Το Βέλγιο του Νότου
Shutterstock
Shutterstock
Λαϊκισμός

Το Βέλγιο του Νότου

Στον απόηχο των έντονων εντυπώσεων που προκάλεσε η σύλληψη στο Βέλγιο της Εύας Καϊλή και των λοιπών κατηγορουμένων στην υπόθεση Qatargate, πρώτος ο εγχώριος λαϊκισμός έσπευσε να διατυπώσει το αίτημα να γίνουμε κι εμείς ένα «Βέλγιο του Νότου». 

Στην αντίληψη αυτή, το «Βέλγιο» κατανοείται και περιγράφεται σαν ένα «ιδανικό σύστημα», στο οποίο «οι διεφθαρμένοι οδηγούνται συνοπτικά στα κάγκελα». Ή αλλιώς, σαν ένα προηγμένο υπαρκτό υπόδειγμα του δόγματος «να κλείσουμε πέντ' - έξι στη φυλακή».

Η αλήθεια είναι, ότι έχουμε πράγματι πολλά να κερδίσουμε αν πάρουμε διδάγματα από τον τρόπο που λειτούργησαν στην υπόθεση αυτή οι θεσμικές αρχές του Βελγίου. Όχι γιατί δήθεν περιγράφει ένα τέτοιο «υπόδειγμα». Αλλά γιατί περιγράφει ακριβώς το αντίθετό του.

Μερικά παραδείγματα:

1. Στη χώρα μας είμαστε εξοικειωμένοι με την εικόνα οι κρατούμενοι κατά τις μεταγωγές τους να σύρονται δεμένοι μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, εκτεθειμένοι σε διαπομπεύσεις και αποδοκιμασίες που προορίζονται να χρησιμεύσουν (και) ως καλές λεζάντες στα σχετικά πρωτοσέλιδα. Στο Βέλγιο, σε μια υπόθεση με εμπλεκομένα επώνυμα πρόσωπα και με τεράστιο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, δεν είδαμε ούτε μισή φωτογραφία από μεταγωγή κρατουμένου. Με δεκάδες ρεπόρτερ να συνωστίζονται στην είσοδο του δικαστικού μεγάρου στο οποίο έγιναν οι ακροάσεις, οι βελγικές αρχές σε όλες τις περιπτώσεις προστάτευσαν στο ακέραιο την εικόνα και την αξιοπρέπεια των κατηγορουμένων όσο βρίσκονται στα χέρια τους.

2. Στη χώρα μας, κι ενώ ο κανόνας είναι η μυστικότητα της ανάκρισης, είμαστε εξοικειωμένοι με το να δημοσιεύονται έγγραφα δικογραφιών σε τηλεοπτικές εκπομπές και ιστοσελίδες. Στο Βέλγιο, παρά το μεγάλο διεθνές ενδιαφέρον της υπόθεσης, κάτι τέτοιο δεν συνέβη. To αντίθετο: Η μετάδοση σε ξένα μέσα ανεπιβεβαίωτων διαρροών με στοιχεία της ανάκρισης (transcripts καταθέσεων κατηγορουμένων) προκάλεσε αυτεπάγγελτη έρευνα των βελγικών δικαστικών αρχών. Ενώ στους νομικούς κύκλους των Βρυξελλών, το γεγονός αυτό χαρακτηρίστηκε πρωτοφανές.

3. Στη χώρα μας η κοινή γνώμη είναι εκπαιδευμένη να αναμένει ή και να αξιώνει την προφυλάκιση σαν sine qua non όρο απόδοσης δικαιοσύνης. Έχει διάρκεια 18 μηνών και κατά κανόνα η λήξη της συνδυάζεται με την απαγγελία (και έναρξη έκτισης) της πρωτόδικης ποινής. Στο Βέλγιο διαβάζουμε ότι η προφυλάκιση προβλέπεται και εφαρμόζεται ως αμιγώς δικαιοπροληπτικός θεσμός, που κατ' αρχήν αποβλέπει στην προστασία των σκοπών της ανάκρισης. Η προφυλάκιση απαγγέλλεται για διάστημα ενός μήνα, στο τέλος του οποίου εξετάζεται αυτεπάγγελτα, και ανάλογα με την πρόοδο της ανάκρισης, η αναγκαιότητα παράτασής της.

4. Στη χώρα μας είμαστε εξοικειωμένοι με φυλακές στις οποίες οι κρατούμενοι ζουν υπό άθλιες συνθήκες, ακόμη και υγιεινής. Το φαινόμενο όχι μόνον δεν ενοχλεί, αλλά αντίθετα σε μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης γίνεται αποδεκτό ότι η στέρηση της ελευθερίας δεν «λέει τίποτα» και ότι οι κακουχίες της φυλακής είναι το βασικό στοιχείο του κολασμού· κι αυτή η αντίληψη παραμένει, κι ας έχουμε πρόσφατη τη συλλογική εμπειρία του πολυτελούς μερικού περιορισμού στα σπίτια μας λόγω κορονοϊού, που έδωσε σε όλους μια γεύση της βαρύτητας του περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας. Στο Βέλγιο μας ξενίζει να διαβάζουμε ότι οι φυλακές είναι σύγχρονα συγκροτήματα, στα οποία οι μη επικίνδυνοι κρατούμενοι ζουν με όρους που διασφαλίζουν ένα minimum αξιοπρεπούς διαβίωσης.

5. Κι ένα τελευταίο: Στη χώρα μας είμαστε εξοικειωμένοι με κάθε λογής δημόσια καταγγελία ή πανηγυρική προαναγγελία ερευνών, που όταν εξαντληθεί η δημόσια «καύσιμη ύλη» τους αφήνουν πίσω τους μόνο μια γενικευμένη καχυποψία και αμφισβήτηση. Στο Βέλγιο μαθαίνουμε από τα δημοσιεύματα του Τύπου, ότι των συλλήψεων είχε προηγηθεί μια μακρά μυστική και συστηματική προκαταρκτική έρευνα, με τη χρήση κάθε νόμιμου εργαλείου, μεταξύ των οποίων και οι νόμιμες παρακολουθήσεις αξιωματούχων, ώστε η δημόσια απαγγελία κατηγορίας να γίνει στη βάση τεκμηριωμένων ενδείξεων και ευρημάτων.

Τα πέντε παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι θα ήταν πράγματι ένας ευγενής και σημαντικός στόχος, για την προαγωγή του θεσμικού και νομικού μας πολιτισμού, να γίνουμε κάποτε κι εμείς ένα «Βέλγιο του Νότου». Και το ερώτημα είναι αν έχουμε τη βούληση και τις θεσμικές και κοινωνικές εφεδρείες να το επιτύχουμε.

* Ο Κώστας Μίχος είναι δικηγόρος Αθηνών