Η αναζήτηση μιας μακροπρόθεσμα βιώσιμης διπλωματικής εκτόνωσης της σύρραξης στην Ουκρανία εισέρχεται σε ένα αποφασιστικό σημείο καμπής, με την εμφάνιση ενός πολυεπίπεδου σχεδίου 28 σημείων, και την προσφορά εγγυήσεων ασφαλείας εκ μέρους της Δύσης. Η δυναμική του σχεδίου έχει ήδη αρχίσει να προκαλεί σημαντικές ανακατατάξεις στις σταθερές του πολέμου, όχι μόνο στο επίπεδο των στρατιωτικών στόχων, αλλά προπαντός στο ευρύτερο σύστημα ισορροπίας δυνάμεων μεταξύ Ρωσίας, Ουκρανίας και του δυτικού κόσμου.
Το εν λόγω διπλωματικό εγχείρημα συνιστά εμπράγματη αποδοχή μιάς θεμελιώδους γεωστρατηγικής αλήθειας: η σύρραξη στην Ουκρανία δεν αποτελεί απλώς τοπική σύγκρουση, αλλά πεδίο αντιπαράθεσης δύο παγκόσμιων αρχιτεκτονικών ασφαλείας, αφενός της ευρωατλαντικής, αφετέρου της ρωσικής. Καθίσταται σαφές, συνεπώς, ότι η αποφόρτιση της σύγκρουσης δεν δύναται να προκύψει αποκλειστικά από την Ουκρανία, αλλά απαιτεί την ενεργό παρέμβαση και τις εγγυήσεις των μείζονων γεωπολιτικών δρώντων που διαμορφώνουν το στρατηγικό περιβάλλον της σύγκρουσης.
Το παρόν ειρηνευτικό σχέδιο για την Ουκρανία δεν προέκυψε εν κενώ· αντιθέτως, εντάσσεται σε μία ευρύτερη ιστορική τροχιά μεταπολεμικών πρωτοβουλιών διαχείρισης περιφερειακών κρίσεων μέσω πολυσύνθετων θεσμικών συμβιβασμών. Οι Συμφωνίες του Ντέιτον το 1995, συνιστούν χαρακτηριστικό ειρηνευτικό παράδειγμα υπό αμερικανική αιγίδα, με την οικοδόμηση μιάς διπλωματικής αρχιτεκτονικής που επεδίωξε την ταυτόχρονη ικανοποίηση αντιθετικών εθνοτικών συμφερόντων. Παρομοίως, η Συνθήκη του Μινσκ, παρά την αποτυχία εφαρμογής της, αποτέλεσε μιά μετριοπαθή προσπάθεια παγίωσης της εκεχειρίας με την αποδοχή του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων.
Η υπό διαπραγμάτευση πρόταση, ωστόσο, διαφοροποιείται ουσιωδώς: δεν περιορίζεται στην κατάπαυση του πυρός, αλλά προτείνει ένα συνεκτικό πλαίσιο, στο οποίο η ειρήνη δεν εκλαμβάνεται ως εφήμερη ανάπαυλα, αλλά θεμελιώνεται στις δυτικές εγγυήσεις. Εν προκειμένω, το διακύβευμα υπερβαίνει την Ουκρανία: αφορά την αναδιάταξη της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας.
Το προτεινόμενο σχέδιο εμπεριέχει μηχανισμούς θεσμικής επανατοποθέτησης της Ουκρανίας στον δυτικό κόσμο, ενώ αποσκοπεί στη σταδιακή ενσωμάτωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο διεθνές γίγνεσθαι. Σημαντικές είναι οι ρωσικές υποχωρήσεις, που παραπέμπουν σε de facto αναθεώρηση της αρχικής ρητορικής της Μόσχας περί «αποναζιστικοποίησης» και «αποστρατιωτικοποίησης» της Ουκρανίας.
Η αποδοχή της ουκρανικής στρατιωτικής δύναμης 600.000 ανδρών υπερβαίνει δραματικά τις απαιτήσεις των ρωσικών διαπραγματευτών το 2022 και καταδεικνύει μιά σημαντική στροφή στην εκτίμηση της Ρωσίας για τη νέα ευρωπαϊκή ισορροπία. Η αποδοχή ενός ισχυρού ουκρανικού στρατεύματος αποτελεί παραδοχή ότι η αποτρεπτική δύναμη της Ουκρανίας δεν εκλαμβάνεται πλέον ως απειλή, αλλά ως αναγκαία προϋπόθεση σταθεροποίησης.
