Την «ειδική σχέση» Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας ήλθε να επαναβεβαιώσει και να εμβαθύνει η επίσκεψη του Ντόναλντ Τραμπ στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισφραγιζόμενη από συμφωνία συνεργασίας στους τομείς της τεχνητής νοημοσύνης, των προηγμένων τεχνολογιών και της πυρηνικής ενέργειας που συνοδεύεται από αμερικανικές επενδύσεις, συνολικού ύψους 170 δισ. ευρώ, στο Ηνωμένο Βασίλειο σε ορίζοντα δεκαετίας.
Η έκβαση του πολιτικού σκέλους της επίσκεψης Τραμπ, σε συνέχεια της μεγαλειώδους υποδοχής που του επιφύλαξε ο βασιλιάς Κάρολος, καταγράφεται ως επιτυχία του Βρετανού πρωθυπουργού Κιρ Στάρμερ. Όχι μόνο γιατί η Βρετανία αναδεικνύεται σε «εκλεκτή» του Τραμπ για επενδύσεις δισεκατομμυρίων, αλλά και λόγω του ελεγχόμενου τόνου στον οποίο κινήθηκε η κοινή συνέντευξη Τύπου - δίχως «παρεκτροπές» παρά τα διχαστικά ζητήματα που αναδείχθηκαν: από την παράτυπη μετανάστευση και την ελευθερία του λόγου έως, και κυρίως, τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Γάζα και την επικείμενη αναγνώριση εκ μέρους της Βρετανίας ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο ηγέτες ακολούθησαν το μοτίβο «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Ο Τραμπ απέφυγε προκλητικές δηλώσεις, ενώ ο Στάρμερ φρόντισε να κρατήσει διπλωματικές ισορροπίες .
Η «απογοήτευση» που εξέφρασε ο Ντόναλντ Τραμπ δημόσια για τον Βλαντιμίρ Πούτιν δεν συνοδεύτηκε από κάποια ξεκάθαρη δήλωση για το εάν προτίθεται να ασκήσει ισχυρή πίεση στον Ρώσο πρόεδρο, αρκούμενος να επαναλάβει ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να διακόψουν τις αγορές πετρελαίου για να αποδυναμώσουν τη ρωσική οικονομία. Ο Στάρμερ ανέδειξε εκ νέου την απειλή Πούτιν για την Ευρώπη· επανέλαβε την υποστήριξη του Λονδίνου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Ουκρανία και την έκκληση για ενιαία ευρωπαϊκή-διεθνή πίεση έναντι του Κρεμλίνου.
Στο ζήτημα της Γάζας, ο Ντόναλντ Τραμπ αναγνώρισε τη διάσταση με τον Στάρμερ, γεγονός που ήταν προφανές από τις απαντήσεις τους όσον αφορά ποια βήματα πρέπει να γίνουν για τον τερματισμό του πολέμου. Ο Βρετανός πρωθυπουργός υπεραμύνθηκε της επικείμενης αναγνώρισης κράτους της Παλαιστίνης στο πλαίσιο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ξεκαθαρίζοντας πως η Χαμάς «δεν μπορεί να έχει ρόλο στο μέλλον της περιοχής», αλλά ταυτόχρονα πρέπει να δημιουργηθεί «ρεαλιστική προοπτική» για τους Παλαιστινίους. Ο Τραμπ δήλωσε ανοιχτά ότι διαφωνεί με την αναγνώριση, εκφράζοντας την πάγια υποστήριξή του στο Ισραήλ και εστιάζοντας στους Ισραηλινούς ομήρους.
Όσον αφορά την παράτυπη μετανάστευση, ο Αμερικανός πρόεδρος υποστήριξε ότι «καταστρέφει χώρες εκ των έσω» και παρότρυνε μάλιστα τον Στάρμερ να χρησιμοποιήσει ακόμη και τον στρατό, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι πρέπει να εφαρμοστεί «κάθε δυνατό μέσο». Ο Βρετανός πρωθυπουργός διατήρησε μια πιο συγκρατημένη στάση, επιμένοντας σε νόμιμες διαδικασίες ασύλου και ανθρωπιστικούς κανόνες, αναγνωρίζοντας ωστόσο σε κάθε περίπτωση πως το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Και σε ερώτηση που δέχθηκαν για την ελευθερία του λόγου -ζήτημα που έχει φέρει σε σύγκρουση το Λονδίνο με τους Τζέι Ντι Βανς και Ίλον Μασκ εξαιτίας εμπρηστικών σχολίων τους-, ο Στάρμερ τόνισε ότι αποτελεί «λυδία λίθο της Δημοκρατίας», βασική θεμελιώδη αξία του Ηνωμένου Βασιλείου και προστατεύεται με ζήλο, αποσαφηνίζοντας ότι υπάρχουν όρια όταν ο λόγος μετατρέπεται σε πραγματική βλάβη, επικαλούμενος περιπτώσεις όπως η παιδική κακοποίηση και η προτροπή σε αυτοκτονία.
