Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε λάθος όταν αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα μηνύματα που αντάλλαξε η πρόεδρος Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της Pfizer, Άλμπερτ Μπουρλά, στην κορύφωση της πανδημίας COVID-19, έκρινε την Τετάρτη (14/05) το Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ.
Όπως αναφέρει το Politico, δημοσιογράφοι είχαν ζητήσει πρόσβαση στα επίμαχα μηνύματα, τα οποία φέρεται να αντάλλαξαν οι δύο πλευρές πριν από την υπογραφή μιας συμφωνίας-μαμούθ, ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ, για την προμήθεια εμβολίων κατά του κορονοϊού από την Pfizer στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η απόφαση αναμένεται να έχει ευρείες επιπτώσεις στη διαφάνεια και τη λογοδοσία εντός της ΕΕ, ενώ συνιστά σοβαρό πλήγμα για την εικόνα της φον ντερ Λάιεν.
Σε ανακοίνωσή του, το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε πως η Επιτροπή «δεν εξήγησε με πειστικό τρόπο γιατί θεώρησε ότι τα μηνύματα κειμένου που ανταλλάχθηκαν στο πλαίσιο της προμήθειας εμβολίων κατά της COVID-19 δεν περιείχαν σημαντικές πληροφορίες ή πληροφορίες που θα έπρεπε να έχουν καταγραφεί και διατηρηθεί».
Η ύπαρξη των μηνυμάτων — την οποία αρχικά η Επιτροπή δεν επιβεβαίωνε — αποκαλύφθηκε από την ίδια τη φον ντερ Λάιεν σε συνέντευξή της στους New York Times το 2021.
Ωστόσο, κατά την ακροαματική διαδικασία στο Λουξεμβούργο το 2023, η Κομισιόν υποστήριξε ότι το περιεχόμενο των μηνυμάτων δεν ήταν αρκετά «σημαντικό» ώστε να χαρακτηριστεί ως έγγραφο, και επομένως δεν καταγράφηκε ούτε ήταν διαθέσιμο προς δημοσιοποίηση.
Το Δικαστήριο απάντησε εμφατικά, τονίζοντας ότι «η Επιτροπή δεν μπορεί απλώς να ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτει τα ζητούμενα έγγραφα, αλλά οφείλει να παρέχει αξιόπιστες εξηγήσεις που να επιτρέπουν στο κοινό και στο Δικαστήριο να κατανοήσουν για ποιο λόγο τα έγγραφα αυτά δεν είναι διαθέσιμα».
Δικαιώνονται οι New York Times
Παράλληλα, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει τα εξής: «Σκοπός του κανονισμού για την πρόσβαση στα έγγραφα είναι να προσδώσει όσο το δυνατόν πληρέστερη πρακτική ισχύ στο δικαίωμα πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων. Επομένως, κατά γενικό κανόνα, θα πρέπει να παρέχεται στο κοινό πρόσβαση σε όλα τα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Ωστόσο, όταν ένα θεσμικό όργανο δηλώνει, απαντώντας σε αίτηση πρόσβασης, ότι ένα έγγραφο δεν υπάρχει, τεκμαίρεται η μη ύπαρξη του εγγράφου, σύμφωνα με το τεκμήριο αλήθειας που ισχύει για τη δήλωση αυτή. Πάντως, το εν λόγω τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί βάσει κρίσιμων και συγκλινόντων στοιχείων που προσκομίζει ο αιτών».
Στην προκειμένη περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι «οι απαντήσεις της Επιτροπής ως προς τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας στηρίζονται είτε σε εικασίες είτε σε μεταβαλλόμενες ή ανακριβείς πληροφορίες».
Αντιθέτως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δημοσιογράφος Μ. Στεβή και η εφημερίδα The New York Times προσκόμισαν κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία τα οποία περιγράφουν την ύπαρξη επαφών, ιδίως υπό τη μορφή γραπτών μηνυμάτων, μεταξύ της Προέδρου της Επιτροπής και του διευθύνοντος συμβούλου της Pfizer στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής αγοράς εμβολίων από την εταιρία αυτή κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Επομένως, κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο περί μη ύπαρξης και μη κατοχής των ζητηθέντων εγγράφων.
Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι δεν έχει στην κατοχή της τα ζητηθέντα έγγραφα, αλλά πρέπει να παράσχει πειστικές εξηγήσεις βάσει των οποίων το κοινό και το Γενικό Δικαστήριο να έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν γιατί δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των εγγράφων αυτών.
Η Επιτροπή δεν εξήγησε λεπτομερώς τι είδους αναζητήσεις πραγματοποίησε για να εντοπίσει τα εν λόγω έγγραφα ούτε σε ποιους χώρους διεξήγαγε τις αναζητήσεις αυτές.
Ως εκ τούτου, δεν παρέσχε πειστική εξήγηση για να δικαιολογήσει τη μη κατοχή των ζητηθέντων εγγράφων.
Επιπλέον, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε επαρκώς αν τα ζητηθέντα γραπτά μηνύματα είχαν διαγραφεί και, εφόσον είχαν διαγραφεί, αν η διαγραφή είχε γίνει οικειοθελώς ή αυτομάτως, ή αν το κινητό τηλέφωνο της Προέδρου είχε εν τω μεταξύ αντικατασταθεί.