Επιπλέον, η συναίνεση στο θέμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Ουκρανίας, που υπήρξε το προανάκρουσμα της κρίσης του 2014, υποδηλώνει την αναγνώριση του δικαιώματος πολιτισμικού και οικονομικού προσανατολισμού ενός κυρίαρχου κράτους. Η Ρωσία αποδέχεται, έστω και σιωπηρά, την είσοδο της Ουκρανίας σε μιά ζώνη δυτικής επιρροής, αρκεί αυτή να μην συνοδευτεί από άμεση ενσωμάτωσή της στο ΝΑΤΟ.
Οι ουσιώδεις ρωσικές παραχωρήσεις, όπως διαφαίνονται στο προσχέδιο της συμφωνίας, δεν συνιστούν εκδήλωση πολιτικής μεγαθυμίας· αντιθέτως, μπορούν να ερμηνευθούν ως αναγκαστικές κινήσεις στο πλαίσιο στρατηγικού αδιεξόδου, στο οποίο η διπλωματία επιβάλλεται ως η μοναδική εναπομείνασα εφικτή λύση. Η αποτροπή εδώ δεν περιορίζεται στην ισχύ· ενσωματώνει τη λογική της εξισορρόπησης μέσω εγγυήσεων και της δέσμευσης των μερών σε θεσμικά πλαίσια ασφαλείας. Η ρωσική αποδοχή ενός σχεδίου στο οποίο απουσιάζει κάθε εγγύηση στρατηγικού κέρδους μαρτυρά την επιβολή ενός status quo όπου το κόστος της συνέχισης του πολέμου υπερβαίνει κάθε πιθανή ωφέλεια.
Αναντίλεκτα, το πλέον ευαίσθητο σκέλος του σχεδίου αφορά τις εδαφικές διευθετήσεις. Η de facto απώλεια ενός ελαχίστου, περί το 1%, της εδαφικής επικράτειας της Ουκρανίας, καθώς και η αποδοχή της ρωσικής κυριαρχίας επί συγκεκριμένων ζωνών, συνιστούν μιά επώδυνη, πλήν όμως ενδεχομένως αναγκαστική αποδοχή της πραγματικότητας επί του πεδίου. Η διεκδίκηση της απόλυτης ανατροπής των τετελεσμένων, αποκομμένη από την ισχύουσα στρατιωτική δυναμική, θα μπορούσε να επιφέρει την παράταση της σύρραξης, με επισφαλή απόληξη και δυσβάστακτο κόστος για τον ουκρανικό λαό.
Ωστόσο, ακόμη και εντός αυτού του πλαισίου επώδυνου ρεαλισμού, καταγράφονται σαφείς ρωσικές αναδιπλώσεις: απουσιάζει κάθε αναφορά σε διεκδίκηση περαιτέρω εδαφών, ενώ σε ορισμένες επίμαχες περιοχές εισάγεται το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης. Η λογική μετατοπίζεται διακριτικά πρός την παγίωση ενός μερικού status quo, το οποίο, μολονότι ιστορικά δυσφόρητο, καθίσταται ενδεχομένως διαχειρίσιμο υπό συνθήκες διεθνούς εποπτείας.
Το προτεινόμενο σχέδιο συνοδεύεται από ρητές εγγυήσεις ασφαλείας εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στοιχείο το οποίο αναβαθμίζει τη γεωπολιτική θέση της Ουκρανίας, σε ρόλο κρίσιμου προμαχώνα της Δύσης, πέραν των συνόρων του ΝΑΤΟ. Το γεγονός ότι η προβλεπόμενη στρατιωτική ισχύς της Ουκρανίας δύναται να υπερκεράσει, σε απόλυτα μεγέθη, τις αντίστοιχες ένοπλες δυνάμεις των κυριότερων ευρωπαϊκών κρατών, όπως της Γερμανίας, της Γαλλίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου, καταδεικνύει την αναδιάταξη της στρατηγικής γεωγραφίας της ευρωπαϊκής ηπείρου.
Ταυτοχρόνως, η εισροή 100 δισ. δολλαρίων από παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία πρός την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας συνιστά ένα είδος πολεμικών αποζημιώσεων. Πρόκειται για μιά χρηματοπιστωτική χειρονομία υψηλού συμβολισμού, η οποία, εφόσον πλαισιωθεί από επιπλέον δεσμεύσεις διαφάνειας και συμμόρφωσης, δύναται να λειτουργήσει ως πρόπλασμα της σταδιακής επανένταξης της Ρωσίας στο διεθνές πλαίσιο οικονομικής συνεργασίας και πολιτικής.
