Η γοητεία του... «όσα βάλουμε κι όσα φάμε»

Η γοητεία του... «όσα βάλουμε κι όσα φάμε»

Μέσα στον ενθουσιασμό για τα πέντε γκολ σε ένα ημίχρονο και έξι συνολικά, ο κόσμος ξέχασε για μιάμιση ώρα τον τρόπο που παίζεται τα τελευταία χρόνια το ποδόσφαιρο. Είδε ξαφνικά πρώτα την Αϊντχόφεν και μετά τον Ολυμπιακό να παρατάνε στην άκρη τις σφιχτές άμυνες, τα ασφυκτικά πρέσινγκ. τα ατέλειωτα κυνηγητά, τα πολλά φάουλ που δεν επιτρέπουν στον απέναντι να αναπτυχθεί, κι όλα αυτά που χαρακτηρίζουν το μοντέρνο ποδόσφαιρο και να υποκύπτουν στη γοητεία του... «όσα βάλουμε κι όσα φάμε». Ο ένας παρέσυρε τον άλλο, κι όλοι μαζί τον κόσμο που παρακολουθούσε από τις τηλεοράσεις, σ ένα ξέφρενο ματς χωρίς κανόνες, που δεν απαιτούσε τη θυσία του θεάματος στο βωμό της οποιασδήποτε νίκης με ... μισό - μηδέν.

Το 4-2 της Πέμπτης μάς ξαναγύρισε, ειδικότερα στο πρώτο ημίχρονο, στις εποχές που ήμασταν παιδιά. Καμιά σκοπιμότητα. Κανένας σχεδιασμός. Κάθε δύο -τρεις φάσεις κι ένα γκολ. «Παιδική χαρά» το έλεγε ο ένας, «αλάνα» ο δεύτερος, για «αστείες ομάδες» μιλούσε ο τρίτος, «τρέλααααα» φώναζε ο τέταρτος, «κατάσταση ροκ» ο πέμπτος. Ένας χωρίς προηγούμενο ενθουσιασμός για κάτι όχι απλά ασυνήθιστο αλλά εντελώς αναπάντεχο, που δείχνει ότι καλή η σοβαρότητα, τα συστήματα, οι σχεδιασμοί και το... «δεν αφήνουμε τον άλλο να πάρει ανάσα», αλλά ο αυθορμητισμός έχει άλλη, μοναδική χάρη. Και φυσικά, δεν ήταν μόνο η ικανότητα των επιθετικών να τρυπήσουν τον αντίπαλο. Χρειαζόταν το αμυντικό λάθος, η επιπολαιότητα της στιγμής, η βιασύνη του μπακ για να ολοκληρωθεί η φάση και να φτάσει η μπάλα στα δίχτυα.  

Πριν από μερικά χρόνια, ο κόσμος αγάπησε την Μπαρτσελόνα για το «τουριστικό» ελκυστικό ποδόσφαιρο που έπαιζε, με ποσοστά κατοχής 70-30, με τους παίκτες της να κρύβουν τη μπάλα και τον Μέσι μαζί με τον Τσάβι και τον Ινιέστα να επιδιώκουν συχνά να φτάσουν μισό μέτρο από το τέρμα πριν σκοράρουν, έχοντας αλλάξει πάνω από 60 πάσες. Το απρόβλεπτο και το «όλε - όλε» έγινε κανόνας κι αυτό ήταν που ενθουσίαζε το κοινό, που έτρεχε πατείς με πατώ να θαυμάσει την παρέα η οποία καθιέρωσε την δική της μόδα, χωρίς κανείς να είναι σε θέση να την αντιγράψει. Εκείνο τελείωσε. Τη νύχτα της Πέμπτης, όμως είχαμε τη χαρά να απολαύσουμε μια διαφορετικού στυλ φουλ επίθεση, που η γοητεία της δεν ήταν σχεδιασμένη από κάποιον Πεπ Γκουαρδιόλα, αλλά εκδηλωνόταν εντελώς αυθόρμητα και απροσχημάτιστα -όπως τού κατέβαινε του καθενός στο κεφάλι. Το κάνουν συχνά οι Ολλανδοί και οφείλουμε να τους ευχαριστήσουμε επειδή πήραν και τον Ολυμπιακό στο... λαιμό τους!