Έχετε ακουστά το «όσο πιο πολλά έδωσες, τόσο πιο πολλά χρωστάς»; Δεν πρόκειται για λογοπαίγνιο, είναι η ραχοκοκαλιά της πολιτικής μας ζωής. Ποτέ κανένας Έλληνας δεν είναι ευχαριστημένος, μήτε αυτός που πράγματι έχει ανάγκη, μήτε εκείνος που έχει και δεν έχει, μήτε ο άλλος που έχει όσα χρειάζεται και με το παραπάνω. Πάντα θέλει περισσότερα.
Η ανθρώπινη φύση, θα πείτε. Σύμφωνοι, αλλά ο άνθρωπος ως νοήμον ον έχει και την ικανότητα της σύγκρισης. Δεν υπάρχει μόνο το «θέλω κι άλλα τώρα». Θα ‘πρεπε να συνυπάρχει με τουλάχιστον άλλες δυο ερωτήσεις. «Είμαι καλύτερα από πριν;», καθώς και το «έχω προοπτική για κάτι ακόμα καλύτερο στο μέλλον;». Διότι δίχως αυτές, το «δεν με φτάνουν τα λεφτά» καταλήγει μια Ιθάκη στην οποία δεν φτάνουμε ποτέ, για να θυμηθούμε και τον λογοτέχνη Αλέξη.
Αν δεν έχουμε την αίσθηση της σύγκρισης με το χθες και αν αρνούμαστε να αναμετρηθούμε με την προοπτική του αύριο, κάθε έννοια βελτίωσης του εισοδήματος καταλήγει μάταιη. Τα λεφτά ποτέ δεν φτάνουν, πάντα θα υπάρχει ένα επίπεδο πάνω απ’ αυτό που βρισκόμαστε και στο οποίο προφανώς θα θέλαμε να πάμε. Πλην η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού κι όχι του επιθυμητού, η δε οικονομική πολιτική είναι πάντα η διαχείριση ενός μίζερου και στριμωγμένου εφικτού.
Γιατί τα γράφω αυτά; Μα γιατί βγήκε πάλι ο Μητσοτάκης και μοίρασε κάμποσα. Τόσα στους κτηνοτρόφους, τόσα στο στεγαστικό και πάει λέγοντας. Φυσικά, είναι δεδομένη η αντίδραση όσων θα εισπράξουν. «Ψίχουλα», «κοροϊδία», «μισό καφέ την ημέρα» και όλα τα πασίγνωστα που ακούω εδώ και δεκαετίες. Σάματις μπορώ να ξεχάσω τον Ιούλιο του 1996 (ναι, έκανα ρεπορτάζ από τότε) την βιτριολική κριτική που έφαγε ο Σημίτης για τη θέσπιση του ΕΚΑΣ; Όταν το έδωσε ήταν «κοροϊδία», αλλά όταν κόπηκε δυο δεκαετίες αργότερα, ήταν συνώνυμο του θανάτου του συνταξιούχου.
Εγώ το γράφω και το ξαναγράφω. Ας μην βαυκαλίζεται η κυβέρνηση ότι μοιράζοντας χρήμα θα ικανοποιήσει τον Έλληνα. Δεν υπάρχει αυτό. Να, μόλις χθες η κ. Κεραμέως υπέγραψε απόφαση να μην γίνει ολόκληρη η προγραμματισμένη αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους ελεύθερους επαγγελματίες που προβλέπει ο νόμος ανά χρόνο, αλλά μια μικρότερη στα όρια του πληθωρισμού.
Εντάξει, αλλά η υπουργός εργασίας θα εισπράξει δυο πράγματα. Πρώτον, τη σιωπή (για να μην πω αποσιώπηση) αυτής της απαλλαγής και δεύτερο, την καταδίκη της ακόμα και για το μικρό ποσοστό που θα αυξηθούν οι εισφορές. Η δε πολιτική απόγονος της κ. Κεραμέως μετά από δέκα ή είκοσι χρόνια, θα εισπράξει τις κατάρες των τότε συνταξιούχων για την πενιχρή σύνταξη που θα χουν βγάλει, καθώς το ύψος των εισφορών ορίζει και το ύψος της σύνταξης. Μόνο που οι συνταξιούχοι του 2040, θα ‘χουν ξεχάσει ότι ήταν οι ίδιοι που το 2025 φώναζαν ότι δεν αντέχουν ούτε ευρώ άνοδο των εισφορών τους…