Στην «καρδιά» της συνάντησης, τη «Συμφωνία Τεχνολογικής Ευημερίας» (Tech Prosperity Deal) που υπέγραψαν χθες στο Τσέκερς οι Ντόναλντ Τραμπ και Κιρ Στάρμερ, αυτή προβλέπει επενδύσεις αμερικανικών εταιρειών στη Βρετανία ύψους 150 δισ. λιρών - περίπου 173 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με το Λονδίνο, πρόκειται για τη μεγαλύτερη επενδυτική συμφωνία στην Ιστορία της χώρας, με την κυβέρνηση να υπολογίζει ότι θα ανοίξει το δρόμο για τη δημιουργία 7.600 νέων θέσεων εργασίας.
Ο Στάρμερ χαρακτήρισε τη συμφωνία «ιστορική», σημειώνοντας ότι θα φέρει «ζωτικής σημασίας επενδύσεις» στους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας και θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Από την πλευρά του, ο Τραμπ μίλησε για «ανεκτίμητους δεσμούς» ανάμεσα στις δύο χώρες και υπογράμμισε ότι η συμφωνία αποδεικνύει τον «αδιάρρηκτο χαρακτήρα» της ειδικής σχέσης ΗΠΑ-Βρετανίας και θα συμβάλλει ώστε οι δύο χώρες να ηγηθούν στο πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης.
Το πακέτο επενδύσεων κατανέμεται σε στρατηγικούς τομείς: την τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, την πυρηνική ενέργεια, καθώς και τις υποδομές κέντρων δεδομένων (data centers). Ξεχωρίζουν οι κινήσεις κολοσσών της τεχνολογίας: η Microsoft δεσμεύθηκε να διαθέσει 30 δισ. δολάρια μέσα σε τέσσερα χρόνια - τη μεγαλύτερη επένδυση εκτός ΗΠΑ στην ιστορία της. Η Google προανήγγειλε 6,45 δισ. δολάρια για έρευνα στην τεχνητή νοημοσύνη και ανάπτυξη υποδομών τα επόμενα δύο χρόνια. Η Nvidia θα επενδύσει 645 εκατ. δολάρια σε κέντρα δεδομένων, ενώ σε συνεργασία με τις CoreWeave και Nscale σχεδιάζει την κατασκευή υπερυπολογιστή αξίας 14,19 δισ. δολαρίων, που θα αποτελέσει τον μεγαλύτερο στην Ευρώπη.
Παράλληλα, μεγάλοι επενδυτικοί όμιλοι στρέφουν το βλέμμα τους στη βρετανική αγορά. Η Blackstone ανακοίνωσε πρόγραμμα ύψους 116,1 δισ. δολαρίων για την επόμενη δεκαετία, κυρίως σε data centers, στο πλαίσιο ευρύτερης στρατηγικής 477,3 δισ. δολαρίων για την Ευρώπη. Η Prologis δεσμεύθηκε για 5,03 δισ. δολάρια με στόχο τη βιοεπιστήμη. Στον τομέα της άμυνας, η Palantir σχεδιάζει επενδύσεις έως 1,93 δισ. δολάρια, δημιουργώντας 350 νέες θέσεις εργασίας, ενώ η Amentum προανήγγειλε 3.000 νέες θέσεις από τη Γλασκώβη έως τα Μίντλαντς. Η Boeing, από την πλευρά της, θα μετασκευάσει δύο αεροσκάφη 737 στο Μπέρμιγχαμ για λογαριασμό της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ. Πρόκειται για την πρώτη ανάλογη παραγωγή στη Βρετανία εδώ και μισό αιώνα, όπως μεταδίδουν τα βρετανικά δίκτυα.
