Η νέα στρατηγική αμυντική αναθεώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου τονίζει την ανάγκη για αυξημένη ετοιμότητα έναντι νέων απειλών, επισημαίνοντας ότι η χώρα πρέπει να είναι έτοιμη να εμπλακεί σε πολεμικές συγκρούσεις είτε στην Ευρώπη είτε στον Ατλαντικό. Ωστόσο, δεν προβλέπει άμεσες αυξήσεις στο μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων.
Το 130σέλιδο έγγραφο προτείνει τη μετάβαση σε μια κατάσταση «ετοιμότητας για πόλεμο» για την αποτροπή της ρωσικής επιθετικότητας, την ενίσχυση των αποθεμάτων όπλων και υποστηρικτικού εξοπλισμού - ορισμένα από τα οποία επαρκούν μόλις για λίγες ημέρες σε περίπτωση κρίσης.
Ο πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ αναμένεται να παρουσιάσει την αναθεώρηση τη Δευτέρα, δηλώνοντας πως η προσπάθεια αυτή «θα διασφαλίσει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προκλήσεις» και ότι οι ένοπλες δυνάμεις θα διαθέτουν τον απαιτούμενο εξοπλισμό σε έναν «όλο και πιο ασταθή κόσμο».
Ωστόσο, δεν αναμένονται άμεσες δεσμεύσεις για πρόσθετες στρατιωτικές δαπάνες. Ο υπουργός Άμυνας, Τζον Χίλι, δήλωσε την Κυριακή ότι οποιοδήποτε σχέδιο αύξησης του μεγέθους του στρατού - ο οποίος έχει περιοριστεί στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 300 ετών - θα μετατεθεί για μετά τις επόμενες εκλογές.
Μιλώντας στο BBC, ο Χίλι αναγνώρισε ότι ο βρετανικός στρατός αντιμετωπίζει «15 χρόνια κρίσης στρατολόγησης και διατήρησης προσωπικού», με τη δύναμή του να έχει μειωθεί στους 70.860 στρατιώτες, κάτω από τον κυβερνητικό στόχο των 73.000.
Παραδέχτηκε επίσης πως, μέχρι στιγμής, οι Εργατικοί δεν έχουν καταφέρει να αναστρέψουν αυτή την τάση. «Έχουμε ακόμα περισσότερες αποχωρήσεις παρά νέες προσλήψεις», τόνισε.
Ο υπουργός ανέφερε πως ο στόχος για αύξηση του προσωπικού θα πρέπει να τεθεί στο επόμενο κοινοβούλιο, παραπέμποντας κάθε επέκταση για μετά τις εκλογές του 2029. Υπήρχαν πάντως πληροφορίες ότι εξεταζόταν αύξηση του στόχου στους 76.000 στρατιώτες - μια αλλαγή που εκτιμάται ότι θα κόστιζε έως και 2,5 δισ. λίρες για μισθούς, στέγαση και εξοπλισμό.
Παρότι η Ρωσία είναι απασχολημένη με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ειδικοί προειδοποιούν πως μια ενδεχόμενη εκεχειρία θα μπορούσε να επιτρέψει στη Μόσχα να ανασυνταχθεί και να απειλήσει άλλες χώρες στο ανατολικό άκρο του ΝΑΤΟ, αξιοποιώντας τη στρατιωτικοποιημένη της οικονομία και τον στρατό των άνω των 600.000 ανδρών.
Η τριμελής ομάδα που ανέλαβε την αναθεώρηση, υπό τον πρώην γενικό γραμματέα του ΝΑΤΟ, λόρδο Ρόμπερτσον, έχει διατυπώσει 62 προτάσεις σε απάντηση σε αυτό που χαρακτηρίζει «μια νέα εποχή απειλών» - τόσο από κρατικούς δρώντες όπως η Ρωσία όσο και από τεχνολογίες όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και η Τεχνητή Νοημοσύνη.
Επιχειρήσεις και εξοπλισμοί: Απαντήσεις στις νέες απειλές
Στα βασικά συμπεράσματα της αναθεώρησης περιλαμβάνονται:
- Κατασκευή 12 πυρηνοκίνητων υποβρυχίων επίθεσης, στο πλαίσιο του τριμερούς συμφώνου AUKUS με τις ΗΠΑ και την Αυστραλία. Τα πρώτα θα καταπλεύσουν στα τέλη της δεκαετίας του 2030, αντικαθιστώντας τα υπάρχοντα υποβρύχια κλάσης Astute.
- Επένδυση 15 δισ. λιρών για τον εκσυγχρονισμό της παραγωγής πυρηνικών όπλων στο Aldermaston του Berkshire, στο πλαίσιο της ανάπτυξης βομβών για τα νέα υποβρύχια Dreadnought που θα αντικαταστήσουν τα Vanguard του Trident.
- Κατηγοριοποίηση της Ρωσίας ως «άμεσου και πιεστικού» κινδύνου, ενώ η Κίνα χαρακτηρίζεται «εξελιγμένη και επίμονη πρόκληση». Το Ιράν και η Βόρεια Κορέα περιγράφονται ως «περιφερειακοί διαταράκτες».
- Ίδρυση νέας Εθελοντικής Φρουράς Εσωτερικής Ασφάλειας για την προστασία κρίσιμων υποδομών (όπως αεροδρόμια και κόμβοι επικοινωνιών) από επιθέσεις με drones, απελευθερώνοντας προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και της αστυνομίας.
- Εξετάζεται η απόκτηση αεροσκαφών F-35A, ικανών να μεταφέρουν αμερικανικές πυρηνικές βόμβες B61-12, με εκρηκτική ισχύ έως 50 κιλοτόνων. Αν υλοποιηθεί, το σχέδιο αυτό θα φέρει το Ηνωμένο Βασίλειο πιο κοντά στο σύστημα κοινής χρήσης πυρηνικών όπλων του ΝΑΤΟ - όπως ήδη ισχύει σε Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Τουρκία.
Επί του παρόντος, το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτει μόνο ένα μέσο παράδοσης πυρηνικών όπλων - τα υποβρύχια Trident. Μια πιθανή διεύρυνση της δυνατότητας μέσω αεροπορικής πυρηνικής ισχύος θα απαιτούσε λεπτές διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Τραμπ.
Ο Χίλι αρνήθηκε να σχολιάσει το ενδεχόμενο επιστροφής στην εναέρια πυρηνική αποτροπή, επαναλαμβάνοντας πάντως τη σημασία του Trident: «Για πάνω από 70 χρόνια, το πυρηνικό μας αποτρεπτικό μέσο αποτέλεσε την απόλυτη εγγύηση της εθνικής μας ασφάλειας. Αυτό είναι που φοβάται περισσότερο ο Πούτιν», δήλωσε στο BBC.
Τέλος, η αμυντική αναθεώρηση δεν περιλαμβάνει άμεσες αυξήσεις στους αμυντικούς προϋπολογισμούς, πέρα από ήδη ανακοινωθείσες δεσμεύσεις.