Υπέρ αριστείας

Ακόμα κι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του δεν καταφέρουν να εκπληρώσουν την υπόσχεση που έδωσαν να πολιτευθούν με κριτήριο την αριστεία, ακόμα κι αν αποδειχθεί ότι μας είπαν ψέματα, η αριστεία παραμένει ένα πολιτικό αίτημα που οι Έλληνες δεν πρέπει να εγκαταλείψουν.

Ακόμα θυμόμαστε τις αντιδράσεις που είχε προκαλέσει στον κύκλο των συνομιλητών μας η πρώτη αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη στην αριστεία. «Είναι ελιτίστικο. Δεν βλέπει ότι επιδεινώνει το πρόβλημα των ταυτίσεων που έχει;».

Το αν η επίκληση της αριστείας δυσκόλεψε αντί να διευκολύνει τον Μητσοτάκη να καταλάβει την εξουσία αφορά τον ίδιο και τους επιτελείς του. Εμείς, ως πολίτες,  από την πρώτη στιγμή αντιληφθήκαμε την αριστεία ως πολιτικό αίτημα και παθιαστήκαμε με αυτό. Όχι γιατί ανήκουμε στους αρίστους αλλά ακριβώς για τον αντίθετο λόγο: γιατί έχουμε μεν επίγνωση της μετριότητάς μας αλλά την ίδια στιγμή ξέρουμε ότι αξίζουμε καλύτερα, αξίζουμε να μας διοικούν δημοκρατικά οι καλύτεροι. 

Αριστεία σημαίνει την εξουσία και ειδικά τη μη αιρετή, να την ασκούν αυτοί που έχουν τα προσόντα να το κάνουν και όχι αυτοί που έχουν επιδείξει τη μεγαλύτερη αφοσίωση στο κόμμα τους. Είδαμε που μας οδήγησε το πελατειακό κράτος. Κι αυτός είναι ο λόγος που ένας πολιτικός που απέχει πολύ από τον μέσο Έλληνα κατάφερε μια μεγάλη νίκη ενώ δεν έλεγε ευχάριστα πράγματα και χρησιμοποιούσε και τη λέξη «αριστεία», μια λέξη ταμπού, κόντρα σε μια διάχυτη κουλτούρα ψευδομετριοφροσύνης. 

Την ξέρει τη δίψα της μεσαίας τάξης ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κι αν δεν την ήξερε την κατάλαβε καλά από τη στιγμή που εξελέγη αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας. Την είδε στα μάτια όσων συνέρρεαν στο γραφείο του κι ας έλεγε εκείνος στις συνεντεύξεις «δεν με περιμένουν έξω από το γραφείο μου ουρές πρόθυμων να ασχοληθούν με τα κοινά». Ουρές τον περίμεναν από ανθρώπους που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με την πολιτική γιατί έβλεπαν ότι η προϋπόθεση να μπουν σ’ένα ψηφοδέλτιο ή να διοριστούν σε μια κρατική θέση για να προσφέρουν όσα είχαν μάθει ασκώντας το επάγγελμά τους ως ιδιώτες ήταν να μεταμορφωθούν σε ερπετό. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μας υποσχέθηκε ότι «ερπετά, τέλος» και το πόσο εκπλήρωσε τη θεμελιώδη αυτή υπόσχεση θα αξιολογηθεί ενώπιον του μεγάλου κριτή: της κάλπης.

Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν θα περάσει την αξιολόγηση αυτός δεν είναι λόγος οι Έλληνες να εγκαταλείψουμε το αίτημα για αριστεία. Γιατί είναι ένα σωστό πολιτικό αίτημα στο οποίο, λογικά, θα έπρεπε να συμφωνούν οι περισσότεροι.

Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ και αναφερόμαστε στους οπαδούς και ψηφοφόρους του, να εχθρεύεται τόσο την αριστεία; 

Είναι δυνατόν εν έτει 2020 να πιστεύουν ακόμα ότι ο κρατικός μηχανισμός πρέπει να στελεχώνεται από αυτούς που έχουν τη μακρύτερη γλώσσα, από «παραδουλεύτρες» τις εκάστοτε κομματικής νομενκλατούρας;

Είναι δυνατόν να ενστερνίζονται τόσο αναχρονιστικές αντιλήψεις;

Προσπαθούμε να το καταλάβουμε: σε κάνει λιγότερο αριστερό να θες να σε διοικούν αυτοί που ξέρουν και μπορούν να το κάνουν; 

Αυτές τις μέρες και με αφορμή τη συζήτηση του νομοσχεδίου για την Παιδεία βγήκαν από την αντιπολίτευση, στελέχη και συμπολίτες μας ψηφοφόροι επιθετικά, με αξιοπρόσεκτο μίσος κατά της αριστείας.

Αν εξαιρέσουμε τα κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που είναι λογικό και αναμενόμενο να θεωρούν ότι οι καταλληλότεροι για τη στελέχωση ενός κράτους είναι οι αυλικοί και οι παραδουλεύτρες του εκάστοτε αρχηγού, οι υπόλοιποι, οι απλοί πολίτες και ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, αυτοί που μοχθούν για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, τι σκέφτονται;

Η αριστεία είναι ένα πολιτικό αίτημα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως η ενοποιητική γραμμή, το πεδίο συνάντησης των πολιτών που ανήκουν στη μεσαία τάξη και έχουν βαρεθεί να είναι είτε πελάτες, είτε χειροκροτητές και θέλουν κι αυτοί να μετέχουν της διοίκησης της χώρας άσχετα αν ψηφίζουν ΝΔ, ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ.

Η αριστεία ως πολιτικό αίτημα πρέπει να ενώνει τη μεσαία τάξη όχι να τη διχάζει στη βάση της κομματικής της προτίμησης, γιατί η μεσαία τάξη είναι η ραχοκοκαλιά της χώρας, αυτή που επενδύει στη μόρφωση των παιδιών της, που συντηρεί την οικονομία. Η πραγματική ελιτ είναι η μεσαία τάξη. Αρκεί να δει τον εαυτό της ως τέτοια.