Χωρίς εγκεκριμένο Προϋπολογισμό θα «ξυπνήσει» η Γαλλία την 1η Ιανουαρίου 2026, σε μια θεσμικά γνώριμη αλλά πολιτικά εύθραυστη συνθήκη, που αποτυπώνει την αδυναμία του πολιτικού συστήματος να παραγάγει συμβιβασμούς σε μία βαθιά κατακερματισμένη Εθνοσυνέλευση.
Η κυβέρνηση επέλεξε, για δεύτερη φορά μέσα σε έναν χρόνο, την οδό του λεγόμενου «ειδικού νόμου», ενός μεταβατικού μηχανισμού που επιτρέπει τη συνέχιση της κάλυψης των αναγκών του κράτους και αποτρέπει ένα αμερικανικού τύπου «shutdown», χωρίς όμως να απαντά στα ανοιχτά ερωτήματα του ελλείμματος, των προτεραιοτήτων και της πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Πρόκειται για μια λύση ανάγκης που παγώνει τις ισορροπίες, μεταθέτει τις δύσκολες αποφάσεις και καθιστά τον Ιανουάριο μήνα κρίσιμων πολιτικών επιλογών.
Ο ειδικός νόμος μεταφέρει αυτομάτως βασικά στοιχεία του ισχύοντος Προϋπολογισμού στο νέο οικονομικό έτος. Οι δαπάνες παραμένουν στα επίπεδα του 2025, οι υφιστάμενοι φόροι συνεχίζουν να εισπράττονται και το κράτος διατηρεί τη δυνατότητα δανεισμού από τις αγορές. Ταυτόχρονα, όμως, αναστέλλεται κάθε νέα δημοσιονομική πρωτοβουλία: δεν προβλέπεται αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας με βάση τον πληθωρισμό, παγώνει η δημιουργία νέων θέσεων στο Δημόσιο και καθυστερεί η υλοποίηση πολιτικά ευαίσθητων δεσμεύσεων. Μεταξύ αυτών, και η προαναγγελθείσα αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 6,7 δισ. ευρώ, εκτός εάν προκύψει ειδική πολιτική συμφωνία.
Η κυβέρνηση Λεκορνί υποστηρίζει ότι πρόκειται για καθαρά τεχνική λύση. Ωστόσο, όπως μεταδίδει ο γαλλικός Monde, στο εσωτερικό του υπουργικού συμβουλίου η εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη. «Ένας ειδικός νόμος δεν είναι Προϋπολογισμός», φέρεται να δήλωσε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν σε κλειστή συνεδρίαση, προσθέτοντας ότι «δεν επιλύει τα προβλήματα του ελλείμματος και, αντίθετα, δημιουργεί ζητήματα ως προς τις προτεραιότητες της χώρας». Ο ίδιος χαρακτήρισε την κατάσταση «μη ικανοποιητική» και τόνισε ότι «θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν, μέσα στον Ιανουάριο, να δώσουμε στο έθνος έναν προϋπολογισμό», ο οποίος θα σέβεται τον στόχο του 5% για το έλλειμμα και θα χρηματοδοτεί τις βασικές πολιτικές επιλογές.
Η προσφυγή στον ειδικό νόμο ακολούθησε την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τον Προϋπολογισμό του 2026. Η Εθνοσυνέλευση, χωρίς σταθερή πλειοψηφία, και η Γερουσία, όπου κυριαρχεί η δεξιά, δεν κατόρθωσαν να καταλήξουν σε κοινό κείμενο. Η σύγκρουση των πολιτικών γραμμών παραμένει ανοιχτή: το Σοσιαλιστικό Κόμμα επιμένει στην ανάγκη αυξημένης φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων και της περιουσίας, ενώ το κεντροδεξιό και δεξιό μπλοκ ζητά περικοπές δαπανών. Σε αντίθεση με τον προϋπολογισμό της κοινωνικής ασφάλισης, όπου είχε επιτευχθεί συμφωνία με αντάλλαγμα το «πάγωμα» της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης-ορόσημο του Μακρόν, στο πεδίο του κρατικού Προϋπολογισμού δεν διαμορφώθηκε κοινό έδαφος.
Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί επιχείρησε μέχρι την τελευταία στιγμή να κρατήσει ανοιχτό τον δίαυλο των διαβουλεύσεων. Δέχθηκε διαδοχικά τους επικεφαλής των κοινοβουλευτικών ομάδων πλην της Άκρας Δεξιάς, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και το προεδρικό κεντρώο μπλοκ έως τους Οικολόγους, το Κομμουνιστικό Κόμμα και τους Ρεπουμπλικανούς. «Προσπαθούμε να δούμε αν υπάρχει δρόμος προς τα εμπρός», δήλωσε ο επικεφαλής των Σοσιαλιστών στην Εθνοσυνέλευση, Μπορίς Βαλό, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχουν «πολλά σημεία που πρέπει επειγόντως να επανεξεταστούν», ιδίως στους προϋπολογισμούς για την παιδεία, την απασχόληση, τα υπερπόντια εδάφη και τις τοπικές αρχές.
