Χθες ένιωσα κάτι να σπάει μέσα μου. Σαν κάποιον που πολεμά λυσσαλέα επί δεκαπενταετία έναν πανίσχυρο εχθρό για να τον νικήσει, αλλά την ώρα που τον βλέπει να καταρρέει ηττημένος, τον πιάνει μια αλλόκοτη συμπόνια για τον μεγάλο του αντίπαλο. Το ένιωσα χθες, βλέποντας την Interview να δίνει στον ΣΥΡΙΖΑ 2,9% στην πρόθεση ψήφου, δηλαδή να τον στέλνει εκτός επόμενης Βουλής. Εντάξει, στην αναγωγή τον πήγε στο 3,6%, αλλά πάλι ξέρουμε πως όταν ένα πιτσιρίκι μπει στην κάθετη νεροτσουλήθρα και πάρει την κατηφόρα, δεν έχει καμιά πιθανότητα να ξαναγυρίσει. Το νερό και η βαρύτητα το σπρώχνουν προς τα κάτω, όχι προς τα πίσω.
«Μα δεν είναι δίκαιη τιμωρία γι αυτούς, να βρεθούν στα εξωκοινοβουλευτικά παγκάκια της πλατείας Συντάγματος;» θα ρωτήσετε. Ασφαλώς είναι, και φρονώ πως έτσι που πηγαίνει το πράγμα, δεν θα τον γλυτώσουν τον ξαφνικό πολιτικό θάνατο. Είναι καταδικασμένοι, την επομένη των εκλογών να ξαναμαζευτούν όλοι μαζί στο Dolce στην Πατριάρχου Ιωακείμ και να κλάψουν το χαμένο τους όνειρο. Απλώς έσω-ψυχικά ομιλώντας, δεν είναι λογικό κι εμείς οι σφοδροί πολέμιοι τους να νιώσουμε ότι με τον πολιτικό τους αφανισμό, χάνεται οριστικά κι ένα κομμάτι του δικού μας εαυτού, της δικής μας ζωής;
Σας μπερδεύω ελαφρώς, έτσι; Με θέλατε μήπως, πιο σκληρό και ανελέητο; Μην δίνετε σημασία, είναι αυτές οι καταθλιπτικές εξάρσεις της ηλικιακής μου ωριμότητας που παρεισφρέουν καμιά φορά στα γραπτά μου και μετατρέπουν την πολιτική μου ανάλυση σε ψυχαναλυτικό μελό. Αλλά στις μάχες αυτής της ζωής, δεν ισχύει και το «δείξε μου τον εχθρό σου, να σου πω ποιος είσαι»; Ισχύει. Ποιος θέλει έναν αντίπαλο ξεπεσμένο και ξεφτίλα; Περιποιεί καμιά τιμή η αντιπαλότητα μ’ ένα άθυρμα; Στα μάτια μου όχι.
Και τώρα να βλέπω ξαφνικά αυτό το σκληροτράχηλο κόμμα με τον θυελλώδη πολιτικό καλπασμό, την κτηνώδη δύναμη και την σαρωτική ιδεολογική ορμή, να ξεπέφτει μέσα σε μια ριμάδα οκταετία, πολύ κάτω από την Ζωή, κάτω από τον Κασσελάκη, κάτω από τον Βαρουφάκη και κάτω από την Λατινοπούλου; Ε ναι λοιπόν, με πιάνει θλίψη. Διότι μέσω αυτών, καταρρακώνεται και η αξία της δικής μου αντίθεσης, για κείνους τους κάποτε λεβέντες που τώρα είναι σκιά του εαυτού τους.
Και θλίβομαι, παρά το γεγονός ότι τους βλέπω ακόμα να μην καταλαβαίνουν την θέση στην οποία έχουν περιέλθει. Να βγαίνουν στις τηλεοράσεις με ύφος χιλίων καρδιναλίων, να κουνάνε το δάκτυλο ως –ακόμα- ιδιοκτήτες του ηθικού πλεονεκτήματος, να μιλούν σαν δήθεν εκπρόσωποι της δήθεν οργής του λαού. Δίχως να αντιλαμβάνονται οι άμοιροι, ότι οργή εισπράττουν εκείνοι που κατρακυλούν στο 2,9% κι όχι εκείνοι που σκαρφαλώνουν στο 31,3%.