Θέλω έναν Καβάφη, παρακαλώ

 

(οι διάλογοι είναι 100% αυθεντικοί)

Ναι, είμαι απ’ αυτούς τους απολύτως ξεπερασμένους και μανιακούς, που επιμένουν να αγοράζουν βιβλία για χριστουγεννιάτικα δώρα. Τούτης της παραξενιάς μου δοθείσης, μπήκα Κυριακή πρωί σ’ ένα από τα δύο μόλις βιβλιοπωλεία που διαθέτει ο δήμος μου. (Στην νεότητα μου, τα Χανιά με τους μισούς κατοίκους από τον δήμο που μένω σήμερα, είχαν μετρημένα 34  βιβλιοπωλεία… αλλά εντάξει, οι καιροί άλλαξαν.)

Η κοπελίτσα που ήταν πωλήτρια στο πρώτο βιβλιοπωλείο, με είδε που έψαχνα στα πιο απομακρυσμένα ράφια του καταστήματος (εκεί που το μάτι μου πήρε μια-δυο παλιές εκδόσεις της Εστίας) και με πλησίασε. «Θέλετε βοήθεια;» «Ναι, θα ήθελα έναν Καββαδία παρακαλώ» της είπα. Στράφηκε και με κοίταξε ερωτηματικά. «Καββαδία;» «Ναι, Νίκος Καββαδίας.» Καινούρια κοριτσίστικη γκριμάτσα απορίας, παρέα μ’ έναν δισταγμό. «Δεν πρέπει να έχουμε… δεν μου θυμίζει τίποτα κι εγώ ξέρω απ’ έξω όσους συγγραφείς έχω βάλει στα ράφια.»

«Δεν είναι συγγραφέας, αν και έχει γράψει και πεζό» μουρμούρισα αποκαρδιωμένος, «ποιητής είναι ο Καββαδίας.» «Α, ποιητής… όχι δυστυχώς δεν τον έχω.» Και τότε αποφάσισα να τα κάνω όλα εύκολα και απλά, για να την διευκολύνω. «Ε αφού δεν έχετε, δώστε μου έναν Καβάφη». Το προσωπάκι της αυτή την φορά έλαμψε. «Α Καβάφη… αυτόν τον ξέρω. Αλλά δυστυχώς, ούτε Καβάφη έχουμε.»  «Ελληνικό βιβλιοπωλείο και δεν έχει Καβάφη;» έσκουξα.

Με κοίταξε παραξενεμένη για την μάλλον βίαιη αντίδρασή μου. «Ε, δεν έχουμε διότι δεν τον ζητάνε. Δύο χρόνια είμαι εδώ μέσα, ο πρώτος που μου τον ζήτησε είστε εσείς. Τι να τον φέρουμε να τον κάνουμε;» Ακούμπησα σε μια καρέκλα για να στηριχτώ, καθώς ένιωσα τα γόνατά μου να λυγίζουν. Έλα νε, τι να τον φέρουν στο βιβλιοπωλείο να τον κάνουν τον Αλεξανδρινό, τον μέγιστο των ποιητών μας; Που κάποτε- στην ηλικία της μικρής πωλήτριας ήμουν- αντίκρισα τα «κεριά» του, χειρόγραφο του ιδίου και κορνιζωμένο στην Ένωση Μικρασιατών Αλεξανδρείας και δάκρυσα. Έφυγα.

Στο δεύτερο βιβλιοπωλείο του δήμου μου, η κυρία που πήγε να με εξυπηρετήσει τους ήξερε τους ποιητές ή τουλάχιστον έτσι παρίστανε. Πλην το αποτέλεσμα ήταν πανομοιότυπο. «Καββαδία; Δεν έχουμε. Καβάφη; Δεν έχουμε. Αν θέλετε να σας τους παραγγείλω, την Τρίτη θα είναι εδώ.» «Όχι εγώ τους θέλω τώρα» είπα ξέπνοος, αλλά και πεισματωμένος. «Ε αφού θέλετε τώρα και βλέπω ότι σας ενδιαφέρουν οι Έλληνες, πάρτε το τελευταίο του Καζαντζάκη.» «Το τε-λευ-ταί-ο του Κα-ζαν-τζά-κη;» ούρλιαξα σαν ημίτρελος. «Ε ναι, τώρα κυκλοφόρησε κι έχει πολλή ζήτηση».

Και φανταστείτε ότι όσοι έχουν καταφέρει ακόμα να κρατήσουν ανοικτά βιβλιοπωλεία στις πόλεις μας, είναι ήρωες. Οι μορφωμένοι και οι καλλιεργημένοι μας. Σκεφτείτε τι γίνεται παραέξω. Κακόμοιρε Καζαντζάκη που μόλις τέλειωσες το τελευταίο έργο σου… Κακόμοιρε Αλεξανδρινέ, δεν έχει πλοίο για μας, δεν έχει οδό…