Ο επικεφαλής της Nvidia, Τζένσεν Χουάνγκ, χαρακτήρισε τη Βρετανία «ιδανικό τόπο για καινοτομία», επικαλούμενος την ποιότητα των πανεπιστημίων και το δυναμικό οικοσύστημα start-ups, αλλά προειδοποίησε ότι η χώρα χρειάζεται άμεση ενίσχυση υποδομών για να μετατραπεί σε πραγματικό κέντρο τεχνητής νοημοσύνης.
Ωστόσο, δεν λείπουν οι επιφυλάξεις. Ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και στέλεχος του τεχνολογικού κλάδου, σερ Νικ Κλεγκ, σχολίασε ότι η Βρετανία εξακολουθεί να παίρνει «ψίχουλα από το τραπέζι της Σίλικον Βάλεϊ», επισημαίνοντας τον κίνδυνο υπερβολικής εξάρτησης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, φαρμακευτικοί κολοσσοί όπως η Merck και η AstraZeneca έχουν παγώσει ή ακυρώσει επενδυτικά σχέδια, επικαλούμενοι αβεβαιότητες στο επιχειρηματικό περιβάλλον.
Η κυβέρνηση Στάρμερ παρουσιάζει τη συμφωνία ως απόδειξη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να προσελκύσει κολοσσούς σε στρατηγικούς τομείς. Η συμμετοχή προσώπων όπως ο Χουάνγκ της Nvidia ή η Έμα Γουόλμσλεϊ, διευθύνουσα σύμβουλος της βρετανικής φαρμακευτικής και βιοτεχνολογικής εταιρείας GlaxoSmithKline (GSK), ενισχύει το κύρος της πρωτοβουλίας, η οποία, όπως τόνισε ο Στάρμερ, σηματοδοτεί μια «μεγάλη ημέρα για την ειδική σχέση» με την Ουάσινγκτον. Με τις επενδύσεις να καλύπτουν τεχνολογία, ενέργεια και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, η «Συμφωνία Τεχνολογικής Ευημερίας» φιλοδοξεί να αλλάξει τον επενδυτικό χάρτη της Βρετανίας και να τη φέρει στο επίκεντρο της παγκόσμιας καινοτομίας.
Αναλυτές στον βρετανικό και αμερικανικό Τύπο αποτίμησαν την επίσκεψη ως γενικά επιτυχημένη για τον Κιρ Στάρμερ, αν και με σημεία που ενδέχεται να προκαλέσουν μελλοντικές τριβές. Οι δεσμεύσεις μεγάλων επενδύσεων, η «ομαλή» φιλοξενία και η απουσία ...απρόοπτων κατά τη συνέντευξη Τύπου έρχονται να ενισχύσουν την εικόνα της Βρετανίας. Αυτό είναι και το κύριο κέρδος του Στάρμερ - ότι η Βρετανία παραμένει ελκυστική για επενδύσεις και ότι η κυβέρνηση μπορεί να διαχειρίζεται περίπλοκα ζητήματα χωρίς εσωτερικές κρίσεις, τουλάχιστον προς το παρόν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι προκλήσεις παραμένουν: από την αποτελεσματική υλοποίηση των επενδύσεων μέχρι τη διαχείριση ευαίσθητων κοινωνικών ζητημάτων που ενδέχεται να ανοίξουν νέους κύκλους αντιπαράθεσης.
Κατά την επίσκεψη Τραμπ αναδείχθηκε επίσης εκ νέου πως έχουν διαμορφώσει με τον Κιρ Στάρμερ μια απρόσμενη προσωπική χημεία, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές τους αφετηρίες και ιδεολογίες. Ο Στάρμερ, πρώην δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επικεφαλής του κεντροαριστερού κόμματος των Εργατικών, μοιράστηκε το ίδιο βήμα με έναν πρόεδρο που έχει στενότατους δεσμούς με τον μεγαλύτερο πολιτικό του αντίπαλο, τον ακροδεξιό Νάιτζελ Φάρατζ. Ωστόσο, στη συνέντευξη Τύπου το κλίμα ήταν εμφανώς φιλικό: ο Τραμπ γύριζε συχνά προς τον Στάρμερ για να τον αγγίξει στον ώμο, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός απέφευγε απαντήσεις που θα αναδείκνυαν τις βαθιές πολιτικές τους διαφορές.