Προ μηνός βρέθηκα στα εγκαίνια ενός καινούριου «στεκιού» κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Προσεγμένος χώρος, καλή περιποίηση, φινετσάτη διακόσμηση, φαγητό απ’ αυτά που προτιμούν πια οι νεοέλληνες (όχι σαν εμάς που μας αρέσουν οι φασολάδες και τα γιουβέτσια), καλή προσπάθεια ομολογουμένως. Όταν όμως ρώτησα για τις τιμές, μου είπαν ότι είναι περίπου 60 ευρώ το άτομο. Αντέδρασα, λέγοντας ορθά κοφτά ότι τα λεφτά είναι πολλά και σύντομα θα το κλείσουν το μαγαζί ελλείψει πελατείας. Οι ιδιοκτήτες όμως δεν έδειξαν την παραμικρή ανησυχία επ’ αυτού.
Πιο πολύ τους απασχολούσε ο «χαρακτήρας» και η «γκλαμουριά» του καινούριου στεκιού, παρά η τιμή. «Ξερουμε πολύ καλά την αγορά, με τα 60 ευρώ είμαστε φτηνοί», μου είπαν μ’ έναν συνδυασμό σιγουριάς και αφέλειας που με ξάφνιασε. «Αν στα υπόλοιπα που προσφέρουμε είμαστε εντάξει, δεν θα έχουμε κανένα πρόβλημα με την πελατεία.» Ανασήκωσα τους ώμους μου πλήρης αμφιβολιών, πλην έναν μήνα μετά, μαθαίνω ότι το μαγαζί πάει σφαίρα, παρά το 60άρι ανά άτομο. Κάτι συμβαίνει σε του την κοινωνία που δεν καταλαβαίνω.
Πρόσφατα έμαθα επίσης ότι στα μπουζούκια, στα πρωτοκλασάτα και στα δευτερο-τριτοκλασάτα, το μπουκάλι το ουίσκι τιμάται πλέον 300 ευρώ ακατέβατα, πίσω από τέταρτη σειρά τραπεζιών. Αν κάποιος επιθυμεί να κάτσει κοντά ή μπροστά στην πίστα, η τιμή ξεκινά από 1500 ευρώ ανά τραπέζι και φθάνει ως και τις 3000 ευρώ. Περιττό να πω ότι τα μπουζουξίδικα είναι πήχτρα στον κόσμο, ενώ αν θέλετε να πάτε Χριστούγεννα σε κάποιο απ’ αυτά, απλώς την πατήσατε. Είναι ήδη όλα sold out. Κι επειδή στα μπουζουξίδικα δεν πάει η μεγαλοαστική τάξη, αλλά η φτωχολογιά και οι μικρομεσαίοι, πάλι αναφωνώ «κάτι γίνεται εδώ που δεν το καταλαβαίνω».
Διάβασα πρόσφατα μια ανάλυση της Alpha Bank που αναφέρει ότι η Ελλάδα πάσχει από υπερβάλλουσα ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών, κατάσταση που περιγράφει ως «θετικό παραγωγικό κενό». Λίγο δυσνόητο για μη οικονομολόγους, αλλά πρακτικά εννοεί ότι ο σημερινός Έλληνας πάσχει από καταναλωτική υστερία, ότι αγοράζει προϊόντα και υπηρεσίες σαν να μην υπάρχει αύριο.
Προσέξτε, (αυτό το λέω εγώ, όχι η Alpha Bank) η καταναλωτική αυτή μανία δεν αναιρεί δυο παράλληλα δεδομένα. Πρώτο, ότι υπάρχει ακρίβεια στην αγορά και δεύτερο ότι υπάρχει πολιτική δυσαρέσκεια από το επίπεδο τιμών και την σχέση τους με τα εισοδήματα. Δεν σημαίνει δηλαδή πως όποιοι πάνε στα μπουζούκια είναι τρισευτυχισμένοι και ψηφίζουν Μητσοτάκη. Αλλά δεν σημαίνει επίσης ότι είμαστε μια κοινωνία ρακένδυτη, πειναλέα και δυστυχέστατη, όπως αυτή που περιγράφουν (και δήθεν υπερασπίζονται) τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Όλα τούτα σημαίνουν ότι η σημερινή Ελλάδα και ως κοινωνικό και ως εκλογικό σώμα, είναι πολύ αντιφατική και πολύπλοκη για την κατανοήσουν όσοι πολιτεύονται με ερμηνευτικά εργαλεία της περασμένης τριακονταετίας ή ακόμα και δεκαετίας. Κανένας δεν ξέρει πραγματικά πως προσλαμβάνει την ζωή του το εκλογικό σώμα και ποια συμπεριφορά θα υιοθετήσει όταν (και αν) πάει στις κάλπες. Οι ένθεν κακείθεν σιγουριές κινδυνεύουν να πέσουν στα βράχια.
Υ.Γ. Να ξέρετε ότι η σημερινή ελληνική μεσαία τάξη αγοράζει πλέον αυτοκίνητο στα παιδιά της μόλις αυτά γίνουν 20-22 χρονών. Δεν το λέω εγώ, αλλά τα στοιχεία. Και τα παιδιά αυτά, ενώ θεωρούν κεκτημένο το δικαίωμα τους να έχουν αυτοκίνητο σ’ αυτή την ηλικία, μόλις βγουν στους φρακαρισμένους δρόμους μετατρέπονται σε έξαλλους πολίτες που κατακεραυνώνουν τους κυβερνώντες για το φρικτό κυκλοφοριακό.