Η θεσμική λογική αυτού του μηχανισμού παραπέμπει σε υβριδικά σχήματα στρατηγικών εγγυήσεων, ανάλογα με εκείνα που είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της «Συνεργασίας για την Ειρήνη» ή των διμερών συμφωνιών ασφαλείας μεταξύ των ΗΠΑ και ασιατικών συμμάχων. Η ουκρανική ένταξη σε ένα ανάλογο πλέγμα δεν συνιστά απλώς ενίσχυση της γεωστρατηγικής της θέσης· συντελεί στην έμμεση κατοχύρωση του ρόλου της ως κράτους-ορίου της δυτικής ασφάλειας, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως βαλβίδα εκτόνωσης των ρωσικών επιφυλάξεων. Η αποφυγή ρητής ένταξής της στον ατλαντικό στρατιωτικό συνασπισμό επιτρέπει την επίτευξη μιάς ισορροπημένης διπλωματικής συμφωνίας: η Ουκρανία αγκυρώνεται στη δυτική σφαίρα επιρροής, χωρίς να προκαλεί την άμεση γεωπολιτική αντίδραση της Μόσχας.
Το σχέδιο αυτό δεν ακυρώνει την αδικία· προσφέρει όμως τις προϋποθέσεις για έναν κόσμο όπου η αδικία δεν συνεχίζεται. Πρόκειται για μιά λογική του δικαίου μετά τον πόλεμο που δεν λειτουργεί με όρους ανταπόδοσης ή τιμωρίας, αλλά με όρους ρύθμισης, αποτροπής και δημιουργίας προϋποθέσεων σταθερότητας. Η ηθική αμφιθυμία που συνεπάγεται η αποδοχή της απώλειας ενός ελάχιστου τμήματος των ουκρανικών εδαφών δεν ακυρώνει την πραγματιστική επίγνωση ότι η συνέχιση της σύρραξης θα επιφέρει ανυπολόγιστο κόστος, στρατηγικό, δημογραφικό, πολιτισμικό. Η μεταπολεμική δικαιοσύνη σπανίως είναι πλήρης· είναι ατελής, αλλά αναγκαία. Η αξία της έγκειται στη δυνατότητά της να αποτρέπει νέες αδικίες στο μέλλον.
Η εσωτερική αντίσταση σε μιά συμφωνία στην Ουκρανία εδράζεται στο δίλημμα μεταξύ της απόλυτης ιδεολογικής καθαρότητας, αποκατάσταση των συνόρων, πλήρης ήττα της Ρωσίας, και της νηφάλιας, πλήν ρεαλιστικής επιδίωξης μιάς λειτουργικής ειρήνης. Η εδραίωση ενός κυρίαρχου, στρατιωτικά ικανότατου και σταθερά προσανατολισμένου πρός τη Δύση ουκρανικού κράτους στο 80% της πρό του πολέμου επικράτειάς του μπορεί, για μερίδα του πληθυσμού, να εκλαμβάνεται ως «μισή νίκη». Εντούτοις, υπό τις παρούσες περιστάσεις, είναι ενδεχομένως το απώτατο όριο του πολιτικώς εφικτού για την εδραίωση μιάς βιώσιμης ειρήνης.
Η συζήτηση για τις εδαφικές απώλειες της Ουκρανίας αγγίζει έναν από τους πιό αμφιλεγόμενους αρμούς της διεθνούς πολιτικής: τη σύγκρουση ανάμεσα στη νομιμότητα και στη γεωπολιτική πραγματικότητα. Το διεθνές δίκαιο, στην αυστηρή του εκδοχή, δεν αναγνωρίζει κατακτήσεις· η ιστορία όμως των συγκρούσεων δείχνει ότι η de facto κατοχή συχνά παγιώνεται λόγω ανωτέρας βίας ή αδυναμίας ανατροπής της. Η περίπτωση της Ουκρανίας δεν αποτελεί εξαίρεση.
Όπως προκύπτει από ανάλογες περιπτώσεις, όπως το Κοσσυφοπέδιο ή το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, η διεθνής κοινότητα καλείται συχνά να διαχειριστεί τη σύγκρουση μεταξύ της de jure κυριαρχίας και μιάς de facto ανατροπής που δεν δύναται να ανατραπεί άνευ περαιτέρω αιματοχυσίας. Το ειρηνευτικό σχέδιο, επομένως, δεν αποδέχεται την κατοχή· αναγνωρίζει, ωστόσο, την αναγκαιότητα διαχείρισής της ως μέρος μιάς ρεαλιστικής διευθέτησης που αποσκοπεί στην πρόληψη νέων κύκλων βίας. Σε αυτήν ακριβώς την ένταση ανάμεσα στο δίκαιο και τον ρεαλισμό εδράζεται η δυσκολία και ταυτόχρονα η αναγκαιότητα επίτευξης συμφωνίας.
Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι το σχέδιο θέτει τις βάσεις για έναν νέο κύκλο ελέγχου των εξοπλισμών και στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας στον τομέα της μη διάδοσης πυρηνικών. Άν αυτό υλοποιηθεί, τότε θα πρόκειται για ένα σπάνιο παράδειγμα κατά το οποίο μιά περιφερειακή σύγκρουση έγινε καταλύτης ευρύτερης γεωπολιτικής εξισορρόπησης.
Η δυτική προσέγγιση της Ουκρανίας συνιστά πολιτισμικό στοίχημα, για την ενσωμάτωση μιάς μεθοριακής ταυτότητας στον πυρήνα της ευρωπαϊκής τάξης. Η Ουκρανία αποτελεί το νέο όριο, γεωγραφικό, ιδεολογικό και ιστορικό, της Ευρώπης, αντίστοιχο του ρόλου που διαδραμάτισε η Ανατολική Γερμανία μετά την πτώση του Τείχους. Η επιτυχής ενσωμάτωσή της στο ευρωπαϊκό μοντέλο κράτους δικαίου, ανεκτικότητας και θεσμικής λογοδοσίας δεν είναι μόνο υπόθεση ασφάλειας· είναι απάντηση στο ερώτημα τί σημαίνει, εν έτει 2025, «Ευρώπη».
Εν αντιθέσει πρός άλλες μεταπολεμικές κοινωνίες, η Ουκρανία συνιστά ένα πολυστρωματικό και συχνά αντινομικό σύμπλεγμα. Η σοβιετική κληρονομιά, η ανεξίτηλη εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εσωτερικές ταυτοτικές συγκρούσεις ανάμεσα σε ουκρανόφωνους και ρωσόφωνους πληθυσμούς, καθώς και οι αλληλοτεμνόμενες ιστορικές διεκδικήσεις και πολιτισμικές επιμειξίες συνθέτουν ένα φορτισμένο τοπίο το οποίο δεν δύναται να εξομαλυνθεί με μία συμφωνία.
Το ειρηνευτικό σχέδιο, αναγνωρίζοντας αυτήν την πολυπλοκότητα, εισάγει ρήτρες πολιτισμικής ανεκτικότητας, προστασίας των γλωσσικών δικαιωμάτων και εγγυήσεις θρησκευτικής ουδετερότητας. Αυτές οι προβλέψεις δεν είναι διακοσμητικές· επιχειρούν να οικοδομήσουν μία νέα ταυτότητα του ουκρανικού κράτους που δεν αποκλείει τις διαφορές, αλλά τις ενσωματώνει. Με αυτόν τον τρόπο, το σχέδιο μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός επανενοποίησης μιάς κοινωνίας που έχει πολυδιασπαστεί από εγκάρσιες μνήμες και ανταγωνιστικές αφηγήσεις.
Η Ουκρανία δεν έχει μόνο να επουλώσει τις πληγές του πολέμου, αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις. Στο εσωτερικό της συνυπάρχουν διαφορετικές γλώσσες, θρησκείες, πολιτικές μνήμες. Το σχέδιο ειρήνης προσπαθεί να δώσει χώρο σε όλες αυτές τις πλευρές, προστατεύοντας τα δικαιώματα μειονοτήτων, τη γλωσσική πολυμορφία και την πολιτισμική ελευθερία. Η ειρήνη δεν είναι μόνο στρατιωτική κατάπαυση· είναι και εσωτερική συμφιλίωση.
Σε διαφοροποίηση πρός συμφωνίες τιμωρητικού χαρακτήρα όπως η Συνθήκη των Βερσαλλιών, το προτεινόμενο σχέδιο ειρήνης δεν αποσκοπεί στην ταπείνωση της Ρωσίας· ούτε, όμως, στηρίζεται αποκλειστικά στην οικονομική ενσωμάτωση, κατά το πρότυπο του Μεταπολεμικού Σχεδίου Ανασυγκρότησης της Ευρώπης. Αντ’ αυτού, υιοθετεί έναν ελεγχόμενο ρεαλισμό: δημιουργεί τους όρους υπό τους οποίους η Ρωσία επιστρέφει στο διεθνές σύστημα ως χώρα που δεσμεύεται από το πλαίσιο και όχι ως αυτεξούσια αναθεωρητική δύναμη.
