικό κλίμα της χώρας. Αν οι Δημοκρατικοί κατορθώσουν να ανακτήσουν έδρες και επιρροή, θα ενθαρρυνθεί ένα αφήγημα επανεκκίνησης και θα ενισχυθεί η προοπτική μιας υποψηφιότητας που θα σηματοδοτεί «νέα αρχή». Αν όμως οι Ρεπουμπλικανοί διατηρήσουν ή αυξήσουν τη δύναμή τους, η πολιτική σκιά του Τραμπ θα παραμείνει κυρίαρχη και ίσως οδηγήσει σε νέες θεσμικές εντάσεις.
Η πιθανότητα να επιχειρηθεί οποιαδήποτε μορφή παράκαμψης του Συντάγματος έχει προκαλέσει ανησυχία σε νομικούς και αναλυτές. Ο καθηγητής Αζίζ Χακ από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο σημειώνει ότι «το ερώτημα δεν είναι τι επιτρέπει ο νόμος, αλλά ποιος θα υπερασπιστεί τον νόμο όταν δοκιμαστεί».
Αναλυτές εκτιμούν πως καθ’ οδόν προς το 2028, ακόμη και χωρίς υποψηφιότητα, ο Τραμπ θα επιδιώξει να λειτουργήσει ως «εξ αποστάσεως ρυθμιστής» της πολιτικής ζωής, διατηρώντας την ατζέντα του στο επίκεντρο. Ακόμη κι αν δεν μπορεί τυπικά να είναι ξανά υποψήφιος, παραμένει ο ισχυρότερος πόλος έλξης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και η κυρίαρχη μορφή στη δημόσια σφαίρα. Από την άλλη πλευρά, οι Δημοκρατικοί βρίσκονται σε μία διαρκή αναζήτηση της νέας ταυτότητας και του ηγέτη που θα μπορέσει να ενώσει ένα κόμμα κουρασμένο από τις εσωτερικές διαμάχες και τις ήττες.
Αν και ακόμη είναι πολύ νωρίς για προβλέψεις, στον ορίζοντα διαφαίνεται μία μετωπική των Γκάβιν Νιούσομ και Τζέι Ντι Βανς στις κάλπες του 2028. Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων έχουν ήδη αρχίσει να διερευνούν τις προθέσεις των ψηφοφόρων στις αμερικανικές πολιτείες και ένα από τα πλέον απρόσμενα ευρήματα έχει προέλθει μέχρι στιγμής από μέτρηση της SoCal Strategies που δείχνει ότι στο παραδοσιακό «μπλε» προπύργιο του Νιου Τζέρζι ο Τζέι Ντι Βανς θα βρισκόταν μια ανάσα πίσω από τον Γκάβιν Νιούσομ σε μία υποθετική μονομαχία. Ο Νιούσομ προηγείτο στη δημοσκόπηση μόλις κατά μία ποσοστιαία μονάδα, με 43% έναντι 42% του Βανς - σημαντική διαφορά από τη νίκη της Κάμαλα Χάρις κατά έξι μονάδες στην πολιτεία το 2024, και εξαιρετικά χαμηλότερη από το προβάδισμα των 16 μονάδων του Τζο Μπάιντεν το 2020.