Παρά τις επαφές, οι πιθανότητες ενός συμβιβασμού με την Αριστερά δείχνει απίθανος. Η πρόταση για έναν νέο φόρο μεγάλης περιουσίας, εμπνευσμένο από τις ιδέες του οικονομολόγου Γκαμπριέλ Ζουκμάν, έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί, αλλά Σοσιαλιστές, Κομμουνιστικό Κόμμα και Πράσινοι εξακολουθούν να πιέζουν για δαπάνες στην κοινωνική πολιτική και το περιβάλλον. Στο δεξιό στρατόπεδο, οι Ρεπουμπλικανοί ζητούν περιορισμό των δαπανών και αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Και στη μέση βρίσκεται το κεντρώο μπλοκ του Μακρόν.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, επανέρχεται στο προσκήνιο η λεγόμενη «πυρηνική επιλογή», το Άρθρο 49.3 του Συντάγματος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να περάσει νομοσχέδιο χωρίς ψηφοφορία, εκτός εάν ανατραπεί με πρόταση μομφής. Η συζήτηση για την ενεργοποίησή του διατρέχει όλες τις πολιτικές πτέρυγες. Στους κόλπους του Σοσιαλιστικού Κόμματος φέρεται να εξετάζεται το ενδεχόμενο μιας συμφωνίας με την κυβέρνηση, βάσει της οποίας οι Σοσιαλιστές δεν θα υπερψηφίσουν πρόταση μομφής σε περίπτωση προσφυγής στο 49.3, υπό την προϋπόθεση συγκεκριμένων παραχωρήσεων. Οι Οικολόγοι, αντίθετα, έχουν ξεκαθαρίσει ότι θα στηρίξουν οποιαδήποτε πρόταση δυσπιστίας. Στο προεδρικό στρατόπεδο, πολλοί θεωρούν ότι η χρήση του άρθρου είναι αναπόφευκτη αν οι διαπραγματεύσεις βαλτώσουν.
Εναλλακτικά σενάρια, όπως η υιοθέτηση του προϋπολογισμού μέσω κυβερνητικών διαταγμάτων (ordonnances), συζητούνται αλλά συναντούν αντιστάσεις, τόσο πολιτικές όσο και θεσμικές. Ο πρωθυπουργός Σεμπαστιάν Λεκορνί έχει απορρίψει την ιδέα μιας λύσης που θα ερμηνευόταν ως παράκαμψη της Εθνοσυνέλευσης, ιδίως εν μέσω εορταστικής περιόδου, ενώ και το Μέγαρο των Ηλυσίων φέρεται επιφυλακτικό απέναντι στον κίνδυνο νέας θεσμικής έντασης.
Ο ειδικός νόμος, αν και παρουσιάζεται ως ουδέτερο «δίχτυ ασφαλείας», έχει σαφείς δημοσιονομικές συνέπειες. Εάν το πάγωμα των δαπανών διατηρηθεί για μεγάλο μέρος του έτους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξοικονόμηση περίπου 20 δισ. ευρώ. Ταυτόχρονα, όμως δεν λαμβάνει υπόψη τη δυναμική των υποχρεωτικών δαπανών, όπως οι τόκοι του χρέους και οι μισθοί στο Δημόσιο, γεγονός που καθιστά τη μακροχρόνια εφαρμογή του μη ρεαλιστική.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις μετατίθενται για τον Ιανουάριο, το πολιτικό κόστος και τα εκλογικά ημερολόγια βαραίνουν τις αποφάσεις. Οι δημοτικές εκλογές του Μαρτίου προσθέτουν έναν ακόμη παράγοντα πίεσης, ιδίως για το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη διαφοροποίησης από τον Εμανουέλ Μακρόν και στον φόβο ότι θα κατηγορηθεί για θεσμική ανευθυνότητα. Για την κυβέρνηση, η προτεραιότητα παραμένει η αποφυγή μιας πρότασης μομφής και η διατήρηση στοιχειώδους σταθερότητας, ακόμη και αν αυτό σημαίνει περιορισμό των δημοσιονομικών και μεταρρυθμιστικών της σχεδίων.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ειδικός νόμος λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτης της πολιτικής αδυναμίας παρά ως λύση. Η Γαλλία εισέρχεται στο νέο έτος με τα βασικά της μεγέθη σε αναμονή και με το βάρος των αποφάσεων να μετατίθεται χρονικά, σε μια διαδικασία που δοκιμάζει τα όρια της Πέμπτης Δημοκρατίας και προαναγγέλλει έναν «θερμό» χειμώνα.