Η αδιάλλακτη αξίωση για καθολική επικράτηση και η ολοσχερής απόρριψη κάθε συμβιβασμού, ανήκουν σε μία ηρωική, υψηλόφρονα αλλά εν τέλει πολιτικά αδιέξοδη οπτική. Τα θεμέλια του προτεινόμενου ειρηνευτικού σχεδίου εδράζονται στη δυσχερή, και συχνά αισθητικά απωθητική, πλήν όμως ρεαλιστικά σταθεροποιητική λογική της τεχνοκρατικής ειρήνης.
Η ειρήνη, ως πολιτική κατάσταση, δεν ανακύπτει εκ των υψηλών διαθέσεων ή των συναισθηματικών παροξύνσεων των λαών· αλλά μέσα από την αρχιτεκτονική θεσμικών μηχανισμών που καθιστούν την αναπαραγωγή της βίας επιχειρησιακώς ασύμφορη και πολιτικώς αδιανόητη.
Κάθε βιώσιμη ειρηνευτική διαδικασία στην ευρωπαϊκή ήπειρο οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία, σε αντίθεση με τις υπερδυνάμεις, ζούν τις συνέπειες των περιφερειακών συγκρούσεων στο έδαφός τους: σε μεταναστευτικές ροές, ενεργειακή ανασφάλεια, πολιτική πόλωση, κοινωνική κόπωση.
Το σχέδιο σταθερότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο άν δεν ενσωματώσει τα αιτήματα της Ευρώπης για την ανάγκη σταθερότητας στα ανατολικά της σύνορα και την υποχρέωση οικοδόμησης μιάς ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής άμυνας. Η ισορροπία του σχεδίου θα κριθεί όχι μόνο από την ουκρανο-ρωσική του αποδοχή, αλλά και από την ευρωπαϊκή ικανότητα να το στηρίξει ως μακροπρόθεσμη στρατηγική. Εάν η Ευρώπη δεν συμμετάσχει ουσιαστικά, όχι μόνο ως χρηματοδότης αλλά και ως εγγυητής, τότε η συμφωνία θα παραμείνει εύθραυστη. Μιά σταθερή Ουκρανία είναι, μακροπρόθεσμα, πρός το συμφέρον όλων των Ευρωπαίων.
Το σχέδιο αυτό δεν είναι τέλειο. Δεν αποδίδει πλήρη δικαιοσύνη στο θύμα της εισβολής. Δεν είναι το τέλος της Ιστορίας· είναι ίσως η αρχή μιάς πιό ώριμης φάσης της. Δεν προσφέρει την απόλυτη δικαίωση· προσφέρει όμως τη δυνατότητα σταθερότητας, ανοικοδόμησης και μιάς πραγματικότητας χωρίς καθημερινό φόβο.
Η διπλωματία δεν είναι πάντα ένδοξη· συχνά είναι επίπονη, γεμάτη με ατέλειες και αμφισημίες. Αλλά είναι το μόνο εργαλείο που μπορεί να σταματήσει την αιμορραγία, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν ανατρέπει πλήρως τις παρανομίες του επιτιθέμενου. Δεν θεραπεύει την ηθική πληγή που έχει αφήσει πίσω του ο πόλεμος. Αλλά η διεθνής πολιτική, και ιδίως η τέχνη της ειρήνης, δεν λειτουργεί με απόλυτες ηθικές εξισώσεις. Η επιτυχία της εντοπίζεται στη διαχείριση του εφικτού και στην παγίωση ενός ισοζυγίου που επιτρέπει την επιβίωση των κρατών και την αποφόρτιση των συγκρούσεων.
Η διπλωματία, όταν λειτουργεί με προνοητικότητα, σχεδιάζει το μέλλον με τρόπο που επιτρέπει την επιβίωση των λαών και την εξισορρόπηση των δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, το προτεινόμενο σχέδιο, υπό την προϋπόθεση ότι θα συγκεραστεί με τα ρεαλιστικά αιτήματα της Ευρώπης, θα αποτελέσει ίσως μιά ώριμη απόπειρα του καιρού μας να μετατρέψει μιά παρατεταμένη τραγωδία σε ευκαιρία για σταθερότητα, ανασυγκρότηση και, συνεργασία.
